Το απόγευμα της Πέμπτης 16 Φεβρουαρίου 2012, η αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών είχε γεμίσει μια ώρα πριν από την έναρξη της διάλεξής του στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus. Το ίδιο συνέβη και με την αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας» στην οποία το κοινό παρακολούθησε (συνολικά πάνω από 900 άτομα) τον Στέλιο Ράμφο σε ζωντανή αναμετάδοση να μιλά για την εξαιρετικά προβληματική σχέση που έχουμε ως κοινωνία με τον χρόνο. Στη διάλεξή του με τίτλο «Time out: η ελληνική αίσθηση του χρόνου», ο φιλόσοφος και συγγραφέας προσπάθησε να αναλύσει τους λόγους που κρατούν κατά την γνώμη του την Ελλάδα εκτός ιστορικότητος, μέσα ακριβώς από την αίσθηση που έχουμε ως λαός για τον χρόνο.
«Για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε σε πολύ δύσκολη θέση. Οχι εξαιτίας φυσικών καταστροφών ή πολιτικών ατυχημάτων. Αυτή τη φορά, μετά από 40 χρόνια άπλετης μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, πρωτοφανών ελευθεριών, οικονομικής ευημερίας μέσα στο ασφαλές πλαίσιο της Ε.Ε., ο λόγος της δοκιμασίας μας, πέρα από τις διεθνείς διαστάσεις αυτής της κρίσης, είναι κυριαρχικά οι δικές μας επιλογές και πράξεις. Τώρα δεν υπάρχουν εξωτερικοί εχθροί. Πρέπει τώρα να νικήσουμε τον κακό εαυτό μας με ένα και μόνον όπλο: τη σοφία του πόνου. Αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να τραβήξουμε για να πετύχουμε. Θέλουμε μια νέα εικόνα εαυτού σ’ έναν δρόμο καθάρσιας προκοπής» για να τοποθετηθούμε σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει.
Η κρίση είναι πρώτα πνευματική και μετά οικονομική
Με αυτήν την «εικόνα εαυτού», πρότεινε ο Στέλιος Ράμφος που γυρόφερνε συνεχώς τη σκηνή, «πρέπει να εννοούμε μια ενότητα συνειδήσεως» που επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την αίσθηση της διάρκειας και της εν γένει σχέσης που έχει ένας λαός με το χρόνο, την ιστορικότητά του. Η Ελλάδα, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, «είναι εκτός ιστορικότητος» επειδή ως λαός και κατ’ επέκτασιν ως άτομα έχουμε «προβληματική σχέση με τον χρόνο». Αυτός, εξήγησε, είναι ο λόγος που έχουμε πρόβλημα με τις πράξεις και τις αποφάσεις. «Αν οι άνθρωποι είναι αυτό που πράττουν, μέσα στον χρόνο δημιουργούν τον εαυτό τους. Αν ταυτοχρόνως είμαστε και ό,τι παθαίνουμε από εκεί πρέπει να αρχίσουμε να προβληματιζόμαστε».
«Βιώνουμε μια κρίση πρωτίστως πνευματική και δευτερευόντως οικονομική» τόνισε ο Ράμφος. «Η πνευματικότητα του προβλήματος φαίνεται, στο βάθος, από την τεράστια κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος, δεν έχουμε να κάνουμε με τις συνήθεις καχυποψίες» μέσα σε μια «δημοκρατία χαλαρότητος». «Η κρίση εμπιστοσύνης έχει να κάνει με μια βαθύτερη κρίση νοήματος. Το κενό αυτό του νοήματος και οι απαντήσεις που δεν υπάρχουν οδηγούν σε πραγματικότητες καταστροφής και το μηδέν» κάτι που είδαμε τόσο τον Δεκέμβριο του 2008 όσο και στο πρόσφατο σκηνικό πολέμου στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας. «Πρέπει να εκτιμήσουμε σοβαρά τις διαστάσεις του μηδενισμού που έχουν να κάνουν με την κενότητα του νοήματος, ό,τι προέρχεται δηλαδή από την διαταραγμένη σχέση μας με τον χρόνο».
