Στο πολύβουο αεροδρόμιο της Ζυρίχης, κατά την αναμονή μεταξύ δύο πτήσεων, μια νεαρή γυναίκα γράφει στον φορητό υπολογιστή της. Τα δάχτυλά της πληκτρολογούν δαιμονισμένα. Πλήθη πηγαινοέρχονται, από τα μεγάφωνα ακούγονται ανακοινώσεις σε τρεις γλώσσες, όμως τίποτε δεν φαίνεται να την ενοχλεί. Μοιάζει να νιώθει εντελώς άνετα ανάμεσα σε όλον αυτόν τον κόσμο. Το σώμα της έχει στάση χαλαρή, στο πρόσωπό της διαβάζω την απόλυτη προσήλωση. Ποια είναι; Δημοσιογράφος; Blogger; Ή μήπως –σκέφτομαι με κάποια έξαψη– εμείς που την παρακολουθούμε είμαστε οι ανυποψίαστοι μάρτυρες της γέννησης του επόμενου διεθνούς μπεστ-σέλερ; Γιατί όχι; Μήπως η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, η συγγραφέας του «Χάρι Πότερ» των εκατομμυρίων αντιτύπων, σε δημόσιους χώρους δεν έγραφε τις ιστορίες της; «Τα καφέ», υποστηρίζει κατ’ επανάληψη, «είναι ο καταλληλότερος χώρος για να γράψεις».
Δεν θα μάθω ποτέ τι έγραφε η γυναίκα στη Ζυρίχη, συναντώ όμως όλο και περισσότερους ανθρώπους σε καφέ και σε εστιατόρια, σε σταθμούς, σε χώρους αναμονής, σε πλατείες και σε πάρκα, ακόμη και το βράδυ σε παγκάκια ή στις σκάλες πολυκατοικιών, χωμένους στον φορητό υπολογιστή τους, με τα πρόσωπα φωτισμένα από τη γαλάζια λάμψη της οθόνης. Τι κάνουν; Γράφουν e-mails, ανανεώνουν τη σελίδα τους στο Facebook, συνομιλούν on-line με φίλους τους ή είναι πνευματικοί δημιουργοί εν ώρα εργασίας; Γιατί γράφουν σε δημόσιο χώρο; Είναι σημείο των καιρών; Νέα μόδα; Αναβίωση παλαιότερης τάσης; Κοινωνικό φαινόμενο; Εξυπηρετεί μια βαθύτερη ανάγκη; Οφείλεται σε λόγους πρακτικούς; Είναι διαδικασία κοινωνικοποίησης ή άσκηση εσωστρέφειας; Σχετίζεται με την ηλικία; Με περιστάσεις του βίου; Με το είδος της γραφής που καλλιεργούν; Αισθάνονται βολικά μέσα στον κόσμο; Ενοχλούνται; Τους ενοχλούν;
Ο υπολογιστής, ως σύγχρονο «αξεσουάρ» γραφής, ελκύει εύκολα σήμερα την προσοχή μας, όμως η συγγραφή σε δημόσιο χώρο είναι παγκόσμιο φαινόμενο με ιστορία και παράδοση. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τα περισσότερα διηγήματά του στο «κοινωνικό σπουδαστήριο» της μπακαλοταβέρνας του Καχριμάνη στου Ψυρρή και ο Καρούζος συνέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής του σε καφενεία. Για ορισμένους ο φλοίσβος της θάλασσας, το τραγούδι των τζιτζίκων και η δροσιά του πλάτανου στο καφενείο ή στην ταβέρνα των καλοκαιρινών διακοπών αποτελούν τον ιδανικό χώρο για τη συγγραφή ενός βιβλίου. Κάποιοι άλλοι επιτυγχάνουν την αυτοσυγκέντρωση στα πολύβουα καφέ με τη δυνατή μουσική. Τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι, η Δεξαμενή και παλαιότερα τα καφενεία του Συντάγματος και της Ομονοίας έχουν φιλοξενήσει πάμπολλους έλληνες συγγραφείς εν ώρα δημιουργίας.
