{{{ moto }}}
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του εκπαιδευτικού – συγγραφέα Μαικλ Μορπούργκο, το «Αλογο του πολέμου» έγινε κατ’ αρχάς ένα εξαιρετικά επιτυχημένο θεατρικό έργο (όπου το άλογο εμφανίζεται ως κούκλα) από το οποίο ο Σπίλμπεργκ εμπνεύστηκε την ταινία. Μια ταινία επική, πανοραμική, γυρισμένη επίτηδες με παλαιομοδίτικο στιλ, κάτι σαν φόρος τιμής του σκηνοθέτη προς το λαμπρό σινεμά παλαιότερων εποχών, όπου όλα γίνονταν «με το χέρι», χωρίς τις ευκολίες (αλλά και την ψευτιά) της σύγχρονης τεχνολογίας, η οποία φυσικά τον εξυπηρετεί σε άλλου είδους ταινίες όπως τις «Περιπέτειες του Τεν Τεν».
Η ζωή στο βρετανικό ύπαιθρο όπου το άλογο μεγαλώνει υπό την προστασία ενός νεαρού αγρότη (κάπως άχαρος ο Τζέρεμι Ερβάιν) μοιάζει βγαλμένη από τον «Ησυχο αμερικανό» του Τζον Φορντ ή από έγχρωμο γουέστερν του Αντονι Μαν, όπου η φύση γίνεται ένα με τον άνθρωπο. Ο Σπίλμπεργκ παραμένει ένας από τους πιο επιδέξιους χειριστές σκηνών θριάμβου και η σκηνή στο ξερό χωράφι που εν τέλει κατορθώνει να οργώσει ο Τζόι είναι τρανό παράδειγμα.
Αργότερα, στον πόλεμο, ο Σπίλμπεργκ «ζωγραφίζει» πλάνα που αποτυπώνονται στη μνήμη με κορυφαίο εκείνο της επίθεσης του βρετανικού ιππικού εναντίον των Γερμανών – μια σκηνή που μας υπενθυμίζει για ποιον λόγο ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε επίσης το τέλος του αλόγου ως πολεμικό «εξάρτημα».
Οι επιρροές του Σπίλμπεργκ σε αυτήν την ταινία είναι όλος ο κινηματογραφικός κόσμος, κάπου βλέπουμε ακόμα και τη «Λότνα», ένα από τα λιγότερο γνωστά φιλμ του Αντρέι Βάιντα που περιέγραφε τις περιπέτειες μιας αραβικής φοράδας των Πολωνών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Σπίλμπεργκ βέβαια, δεν παύει να είναι και έμπορος. Και αυτό σημαίνει ότι συχνά έχεις την εντύπωση ότι παρακολουθείς κάτι που σου θυμίζει πολύ την τηλεοπτική σειρά «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι».
Δεν είναι τυχαίο που από τις πολεμικές σκηνές απουσιάζει το αίμα (γι’ αυτό και θα θεωρηθεί άστοχη η όποια σύγκριση με τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν»). Γιατί στο μεδούλι του, το «Αλογο του πολέμου» είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια, στόχος της οποίας είναι με διδακτικό, ενίοτε αφελές και όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο τρόπο να προαγάγει αξίες και ιδανικά που αν και κάποτε ήταν κομμάτι της πραγματικότητας πλέον εκλείπουν από τη ζωή μας.
Με την εξαίρεση κάποιων ελάχιστης σημασίας ταινιών όπως οι «Μυστικοί φάκελοι του Χούβερ» (1974) και τα άπαιχτα εδώ «Hoover» (2000) και «Size ten or G Men» (2008), ο κινηματογράφος δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την περίπτωση του «μπουλντόγκ» του FBI Τζέι Εντγκαρ Χούβερ ο οποίος παρέμεινε ακούνητος στη θέση του επί μισό αιώνα, από τον 1924 έως τον θάνατό του. Στις περισσότερες ταινίες ο Χούβερ εμφανίζεται ως συμπληρωματικός ήρωας, όπως συνέβη στον «Νίξον» του Ολιβερ Στόουν (τον υποδύθηκε ο Μπομπ Χόσκινς) και στον «Δημόσιο κίνδυνο» του Μάικλ Μαν (τον υποδύθηκε ο Μπίλι Κράνταπ).
Για ποιον λόγο ο Χούβερ ήταν τόσο μυστικοπαθής; Για ποιον λόγο, ενώ ήθελε να ξέρει τα πάντα για τους άλλους (εκβιάζοντας μάλιστα Προέδρους όπως ο Φρανκλίνος Ρούσβελτ και ο Τζον Φ. Κένεντι), προφύλασσε τόσο μεθοδικά και παθιασμένα την ερμητικά κλειστή και απροσπέλαστη ιδιωτική του ζωή; Μήπως φοβόταν την έκθεση επειδή ο ίδιος όπως φημολογείτο ήταν κρυφοομοφυλόφιλος; Αυτό τουλάχιστον αφήνει να εννοηθεί η αινιγματική σχέση του με τον υποδιευθυντή του Γραφείου Κλάιντ Τόλσον (Αρμι Χάμερ). Στην καλύτερη σκηνή της ταινίας ο Τόλσον του επιτίθεται σεξουαλικώς και ενώ ο Χούβερ αντιστέκεται ενοχλημένος, το γεγονός αποσιωπάται και οι δυο άντρες παραμένουν ο ένας κοντά στον άλλον.