Ο Ράμφος έδωσε σε αυτό το «πρόβλημα του χρόνου» ξεκάθαρα πολιτισμικές προεκτάσεις. Παρομοίασε τη χώρα μας με έναν αγχωμένο μαθητή ένα βράδυ πριν τις πανελλήνιες εξετάσεις. «Υπάρχει ο χρόνος ο αντικειμενικός, ο μετρήσιμος. Υπάρχει όμως και ένας εσωτερικός χρόνος που έχει να κάνει με τη συνείδηση, ο χρόνος των πολιτισμών και των ψυχών. Εμένα αυτός με ενδιαφέρει. Το άγχος του μαθητή είναι εν προκειμένω ο εσωτερικός χρόνος. Πρέπει να δούμε την κρίση ως πολιτισμική πραγματικότητα. Η Ελλάδα έχει το άγχος του μαθητή. Ολες οι κοινωνίες της Ανατολής είχαν προβληματική σχέση με τον χρόνο. Οποτε θέλησαν να εκσυγχρονιστούν αναζήτησαν την ένταξή τους στο χρονικό συνεχές της Δύσης» επεσήμανε.
«Στην κοινωνία μας ο χρόνος είναι κλειστός, έχει από πίσω μια μεγάλη ιστορία και πάντα θεμελιώνεται στην οικογένεια που αποδέχεται την πραγματικότητα μόνο στο πλαίσιο της οικείας, ως μια ατέρμονη αναπαραγωγή των βιωμάτων. Η τάση μιας τέτοιας κουλτούρας είναι μία: μετατρέπει συνεχώς τον χρόνο σε χώρο για να αποκλείσει τους καινούργιους χρόνους, είναι η εγγύηση ότι δεν θα αλλάξει ποτέ τίποτα. Η τάση μας, το προβληματικό σημείο του πολιτισμού μας είναι η ανάγκη του εξοβελισμού της κινήσεως του χρόνου. Οι κοινωνίες που αντιστέκονται στους εκσυγχρονισμούς είναι οι κοινωνίες που μετατρέπουν τον χρόνο σε χώρο».
Ο δημόσιος χώρος και η τάση του εγκλεισμού στον χώρο
Ο Ράμφος προκειμένου να γίνει αντιληπτό το ανωτέρω πρόβλημα ανέπτυξε τις θέσεις του για τον δημόσιο χώρο. «Είμαστε ένας λαός βαθύτατα συντηρητικός. Αποφεύγουμε την καλώς εννοούμενη ανασφάλεια του δημόσιου χώρου, την ανοικτότητα. Εγκαταλείπουμε τον δημόσιο χώρο στο όνομα μια αχόρταγης ιδιωτικοποίησης και του χώρου και του χρόνου. Οσο δεν υπάρχουν δημόσιοι χώροι τόσο περισσότερο καθηλώνεται στην ακινησία ο ρυθμός της ζωής μας. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, ο δημόσιος χώρος έχει περιοριστεί ασφυκτικά. Επίσης, ό,τι αξιόλογο στο επίπεδο της αρχιτεκτονικής ανάγεται στον 19ο αιώνα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι προπολεμικό. Εκεί σταμάτησε η αρχιτεκτονική φιλοδοξία μας» και στην πραγματικότητα η αρχιτεκτονική της ζωής μας. «Ο χρόνος σε μια πόλη είναι οι δημόσιοι χώροι της. Στερούμενη αυτόν τον χρόνο, την κίνηση δηλαδή, η πόλη μετατρέπεται σε σκουπιδότοπο. Γι’ αυτό μετεβλήθη η Αθήνα σε αρχιτεκτονικό σκουπιδότοπο».
Το πρόβλημα της αστικής ζωής στην Αθήνα είναι η επιστροφή σε μια συνθήκη όπου είναι κυρίαρχο το αχρονικό στοιχείο, συνέχισε ο Ράμφος, κάνοντας λόγο για τις «ενστικτώδεις επιλογές που μας επιβάλλει η κουλτούρα μας». Χωρίς να το συνειδητοποιούμε «έχουμε την τάση να εξορκίζουμε τον χρόνο, δεν αναλαμβάνουμε τον χρόνο, έχουμε εθιστεί στην μακαριότητα της ακινησίας, να καθόμαστε θέλουμε που έλεγε και ο Μίμης Φωτόπουλος». Υπήρχε ανέκαθεν, τουλάχιστον μετά το 1827, μια «τάση εγκλεισμού στον χώρο» διαπίστωσε ο ομιλητής. «Μεταπολεμικά αυτό το φαινόμενο έλαβε νοσηρές διαστάσεις» με τη μεσοτοιχία τον καιρό της αντιπαροχής «που μετέτρεψε την οικεία σε στάνη».