«Η πράξη της γραφής έχει διάφορους σκηνικούς χώρους ανάλογα με το είδος της και βέβαια με τον χαρακτήρα του γράφοντος», λέει στο «Βήμα» ο αρχαιολόγος και συγγραφέας Χρήστος Μπουλώτης. Για τον ίδιο, ο ιδιωτικός και ο δημόσιος χώρος οριοθετούν δύο ξεχωριστές δραστηριότητες και ιδιότητες, του επιστήμονα και του λογοτέχνη: «Προσωπικά για εμένα άλλους χώρους απαιτεί ο επιστημονικός-δοκιμιακός λόγος και άλλους ο λογοτεχνικός. Προϋπόθεση για τα αρχαιολογικά μου κείμενα είναι η απόλυτη συγκέντρωση και η σιωπή του γραφείου μου και του σπιτιού μου». Εκεί όμως δεν ευδοκιμεί η λογοτεχνία. «Ασκώ τη λογοτεχνική δραστηριότητα ευκολότερα σε δημόσιους χώρους και ιδίως σε καφέ. Οι θόρυβοι, η πολυκοσμία, οι εναλλασσόμενες εικόνες, τα χρώματα και οι μυρωδιές εισβάλλουν γόνιμα στη λογοτεχνική μου γραφή». Μερικά από τα πιο ώριμα κείμενά του μας αποκαλύπτει ότι έχουν γραφτεί σε τρένα, «από αυτά που διασχίζουν την Ευρώπη από άκρη σε άκρη». Δεν αισθάνεται άβολα όταν δρα λογοτεχνικά εν μέσω πλήθους. «Μπορώ και απομονώνομαι σαν να είμαι ο μοναδικός “ταξιδιώτης” του κόσμου. Καμιά φορά όμως τα λοξά ή περίεργα βλέμματα με γοητεύουν, με τον τρόπο που μας γοητεύει η πρόκληση».
Αυτός ο διαχωρισμός λειτουργεί και για τον Γιώργο Ξενάριο, ο οποίος μας λέει ότι πάντοτε έγραφε τα πεζά του σε καφενεία. «Το σπίτι το είχα για όλες τις άλλες δουλειές, για την κριτική, τη μετάφραση, τη διδασκαλία. Δεν μπορούσα να γράψω εκεί. Ο οικιακός χώρος είχε κάτι πιο “υπηρεσιακό”, το καφενείο είχε κάτι πιο θερμό, πιο ελεύθερο, που διευκόλυνε τη λογοτεχνική δημιουργία». Την περασμένη δεκαετία, μόνιμος κάτοικος στην περιοχή του Λόφου του Στρέφη, κατέβαινε με το τετράδιο και το στιλό του στο καφέ-μπαρ «Παρασκήνιο» στην Καλλιδρομίου και έγραφε. Η φασαρία γύρω δεν τον αποσυντονίζει. «Ο θόρυβος των μαγαζιών λειτουργεί για μένα ως ηχητικό τέμπο που με βοηθά να απομονωθώ και να γράψω. Η έξοδος για καφέ για μένα σημαίνει γράψιμο», εξηγεί και διευκρινίζει: «Οταν εργάζεσαι πολλές ώρες στο σπίτι και είσαι άνθρωπος από ιδιοσυγκρασία εξωστρεφής, αναζητάς την επαφή με τον κόσμο. Η λογοτεχνική δραστηριότητα σε έναν δημόσιο χώρο συνδυάζει τη βαθύτερη ατομικότητα που επιζητεί το γράψιμο με τη βαθύτερη κοινωνικότητα που ζητάει ο εαυτός».
Αντιθέτως για τη Ρέα Γαλανάκη, απαραίτητη προϋπόθεση για να γράψει είναι να βρίσκεται σε χώρο ιδιωτικό. «Χρειάζομαι απόλυτη αυτοσυγκέντρωση και ησυχία και πρέπει να έχω μπροστά μου πέντε ώρες ελεύθερες χωρίς να με διακόψει κανείς», μας λέει. Γράφει στο σπίτι, κάποτε ακούγοντας κλασική μουσική, συχνότερα όμως μέσα στην απόλυτη σιωπή. Σε δημόσιο χώρο αποφεύγει ακόμη και να κρατήσει σημειώσεις. «Ντρέπομαι να βγάλω σημειωματάριο και να αρχίσω να γράφω σε δημόσιο χώρο. Μου φαίνεται κάπως ναρκισσιστικό. Γι’ αυτό, αν μου έρχονται κάποιες σκέψεις για το βιβλίο που γράφω, προσπαθώ να τις φυλάξω στον νου μου, να τις κρατήσω για να τις καταγράψω αργότερα στο σπίτι». Δεν έχει άδικο: ο Χέμινγκγουεϊ, ο Σαρτρ και η Μποβουάρ που δόξασαν τα καφέ και τα μπιστρό του παρισινού μπουλβάρ Σεν Ζερμέν κάνοντάς τα δημόσια «γραφεία» τους υποδύονταν ταυτόχρονα έναν ρόλο, έπαιρναν μια πόζα, έδιναν μια παράσταση, πρόβαλλαν δημόσια την εικόνα του συγγραφέα-διανοουμένου. «Μπορεί να μην είναι ναρκισσιστικό, άλλωστε πολλοί γράφουν σε δημόσιο χώρο, αλλά εγώ έτσι το αισθάνομαι», συνεχίζει η Ρέα Γαλανάκη, «το κύριο όμως είναι ότι προσωπικά χρειάζομαι απόλυτη αυτοσυγκέντρωση για να γράψω», επαναλαμβάνει.