Το καλό με την ταινία είναι ότι δεν καταλήγει σε αγιογραφία όπως π.χ. συνέβη με τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη «Σιδηρά Κυρία» της Φιλίντα Λόιντ. Ο Ιστγουντ ξέρει ότι στα χέρια του έχει έναν βαθιά συμπλεγματικό και κρύο σαν ατσάλι άνθρωπο και τον κοιτάζει από απόσταση παρότι ως ρεπουμπλικανός οι απόψεις του θα πρέπει να συγκλίνουν με εκείνες του Χούβερ.
Ο πατριωτισμός του Χούβερ, άλλωστε, ήταν και ολίγον τι πονηρός αφού στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την ταινία του Ιστγουντ η ματαιοδοξία της πρόσκαιρης φήμης τον ενδιέφερε εξίσου, σε σημείο μάλιστα να καρπούται τις επιτυχίες άλλων.
Και ύστερα είναι και το ζήτημα του Οργανωμένου Εγκλήματος, το οποίο ο Χούβερ ποτέ δεν έβαλε στο στόχαστρό του. Αυτό το «γιατί» όμως, ο Ιστγουντ αρνείται να το φωτίσει και ίσως αυτό το «γιατί» να ήταν πολύ πιο σημαντικό από πολλά άλλα. Κρίμα που σε αυτήν την ταινία, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ο Ιστγουντ πάτησε την μπανανόφλουδα της φλυαρίας γεμίζοντας ένα φιλμ με περισσότερο υλικό απ’ όσο το θέμα του άντεχε.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΕΛΛΩ – ΑTTIKON – VILLAGE MALL – VILLAGE PΕΝΤΗ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΑΓ.ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ -ΝΑΝΑ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ – ΕΤΟΥΑΛ ΚΑΛΙΘΕΑ – ΦΟΙΒΟΣ – ΧΟΛΑΡΓΟΣ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΣΙΝΕΑΚ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER CENTURY – ΟΛΥΜΠΙΟΝ
Η ταινία «Μάρθα Μάρσι Μέι Μαρλίν» (Martha Macy May Marlene», ΗΠΑ, 2011), που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο περσινό φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου του Sundance (είναι η πρώτη του Σον Ντέρκιν), φέρνει σε αντιπαράθεση τον κλειστό, «απαγορευμένο» κόσμο μιας σύγχρονης θρησκευτικής κοινότητας αιρετικών, με τον ελεύθερο κόσμο της «φυσιολογικής» ζωής καταλήγοντας στο ότι και οι δύο μπορούν να μοιάζουν με διαφορετικές μορφές οικογένειας ή φυλακής.
Γεύσεις από τις δύο αυτές μορφές ζωής παίρνουμε παρακολουθώντας την ιστορία της Μάρσι (Ελίζαμπεθ Ολσεν) που εγκατέλειψε το σπίτι της για να γίνει μέλος της αίρεσης και εν συνεχεία εγκατέλειψε την αίρεση αναζητώντας την ασφάλεια που προσφέρει το σπίτι της καλοπαντρεμένης αλλά παγερής αδελφής της (Σάρα Πόλσον).
Ο λόγος που ωθεί τη Μάρσι να ενταχθεί στην κοινότητα είναι η ανάγκη της να γίνει μέλος μιας οικογένειας – εκείνη που ποτέ δεν απέκτησε. Ανεξαρτήτως περιβάλλοντος χώρου όμως, η Μάρσι είναι ένα άτομο που αδυνατεί να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους, ενώ όπου και να βρεθεί την πνίγει η απογοήτευση. Η ζωή της στο κοινόβιο είναι ελεύθερη («εδώ θα βρεις τη θέση σου» της λένε) αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για απάτη αφού στόχος του ηγέτη της αίρεσης (Τζον Χοκς) είναι να καταλήγει στο κρεβάτι με τις πιστές οπαδούς του.
Στο πλευρό της αδελφής της, η Μάρσι δεν αντιμετωπίζει τέτοιου είδους προβλήματα αλλά γίνεται διαρκώς στόχος κριτικής, σαν να μην κάνει τίποτε σωστά. Ακόμα χειρότερα, όταν η Μάρσι αποπειράται να κοπιάρει μέσα στο σπίτι της αδελφής της τη συμπεριφορά που έχει μάθει στο κοινόβιο κατηγορείται ως βαθιά προβληματική, σαν να χρειάζεται τη στήριξη ιδρύματος.
