Οταν τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Φεστιβάλ Βενετίας «Το Βήμα» συνάντησε τους συντελεστές της ταινίας «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» («Tinker Tailor Soldier Spy»), η ταινία του σουηδού σκηνοθέτη Τόμας Αλφρεντσον ακουγόταν ως το πιο «καυτό χαρτί» της διοργάνωσης. Σύντομα όμως άρχισε να ξεχνιέται και εκεί που η παντελής απουσία της από τις Χρυσές Σφαίρες φάνηκε σαν το τελειωτικό χτύπημα, ξαφνικά ανέβηκε ξανά αποσπώντας τρεις υποψηφιότητες στα εφετινά Οσκαρ: Α΄ ανδρικού ρόλου – Γκάρι Ολντμαν, σεναρίου βασισμένου σε ξένο υλικό – Πίτερ Στρόγκαν, Μπρίτζετ Ο’ Κόνορ και μουσικής – Αλμπέρτο Ινγκλέσιας.
Βασισμένο στο καλύτερο μυθιστόρημα κατασκοπείας του Τζον Λε Καρέ, το έργο «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» τοποθετείται στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (1973) και εξετάζει την περίπτωση ενός συνταξιοδοτημένου βρετανού κατασκόπου, του Τζορτζ Σμάιλι (Ολντμαν), ο οποίος επανέρχεται στην ενεργό δράση για να ανακαλύψει ποιος υψηλόβαθμος πράκτορας της ΜΙ5 είναι συνεργάτης των Σοβιετικών.
Ο σιωπηλός, μεθοδικός και απολύτως αποτελεσματικός Τζορτζ Σμάιλι, του οποίου η αχίλλειος πτέρνα είναι η σύζυγός του (τον απατά εις γνώση όλων), είναι ο βασικός ήρωας στην «τριλογία του Σμάιλι» που συμπληρώνεται με τα βιβλία Οι άνθρωποι του Σμάιλι και Ο εντιμότατος μαθητής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 απέκτησε τη μορφή του σερ Αλεκ Γκίνες στις σειρές του BBC «Tinker Tailor Soldier Spy» και «Οι άνθρωποι του Σμάιλι» που έχουν μείνει στην Ιστορία ως διαμάντια της βρετανικής τηλεόρασης.
«Η νοσταλγία δεν υπήρξε ποτέ στις προθέσεις μου» είπε ο Αλφρεντσον, ένας παχουλός 45άρης με γυαλιά με χοντρό σκελετό, όπως περίπου αυτά που φοράει ο Σμάιλι/Ολντμαν στην ταινία. «Ο Ψυχρός Πόλεμος βολεύει τη δραματουργία και την ίντριγκα, όμως τα πραγματικά θέματα της ταινίας βρίσκονται στις έννοιες φιλίας, εμπιστοσύνης, προδοσίας – θέματα διαχρονικά, ανεξαρτήτως εποχής».
Αυτό που ενδιέφερε τους δημιουργούς ήταν τα «σκουπίδια της κατασκοπείας», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο σκηνοθέτης. «Η κατασκοπεία δημιουργεί σκουπίδια, είναι τα θύματα του πολέμου, οι αθώοι που πέθαναν ή προδόθηκαν χωρίς να καταλάβουν καλά-καλά τον λόγο. Σήμερα μπορούμε να κοιτάξουμε με περισσότερη ψυχραιμία το ιστορικό πλαίσιο» συνεχίζει ο Αλφρεντσον. «Η ιστορική απόσταση βοηθά να μείνουμε αμέθυστοι μπροστά στη δύσκολη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και να δούμε ποιος είχε τελικά δίκιο και ποιος όχι».