Το πρόβλημα αυτό, είπε ο Ράμφος, «δημιούργησε την αντίληψη να καθόμαστε πάνω στις ήδη παραδεδομένες αντιλήψεις, ακόμα κι αν είναι λειτουργικές, με αποτέλεσμα να μην αλλάζουμε». Στην συνέχεια αναφέρθηκε ονομαστικά σε Έλληνες αρχιτέκτονες και το έργο τους για να καταδείξει ότι δεν λύσαμε τελικά ποτέ αυτό το πρόβλημα του χώρου και του χρόνου. «Ο Δημήτρης Πικιώνης ήταν ένας αρχιτέκτονας που κυρίως μετέτρεψε τον χρόνο σε χώρο. Ο Αρης Κωνσταντινίδης, απ’ την άλλη, προσπάθησε με τον πειθαρχημένο μοντερνισμό του αλλά δεν τον υιοθετήσαμε. Ούτε τις πρωτοποριακές αναζητήσεις του Τάκη Ζενέτου ή του Ιωάννη Βικέλα υιοθετήσαμε. Ακόμα και ο Αλέξανδρος Τομπάζης γίνεται μετριοπαθέστερος πλέον στις αναζητήσεις του» τόνισε.
Ο ομιλητής επιχείρησε μια παρόμοια αναγωγή (και ενδεχομένως λιγότερο επιτυχημένη) του προβλήματος του «χρόνου που μετατρέπεται σε χώρο» αυτή τη φορά υπό τη μορφή «στατικών πλάνων» αναφερόμενος στην «αργία της ματιάς» στο κινηματογραφικό έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στον «αισθητικό φορμαλισμό» και στην «απουσία του δραματικού στοιχείου» καθώς «οι ήρωες δεν έχουν εαυτό, εαυτό έχουν μόνο τα τοπία, τα γεγονότα παύουν να ενεργούν, μετατρέπονται σε εικόνες μέσα στα ομιχλώδη τοπία της ιστορίας. Η μνήμη έτσι καθίσταται παθητική» τόνισε ο Ράμφος «και πίσω από την ήρεμη διαδοχή των εικόνων υπάρχει μια νευρικότητα ως προς τον χρόνο που περιβάλλει τις ταινίες». Εν συνεχεία αναρωτήθηκε «τι μπορεί να συμβεί, τι μπορεί να κινηθεί όταν ένα συγκεκριμένο αίσθημα επανέρχεται ξανά και ξανά;» και επιπλέον τι συμβαίνει όταν «ο χρόνος ανάγεται εν τέλει σε ένα αχρονικό σύμβολο ανακυκλούμενο στον εαυτό του μετατρέποντας την ιστορία σε μια ανιαρή κατασκευή;».
Ο φόβος της αλλαγής και το αχρονικό παρόν
«Κολλάμε στο παραδεδομένο χωρίς να εξετάζουμε αν είναι για μας λειτουργικό» επανερχόταν συνεχώς ο Στέλιος Ράμφος. «Φοβόμαστε την αλλαγή. Αμεση συνέπεια αυτού είναι να αρπάζεται το συναίσθημα του ανθρώπου από το παρόν. Η εμμονή στο παρόν είναι η ψυχοπαθολογία του προβλήματος, η ανακύκλωση ενός παθητικού χρόνου. Δεν έχουμε έτσι οργανική σχέση με τον χρόνο, ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον. Το άτεγκτο, ασάλευτο παρόν είναι περίπου τάφος, έτσι πέθαναν όλες οι κουλτούρες και οι πολιτισμοί που χάθηκαν. Αν το καταλάβουμε αυτό θα αλλάξει η μοίρα του τόπου μας. Αρνούμαστε το μέλλον στο όνομα ενός μεγάλου παρελθόντος και μιας επίμονης αρπαγής του συναισθήματός μας από ένα ασάλευτο παρόν. Οδηγούμαστε έτσι σε έναν βαθύτατο συντηρητισμό, η συνήθεια γίνεται η μόνη ζωντάνια της ζωής μας. Η συνήθεια όμως είναι το τρωκτικό της ζωής και επιπλέον είναι πειστική, αποτελεσματική ως ανάχωμα στον κινούμενο χρόνο, ο χρόνος δε χρειάζεται όπου επικρατεί η συνήθεια».
Είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε το πρόβλημα με όρους κουλτούρας, συμπέρανε ο Στέλιος Ράμφος και προειδοποίησε ότι «όπου δε λειτουργεί θετικά ο χρόνος πρέπει να αναμένουμε την έλευση των μυθικών ηρώων, και δεν ξέρουμε τι θα φέρουν αυτοί οι ήρωες». Επιπλέον «η δυσκολία μας να «μεγαλώσουμε» είναι έντονη, αυτή η μετά πεποιθήσεως απραξία κατά την οποία ένας λαός αδιαφορεί για τον χρόνο είναι για μικρά παιδιά». Αυτό «το ασάλευτο παρόν για το οποίο μιλώ χαρακτηρίζεται από μια μυθική ματιά. Το αποτέλεσμα είναι να ονειρευόμαστε μόνον αυτά που έχουμε λογοκρίνοντας το μέλλον. Δεν έχουμε πλέον όνειρα, παρά μόνο ψευδαισθήσεις που διαιωνίζουν την καταστροφή. Το δράμα με τα όνειρά μας είναι ότι κατάντησαν ομοιόμορφα. Τι θα πει ολοκληρωτισμός; Να ονειρευόμαστε όλοι τα ίδια π.χ. τα όνειρα μιας συντεχνίας. Η αδυναμία μιας πιο ελεύθερης και δημιουργικής σκέψης είναι καταφανής».
Επιπροσθέτως «το αχρονικό παρόν μας προκαλεί την ανία. Ανιώ σημαίνει δεν αισθάνομαι. Σημαίνει επίσης ότι κάτι έχει αδειάσει πλήρως από νόημα. Ανιώ εφόσον αδυνατώ να προβάλλω το πριν στο μετά, η ανία φέρνει μια έμμεση αίσθηση ματαίωσης. Αυτό χαρακτηρίζει το παρόν του πνευματικού μας πολιτισμού. Παίρνουμε ως κοινωνία παράταση από το παρόν, ζητάμε ένα time out (διάλειμμα) για να δούμε τι θα κάνουμε αύριο. Η αδιαφορία και η αναβλητικότητά μας οφείλεται στον τραυματισμένο χρόνο της ευθύνης μας. Μας τρομάζει η αλλαγή γιατί συνιστά μια δέσμευση στο χρόνο, δεν τη θέλουμε. Το άγνωστο είναι ένας μπελάς, το μέλλον μας αγχώνει γιατί συνεπάγεται δουλειά και πρόγραμμα» και δεν μας αποφορτίζει όπως η τηλεόραση ή το καφενείο. Κοντολογίς «σκοτώνουμε τον χρόνο για να μας αφήσει ήσυχους το μέλλον».
Η «κοντή» μνήμη δεν είναι τυχαία
«Είναι τυχαίο άραγε που ως λαός έχουμε κοντή μνήμη;» Καθόλου, απάντησε ο Ράμφος. Εχουμε κοντή μνήμη «γιατί συγκρατούμε τα περασμένα ένα ένα ξεχωριστά χωρίς το νόημα που τα ενώνει, τη συνέχεια του χρόνου. Η εμμονή στο παρόν που έλεγα, μας κάνει επίσης να θέλουμε να τα ξέρουμε όλα, δεν είναι τυχαίες αυτές οι συμπεριφορές. Η κοντή μνήμη οφείλεται στο γεγονός ότι μας αρνούμαστε μέσα στο χρόνο, είμαστε μνησίκακοι, καθηλωνόμαστε μόνο στο γεγονός. Δεν είναι παράδοξο που έχουμε Μνημόνια. Ενας λαός με καλή μνήμη δεν θα τα χρειαζόταν ποτέ. Μας χαρακτηρίζει πλέον ένα αίσθημα μειωμένης αυτοπεποιθήσεως, είναι μέσα μας δομικό το αίσθημα της αναξιότητας μπροστά στο μέλλον».
Το αντίδοτο; «Η ανάληψη του χρόνου με ένα αίσθημα ζωής, ευθύνης και όχι μειονεξίας, οφείλουμε να αναζητήσουμε μια εσωτερική ενότητα που θα μας ανοίξει τον «κλειστό χρόνο» και μια ενότητα κοινωνικής συνοχής πέρα από κόμματα και σχηματισμούς. Πρέπει να ξεπεράσουμε το καθεστώς της θεσμικής κατοχύρωσης της συνενοχής στο πεδίο της κοινωνικής λειτουργικότητας. Μια διχασμένη κοινωνία δεν τραβάει μπροστά και πρέπει να ξέρετε ότι οι συντελεστές του διχασμού είναι αρνητές αυτού του θετικού χρόνου για τον οποίο μιλώ. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, πολιτικοί και πολίτες. Υπάρχουν δυο ειδών φωτιές, αυτές που σβήνονται με νερό κι αυτές που σβήνονται με αίμα».