Με ευαισθησία και ειλικρινές ενδιαφέρον ο Ντέρκιν σκιτσάρει το πορτρέτο μιας διαταραγμένης προσωπικότητας που σταδιακά οδηγείται στην πλήρη αποσύνθεση γιατί ποτέ δεν έμαθε να ζητά αυτό που θέλει αφού ποτέ δεν της δόθηκε σημασία για να το κάνει.
Αίθουσες: ODEON ΟΠΕΡΑ – ΔΑΝΑΟΣ
Ο «Τελευταίος χορευτής του Μάο» («Mao’s last dancer», Αυστραλία, 2009) του Μπρους Μπέρεσφορντ εξετάζει την αληθινή ιστορία του κινέζου χορευτή Λι Κουνζίν, ο οποίος κατάφερε να γίνει παγκόσμιο αστέρι του κλασικού χορού έχοντας ξεφύγει από το κομμουνιστικό περιβάλλον της πατρίδας του στη δεκαετία του 1980 (το σενάριο είναι βασισμένο στο ομότιτλο βιογραφικό βιβλίο για τον Λι Κουνζίν).
Η ταινία κινείται ανάμεσα σε δύο άξονες, τη σχέση του Λι με τον βρετανό χορογράφο που ανέλαβε την προστασία του στις ΗΠΑ (Μπρους Γκρίνγουντ) και τη ζωή του στην επαρχία της «κακιάς» Κίνας του καταπιεστικού κομμουνιστικού καθεστώτος απ’ όπου, ωστόσο, ο Λι πήρε τις βάσεις για να προχωρήσει (παρά το φυσικό του χάρισμα, αρχικώς δεν αγαπούσε το μπαλέτο).
Η ειρωνεία είναι ότι το πρόσταγμα «να’ σαι καλός, να δουλεύεις σκληρά και να μας κάνεις υπερήφανους» κάτω από το οποίο ο Λι Κουνζίν γαλουχήθηκε στην Ακαδημία Χορού του Πεκίνου ίσχυσε και στην Αμερική, αν και σίγουρα κάτω από πιο δημοκρατικές διαδικασίες .
Ο Μπέρεσφορντ (σκηνοθέτης του «Σοφέρ της κυρίας Νταίζη») ακολουθεί την ασφαλή οδό του περιποιημένου μελό που σου δίνει αυτό ακριβώς που περιμένεις να δεις, χωρίς ποτέ να αποκτά τον αέρα μιας μεγάλης ταινίας. Ξεχωρίζουν οι σκηνές του μπαλέτου με πρωταγωνιστή τον επίσης χορευτή Τσι Τσαό, ο οποίος κρατά τον ρόλο του Λι Κουνζίν .
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΙΝΤΕΑΛ – ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΑΒΑΝΑ – ΑΤΤΑΛΟΣ – ΔΙΑΝΑ – CINE CITY
Επιτέλους, το Χόλιγουντ κατάφερε να μετατρέψει τη Μόσχα σε … κρανίου τόπο και τα κατάφερε γιατί την παραγωγή της ταινίας «Η πιο σκοτεινή ώρα» («The darkest hour», ΗΠΑ/Ρωσία, 2011) την έκανε Ρώσος, ο Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ, γνωστός από την αναβίωση των βαμπιροταινιών («Night watch», «Day watch»).
Σύμφωνα με το σενάριο της «Πιο σκοτεινής ώρας», εξωγήινες οντότητες κατεβαίνουν στη Γη σαν τεράστιες, πορτοκαλί νιφάδες που μόλις καταλήγουν στο έδαφος γίνονται (κυριολεκτικά) αόρατες και μετατρέπουν (κυριολεκτικά) σε σκόνη όποιον έρχεται σε επαφή μαζί τους.
Το γεγονός ότι η σκηνογραφία της ταινίας είναι το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο της δεν οφείλεται στην τύχη αλλά στο γεγονός ότι ο σκηνοθέτης Κρις Γκόρακ είναι αρχιτέκτονας και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής ταινιών του Στίβεν Σπίλμπεργκ («Minority report»), του Ντέιβιντ Φίντσερ («Fight club») και άλλων γνωστών δημιουργών.
Ο Γκόρακ βάζει στο μίξερ του ευρήματα από πολύ καλύτερες ταινίες τρόμου και φαντασίας όπως ο «Κυνηγός» του Τζον Μακ Τίρναν όπου και πάλι ο εξωγήινος εχθρός ήταν αόρατος ή το «28 ώρες μετά» του Ντάνι Μπόιλ στην οποία το Λονδίνο έχει την ίδια ακριβώς όψη με τη Μόσχα αυτής της ταινίας, αν και εκεί η επίθεση έχει γίνει με ζόμπι. (Παίζουν οι Έμιλ Χιρς, Μαξ Μινγκέλα, Ρέιτσελ Τέιλορ, Ολίβια Θίρλμπι, Τζόελ Κίναμαν).
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ODEON ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY ΣΥΓΓΡΟΥ – STER ΙΛΙΟΝ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE METRO MALL ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – VILLAGE COSMOS