Πρόκειται για τον αμερικανό έμπορο κλαστικών αρχαιοτήτων Ρόμπερτ Χεχτ, ο οποίος πέθανε πριν από λίγες ημέρες σε ηλικία 92 ετών, τρεις εβδομάδες μετά από τη λήξη της δίκης του στη Ρώμη, που έληξε χωρίς καταδικαστική απόφαση, αν και κατηγορούνταν για διακίνηση κλεμμένων αρχαιοτήτων.
Ενα από τους καλύτερους πελάτες του ήταν το Μουσείο Γκέτι του Λος Αντζελες, ενώ το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης είχε αγοράσει από αυτόν, αντί του εξωφρενικού, για την εποχή εκείνη (1972), ποσού του 1 εκατ. δολαρίων τον περίφημο αρχαίο ελληνικό κρατήρα του Ευφρονίου, τον οποίο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία (εκεί είχε βρεθεί) πριν από μερικά χρόνια, ύστερα από ατράνταχτες αποδείξεις ότι ήταν προϊόν λαθρανασκαφής.
Γιατί, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος ο Χεχτ σε αυτοβιογραφία του η οποία κατασχέθηκε από την ιταλική αστυνομία το 2001 και όπου ο ίδιος εξιστορεί μια μακρά σταδιοδρομία αγοράς αντικειμένων από αρχαιοκάπηλους σε όλη τη Μεσόγειο, είχε μόλις αγοράσει το βάζο από «πιστούς προμηθευτές», οι οποίοι είχαν σκάψει σε αρχαίους τάφους έξω από τη Ρώμη και το είχαν βγάλει λαθραία εκτός Ιταλίας. Ανάμεσα στα 100 αρχαία, εξάλλου, που αναγκάστηκε να επιστρέψει το Γκέτι στην Ιταλία, δεκάδες είχαν αγοραστεί μέσω του Χεχτ.
Εγινε έτσι μια θρυλική αλλά μυστηριώδης φιγούρα, ένας άνθρωπος του οποίου το πάθος για την αρχαία τέχνη ξεπερνούσε οποιαδήποτε ερωτηματικά, αμφιβολίες ή και ενοχές σχετικά με την καταστροφή που προκαλούσε η παράνομη προέλευση και διακίνηση των αρχαιοτήτων.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σημαδεύτηκαν από τη δίκη του στη Ρώμη, αφού κατηγορήθηκε ότι συνδεόταν με έργα τέχνης που επιστράφηκαν στην Ιταλία από τη Βόρεια Αμερική, όπως ο κρατήρας του Σαρπηδόνα και ο θησαυρός της Μοργκαντίνα.
Συνεργάτες του θεωρήθηκαν η Μάριον Τρου, πρώην επιμελήτρια Ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας στο Γκέτι, και ο Τζιάκομο Μέντιτσι, ιταλός έμπορος τέχνης, ο οποίος καταδικάστηκε το 2004.
Εκεί άρχισε να αγοράζει αρχαία τέχνη, σε μια εποχή που τα αρχαία αντικείμενα πωλούνταν ανοιχτά στους τουρίστες. Σύντομα όμως έμαθε και τους κινδύνους που ελλόχευε αυτή η δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα, το 1962 του είχε απαγορευθεί η είσοδος στην Τουρκία, καθώς κατηγορήθηκε ότι προσπάθησε να περάσει λαθραία αρχαία νομίσματα στη χώρα, ενώ λίγο καιρό αργότερα κατηγορήθηκε και στην Ιταλία για διακίνηση κλεμμένων αρχαιοτήτων, ωστόσο αθωώθηκε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.