Φρέσκες ιδέες με λευκό κρασί
Οταν ο σεναριογράφος Πίτερ Στρόγκαν συνάντησε για πρώτη φορά τον Τζον Λε Καρέ, έτρεμε από την ανησυχία του. «Ηξερα ότι είναι ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος και σύμφωνα με τις φήμες δύσκολος» μας είπε. Η πρώτη από τις αρκετές συναντήσεις τους έγινε σε ένα εστιατόριο πολυτελείας. Πριν από το φαγητό προηγήθηκαν ένα-δυο ποτήρια λευκό κρασί στο μπαρ. «Ηταν αρκετά για να του λύσουν τη γλώσσα» θυμάται χαμογελώντας ο Στρόγκαν, ο οποίος εν τέλει ανακάλυψε ότι ο Λε Καρέ είναι «πολύ ανοιχτός σε φρέσκες ιδέες».
Για την ακρίβεια, ο συγγραφέας είπε στον Αλφρεντσον και στον Στρόγκαν ότι θα προτιμούσε να μην αντιγράψουν το βιβλίο και να μην κάνουν ένα ριμέικ της κλασικής σειράς του BBC. «»Αυτά ήδη υπάρχουν», μας είπε, ας γίνει κάτι καινούργιο». O Λε Καρέ ενθάρρυνε την παραγωγή λέγοντας ότι δεν επρόκειτο να παρέμβει. «Ανά πάσα στιγμή μπορούσαμε να τον καλέσουμε για οποιαδήποτε απορία» είπε ο Στρόγκαν.
Οι Αλφρεντσον και Στρόγκαν έκαναν και τα δύο. Και τον κάλεσαν στο τηλέφωνο και απέδωσαν την ιστορία με δικό τους τρόπο. Ενα από τα πιο έξυπνα στοιχεία της ταινίας «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» είναι ότι οι σεναριογράφοι χρησιμοποίησαν πράγματα που δεν υπάρχουν στο μυθιστόρημα, «ιστορίες που ακούσαμε από τον ίδιο τον Λε Καρέ και στις οποίες βρήκαμε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον».
Η σκηνή του χριστουγεννιάτικου πάρτι, όπου όλοι οι κατάσκοποι βγάζουν για πρώτη φορά το ανθρώπινο πρόσωπό τους τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο της Ρωσίας, είναι παρμένη από μια προσωπική εμπειρία του Λε Καρέ την εποχή που υπηρετούσε ο ίδιος στην ΜΙ5. Επίσης, η ταινία κάνει έξυπνες παρεμβάσεις πάνω στο πρωτογενές έργο του Λε Καρέ, φλερτάροντας ακόμη και με την ιδέα της ομοφυλοφιλίας κάποιων ηρώων που στο βιβλίο δεν είναι εμφανώς ομοφυλόφιλοι.
«Τα πάντα ήταν κρυφά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου» είπε ο Αλφρεντσον στη Βενετία. «Ολοι φοβόντουσαν όλους. Ηθελα να δείξω ότι δεν είναι καθόλου απίθανο στο ασφυκτικό περιβάλλον εκείνης της εποχής πολύς κόσμος της κατασκοπείας να αναγκάζεται να καταπνίγει τα πραγματικά συναισθήματά του και την πραγματική φύση του».

Ο κατάσκοπος που έγινε συγγραφέας
Ρώτησαν κάποτε τον Αλφρεντ Χίτσκοκ: «Κύριε, πόση ώρα μπορείτε να κρατήσετε ένα φιλί στην οθόνη;». Η ψύχραιμη απάντησή του ήταν: «Είκοσι λεπτά». «Μα, κύριε, αυτό το φιλί κρατάει πολλή ώρα!» ακούστηκε η διαμαρτυρία. «Πρώτα όμως τοποθετώ μια βόμβα κάτω από το κρεβάτι» επανήλθε ο Χίτσκοκ για να λύσει το μυστήριο.
Με αυτόν τον τρόπο απάντησε ο Ντέιβιντ Κόρνγουελ (το πραγματικό όνομα του 81χρονου Τζον Λε Καρέ) όταν τον ρώτησαν πώς γράφει τις ιστορίες του. Ο βρετανός συγγραφέας, ο οποίος υπήρξε μυστικός πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της πατρίδας του, αδικείται όταν χαρακτηρίζεται απλώς «συγγραφέας κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων» – και ας είναι οι περισσότερες ιστορίες των αντιηρώων του τοποθετημένες στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1945-1991).
Κορυφαίο έργο του θεωρείται Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο (1963), το οποίο τον καταξίωσε ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας. Με τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη (1965) από τον Μάρτιν Ριτ ο Λε Καρέ εγκαινίασε την εξαιρετικά ευτυχή και γόνιμη σχέση του με τον κινηματογράφο. Ο ίδιος, ένας στυλίστας και αρκετά σύνθετος συγγραφέας, είναι στην πραγματικότητα ο τελευταίος κρίκος μιας παράδοσης που ξεκίνησε με τον Τζόζεφ Κόνραντ και ενδιαμέσως απογειώθηκε από τον Γκρέιαμ Γκριν. Σε αυτήν το μυστήριο γίνεται το πεδίο διερεύνησης της ανθρώπινης συνθήκης, της ηθικής, της ενοχής, της πίστης και της προδοσίας.
Ο Λε Καρέ είναι ο πιο εξόφθαλμα πολιτικός αυτής της παράδοσης. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ανταποκρίθηκε μυθοπλαστικά στην πολυπλοκότητα του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Τα αγαπημένα του βιβλία από το πιο πρόσφατο έργο του είναι Ο ράφτης του Παναμά (1996) και Ο επίμονος κηπουρός (2001) που επίσης έγιναν «εξαιρετικές» – σύμφωνα με τον ίδιο – ταινίες από τους Τζον Μπούρμαν (2001) και Φερνάντο Μεϊρέλες (2005) αντιστοίχως. Ο συγγραφέας θεωρεί μια μεταφορά επιτυχημένη μόνο όταν η ταινία αρχίζει «να ασκεί τη δική της γοητεία».
Το μυθιστόρημά του Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι (1974) θεωρείται υπόδειγμα, όπως έχει γράφει η συγγραφέας Π. Ντ. Τζέιμς σε ένα πρόσφατο δοκίμιό της («Talking about detective fiction, Vintage», 2009), για μια «μοντέρνα ιστορία μυστηρίου». Ο Μπιλ Χέιντον είναι ο «Τυφλοπόντικας» του μυθιστορήματος. Πρόκειται ουσιαστικά για τον διπλό πράκτορα Κιμ Φίλμπι που αυτομόλησε στην ΕΣΣΔ δίνοντας έναν κατάλογο με ονόματα βρετανών πρακτόρων, ανάμεσα στα οποία και αυτό του Λε Καρέ. Ετσι τέλειωσε η καριέρα του κατασκόπου και ξεκίνησε για τα καλά αυτή του συγγραφέα. «Μια φορά στη ζωή του, αν ένας συγγραφέας είναι τυχερός, βλέπει ένα βιβλίο του να γίνεται ταινία και να έχει τη δική της υπόσταση και την αλήθεια της. Αυτό είναι το επίτευγμα του Τόμας Αλφρεντσον και του επιτελείου του» είπε ο Λε Καρέ τον περασμένο Δεκέμβριο.