Του είναι εντελώς αδύνατον να γράψει σε δημόσιο χώρο μάς λέει και ο Χρήστος Αστερίου. «Θέλω απόλυτη ηρεμία. Η συγγραφή είναι μια παντελώς μοναχική διαδικασία. Γράφω στο σπίτι, χωρίς μουσική, κάποιες φορές κλείνω και τα παντζούρια για να μη με αποσπά η θέα». Όταν είναι έξω παρατηρεί τον κόσμο και περιστασιακά κρατά σημειώσεις σε πρόχειρα κομμάτια χαρτί ή σε χαρτοπετσέτες. Σημειωματάριο δεν κουβαλά μαζί του. «Ξέρω ότι ακούγεται παράξενο για συγγραφέα, αλλά συνήθως δεν έχω μαζί μου ούτε στιλό», λέει ο σαραντάχρονος πεζογράφος.
Από ανάγκη άρχισε να γράφει σε δημόσιους χώρους ο τριαντάχρονος κύπριος συγγραφέας Κυριάκος Μαργαρίτης, πριν από δώδεκα χρόνια, όταν υπηρετούσε στον στρατό. «Σιγά σιγά, άρχισα να κουβαλώ τετράδια σε καφετέριες ή μπιραρίες, συνήθεια που καλλιεργήθηκε σε υπερβολικό βαθμό όταν ήρθα στην Αθήνα. Είχα εντοπίσει συγκεκριμένα μαγαζιά στο κέντρο της πόλης στα οποία είχα “κατανείμει” τις συγγραφικές μου δραστηριότητες: αλλού κρατούσα σημειώσεις για μυθιστόρημα, αλλού έγραφα ημερολόγιο, αλλού την αλληλογραφία μου. Η παρουσία των ανθρώπων, η μουσική, η σχετική βοή σε τέτοιους χώρους δεν με ενόχλησε ποτέ, αντιθέτως με έκανε να νιώθω πιο ασφαλής». H παμπ «Red Lion» στα Ιλίσια και το «Kαφεκούτι» της Σόλωνος ήταν μόνιμα συγγραφικά στέκια του. Πλέον, γράφει όλο και λιγότερο σε δημόσιους χώρους. «Φταίνε οι μοναχικοί περίπατοι, στοιχείο ζωτικό για το γράψιμό μου. Ένας καφές ή ένα ποτό στην πορεία είναι πάντα καλοδεχούμενα και συνοδεύονται ιδανικά από σκόρπιες σημειώσεις».
Ο Χρήστος Χωμενίδης κατέληξε να γράφει σε δημόσιους χώρους επίσης από ανάγκη. Ακολούθησε όμως την αντίστροφη πορεία από τον Μαργαρίτη. «Οταν ήμουν μικρός, εκεί γύρω στα είκοσι, για να γράψω έπρεπε να είμαι στο δωμάτιό μου, κλειδωμένος, και να είναι νύχτα, ώστε να μην έρθει να με διακόψει κανείς. Είχα την εντύπωση ότι οποιοσδήποτε περισπασμός μπορούσε να μου χαλάσει τον οίστρο. Όσο μεγαλώνω γίνομαι πιο βολικός» μας εξομολογήθηκε. Εγραψε το τελευταίο βιβλίο του σε καφέ, στο «Floral» στα Εξάρχεια, σε άλλο στην Κέρκυρα και σε ένα τρίτο στην Αθήνα που κρατά μυστικό. Οι λόγοι ήταν πρακτικοί. «Δεν μπορώ να γράψω χωρίς τσιγάρο». Εχει όμως ένα μικρό παιδί στο σπίτι που δεν είναι σωστό να μεγαλώνει μέσα στον καπνό. Ετσι ο μπαμπάς-συγγραφέας, ελλείψει άλλου χώρου, καταφεύγει σε καφέ, με το λάπτοπ του και τα ακουστικά του. «Είναι ωραία, έχεις την αίσθηση ότι πας στη δουλειά σου», λέει, «είναι καλύτερα να γράφεις φορώντας παπούτσια παρά με τις πιτζάμες σου».