Τι λένε τρεις από τους πρωταγωνιστές του «Σμάιλι»

Γκάρι Ολντμαν «οχι κλώνος του τζέιμς μποντ»
Ο Γκάρι Ολντμαν θεωρεί ότι ο ρόλος του Τζορτζ Σμάιλι, που τον οδήγησε για πρώτη φορά στα Οσκαρ, είναι ο καλύτερος της καριέρας του. Αυτό όμως που βρήκε περισσότερο ενδιαφέρον στο σενάριο ήταν ότι δεν αποσκοπούσε σε μια «επανάληψη των ταινιών με τις χιλιάδες εκρήξεις και τους πυροβολισμούς. Θα περίμενε κανείς ότι με τη φόρα που έχει ξαναπάρει ο Τζέιμς Μποντ, μια καινούργια ταινία κατασκοπίας θα ήταν μέσα στην φασαρία και την καταστροφή. Ανακουφίστηκα όταν είδα ότι το “Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι” έχει να κάνει με ανθρώπους και συμπεριφορές». Τι του άρεσε περισσότερο; Οι σιωπές. «Στο κάτω–κάτω πόσο συχνά σου δίδεται η ευκαιρία να παίξεις έναν ρόλο στον οποίο αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να καθήσεις στην καρέκλα και απλώς να ακούς;».

Κόλιν Φερθ «για να αλλάξεις μείνε ο ίδιος»
«Ενα παλιό ιταλικό γνωμικό που είχα διαβάσει στον “Γατόπαρδο” του Ντι Λαμπεντούσα – για μένα το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφτεί ποτέ–λέει ότι για να παραμείνουν τα πράγματα ίδια, θα πρέπει ν’ αλλάξουν» λέει ο Κόλιν Φερθ που στο «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» υποδύεται τον Μπιλ Χέιντον, έναν από τους ύποπτους προδοσίας. «Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια αντανάκλαση του διαρκούς πολέμου ανάμεσα στην πρόοδο και τον συντηρητισμό. Λόγω αυτής της έντασης η κοινωνία και ο πολιτικός κόσμος βρίσκονταν πάντα σε κινητικότητα. Θρηνούμε αυτό που φεύγει και ζούμε την αναπόφευκτη αλλαγή αλλά σε πολλούς τομείς τα πράγματα, ενώ δείχνουν να αλλάζουν, παραμένουν ίδια».

Τζον Χερτ «ο ηθοποιός είναι κατάσκοπος»
«Ενα από τα παιχνίδια της ζωής, όπως θα έλεγε και ο Ραούλ Ρουίζ, είναι η παρακολούθηση» μας λέει ο Τζον Χερτ, ο βετεράνος βρετανός ηθοποιός που στην ταινία υποδύεται τον Control, επικεφαλής της Υπηρεσίας. «Ενας μουσικός παρακολουθεί συνέχεια ήχους, ένας συγγραφέας ενδιαφέρεται να κρυφακούει συζητήσεις. Είτε το θέλουμε είτε όχι, έτσι είναι και αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τους ηθοποιούς. Παρακολουθούν ή κατά κάποιο τρόπο κατασκοπεύουν για να αντλήσουν πληροφορίες για τους ρόλους τους. Η βασική διαφορά ανάμεσα σε έναν κατάσκοπο και έναν ηθοποιό είναι ότι ο μεν κατάσκοπος προσπαθεί να μην αποκαλυφθεί, ο δε ηθοποιός προσπαθεί να κάνει ακριβώς το αντίθετο».

πότε και που
Η ταινία «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου σε διανομή Village Roadshow. Το ομότιτλο μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