Πολύ δύσκολα θα έγραφε σε δημόσιο χώρο η Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Για να λειτουργήσει ως συγγραφέας, της είναι απαραίτητη η ιδιωτικότητα, η απομόνωση. Ναι, κρατά σημειώσεις σε καφέ και σε εστιατόρια και δεν της είναι ανοίκεια η εικόνα κάποιου που γράφει σε δημόσιο χώρο. «Σήμερα όλοι είναι ένα με ένα λάπτοπ και κάτι κάνουν, είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπεις κάποιον να γράφει στον υπολογιστή του σε ένα καφέ, δεν αποτελεί θέαμα, δεν είναι κάτι αξιοπρόσεκτο» παραδέχεται, αλλά η ιδέα του γράφειν δημοσίως προσωπικά τής είναι πολύ ξένη. «Σε τρία χρόνια, στο κοινόβιο όπου θα βρεθούμε όλοι μαζί λόγω της οικονομικής εξαθλίωσης, αναγκαστικά θα γράφω δημοσίως», λέει με πικρό χιούμορ.
Τον δημόσιο χώρο χρησιμοποιεί κατεξοχήν ως τόπο δημιουργίας η νεαρή ποιήτρια Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη γιατί δεν ξέρει πότε θα την επισκεφθεί η έμπνευση. «Κυκλοφορώ μονίμως με ένα σημειωματάριο γιατί δεν ξέρω πότε θα μου έρθει το κίνητρο να γράψω. Εχω γράψει σε καφέ νοσοκομείων, σε μπαρ, σε στάσεις λεωφορείων». Κατά τα τρία τέταρτα, τα ποιήματά της γράφονται σε χώρους κοινόχρηστους, δημόσιους. Επειτα, στην ησυχία του σπιτιού της, μακριά από τη φασαρία των δημόσιων χώρων, διαβάζει, ελέγχει τον ρυθμό της γλώσσας και να κάνει διορθώσεις. «Ποτέ δεν έχω νιώσει αμήχανα», απαντά όταν τη ρωτάμε αν αισθάνεται ότι γίνεται αντικείμενο της παρατήρησης του βλέμματος των γύρω. «Ίσα, ίσα, πολλές φορές πράγματα που βλέπω, που ακούω, που μυρίζω στον χώρο που βρίσκομαι μπαίνουν στο ποίημα, σαν να καρφιτσώνονται στον χώρο και στον χρόνο, και μετά μιλώ για το οικουμενικό που θέλω εκφράσω».
Περιστασιακά, εξ ανάγκης και μόνο αν δεν γίνεται διαφορετικά γράφει σε δημόσιο χώρο ο Χρήστος Χρυσόπουλος. Δεν μπορεί μάλιστα να γράψει πουθενά αλλού εκτός από το σπίτι του στην Αθήνα. Ξυπνάει πριν από το χάραμα, όταν ακόμη το σπίτι είναι σιωπηλό, και εργάζεται στο γραφείο του, σε έναν χώρο ουδέτερο, χωρίς πίνακες στους τοίχους, χωρίς post-it με υπομνήσεις κολλημένα τριγύρω, χωρίς μουσική. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης από το σημείο που το άφησε την προηγούμενη μέρα. Κάποτε, στη διάρκεια ταξιδιού του στη Μάλτα χρειάστηκε να γράψει ένα κείμενο για ελληνικό περιοδικό. Το έγραψε στο καφέ που έπαιρνε το πρωινό του. «Δεν με ενοχλεί ο κόσμος», διευκρινίζει, όμως κατά κανόνα βρίσκει ότι οι δημόσιοι χώροι «έχουν πολλή φασαρία, πολλή μουσική, δεν είναι ευεπίφοροι για να λειτουργήσει η δημιουργική φαντασία». Αποτελούν κυρίως χώρους από τους οποίους αποθησαυρίζει εμπειρίες. Η γραφή του προκύπτει από την παρατήρηση στον δημόσιο χώρο. «Η πόλη φιλοξενεί πολύ κείμενο» μας λέει και, όταν γράφει σε δημόσιο χώρο, αισθάνεται ότι ο περισπασμός δεν προέρχεται από την κίνηση, τον κόσμο και τους θορύβους αλλά από το γράψιμο καθαυτό, γιατί αποσπά την προσοχή του από όσα διαδραματίζονται γύρω του και ως συγγραφέας αισθάνεται «ότι χάνω κάτι που συμβαίνει εκείνη την ώρα εκεί».