Πέτρες, ρημαγμένα από τον χρόνο ξύλα, τα απομεινάρια παλιών μηχανημάτων που αφέθηκαν να σκουριάζουν στο ύπαιθρο, οι ξερολι- θιές, το απόλυτο μαύρο στο βάθος του πηγαδιού. «Εχω μια εμμονή σε ό,τι θνήσκει» λέει άλλωστε ο Σωτήρης Σόρογκας, περισσότερα από 200 έργα του οποίου παρουσιάζονται από τις 21 Δεκεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη σε μια έκθεση που πιάνει τον μύθο του ζωγράφου από την αρχή. Από τις 11.3.1956 για την ακρίβεια, ημερομηνία γραμμένη σε ένα από τα πρώτα έργα του – «ένα τοπίο κάπου στο Μενίδι, όπου πηγαίναμε με τα καβαλέτα μας και ζωγραφίζαμε στην εξοχή» – ως τα πιο πρόσφατα, τα «θαλάσσια ξύλα» κατά τον στίχο του Κάλβου. Μια διαδρομή μισού αιώνα ξορκίζοντας τη φθορά.

Ζωγραφίζω…

Από πολύ µικρός. Αισθανόµενος µεγάλη µειονεξία στα παιδικά µου χρόνια από µια περίεργη και δυσανάλογα µεγάλη ανάπτυξη, βρέθηκα δακτυλοδεικτούµενος και χλευαζόµενος από αυτούς που θα ήθελα να µε θαυµάζουν. Είχα φτάσει πριν από την εφηβεία σχεδόν δύο µέτρα ύψος. Ωστόσο ευνοήθηκα από τη ζωγραφική, µε την οποία έκτοτε ταυτίστηκα επειδή προσχώρησα σε αυτήν εν είδει καταφυγίου αντλώντας ταυτόχρονα και κύρος από τις τότε επιδόσεις µου. Στη δεκαετία του ’50 η ζωγραφική εξακολουθούσε να διατηρεί τη µυθοποιηµένη αύρα της. Με δάσκαλο τον Μόραλη θυµάµαι τη µαγική ατµόσφαιρα του εργαστηρίου και την ιερότητα της αποστολής µας. Ολοι µας ψάχναµε να βρούµε την αφετηρία µιας προσωπικής έκφρασης από τις επιλογές µας σε ό,τι µας γοήτευε ή µας συνιστούσε και πώς θα µπορούσε το ασαφές και απροσδιόριστο εντός µας να αποκτήσει οντότητα και αισθητική νοµιµοποίηση.

Διαβάζω…

Πολύ. Το διάβασµα στάθηκε για µένα µια δεύτερη παρηγοριά στη ζωή µου. Ιδιαίτερα στον χώρο τον έµπλεο συγκινήσεων και µεταβάσεων σε ένα λυτρωτικό «αλλού». Με τη λογοτεχνία, όταν δεν είναι Ντοστογέφσκι, µπορείς να περιδιαβάζεις τον κόσµο. Με τη φιλοσοφία ή τον δοκιµιακό λόγο µπορείς να ασκείσαι πνευµατικά και µε την Ιστορία να κάνεις µαγικά ταξίδια.

Αγαπώ…

Με τον τρόπο του Σεφέρη: «Πού είναι η αγάπη που κόβει τον καιρό µονοκόµµατα στα δυο και τον αποσβολώνει». Ολοι τη γυρεύουµε. Σπάνιο να µην τη χάσεις µόλις νοµίσεις ότι τη βρήκες. Πιστεύω ότι είναι δυσεύρετη, όπως η αγιοσύνη, επειδή προϋποθέτει απάρνηση του «εγώ», κάτι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο. Εκτός κι αν πρόκειται για την κόρη σου, γιατί τότε αντιστρέφονται όλα.

Ακούω…

Με προσοχή ό,τι µου λένε. Πολλοί άνθρωποι όµως επαναλαµβάνονται αφόρητα. Αναφορικά µε τη µουσική, η παιδεία µου είναι ελλιπής και τούτο επειδή µεγάλωσα σε ένα φτωχικό περιβάλλον όπου κάποια είδη της, όπως η κλασική, ήταν απόντα. Πιστεύω µάλιστα ότι τα πρώτα µας ακούσµατα καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τις προτιµήσεις µας και αργότερα επενεργούν και στις µνήµες. Αυτές οι µνήµες είναι καθοριστικές για την αγάπη µου στην εκκλησιαστική µουσική και στα µυθικά µικρασιατικά τραγούδια που άκουγα στο ραφείο του παππού µου κάθε Σάββατο βράδυ συνοδευόµενα από το σαντούρι του Σωφρονίου ή σε εκείνα τα σπαρακτικά πολυφωνικά ηπειρώτικα τραγούδια που άκουσα στα σπίτια συγγενών και φίλων του πατέρα µου. Οι έντονες εγγραφές τους εντός µου ενεργοποιούν ακόµη και σήµερα τη συγκίνηση, η οποία πολλές φορές µε βοηθάει και όταν ζωγραφίζω.

Σέβομαι…

Την πίστη των άλλων. Η απο- ιέρωση των πάντων πιστεύω ότι συνέτεινε στην απουσία σεβασµού και στις σχέσεις των ανθρώπων, όπως προς τον δάσκαλο, τον ηλικιωµένο, τον ιερέα, τα σύµβολα της πατρίδας, προς το ψωµί που κάποτε, αν έπεφτε κάτω, το φιλούσαµε σηκώνοντάς το.

Ελπίζω…

Οτι στο µέλλον η ζωγραφική θα αναδυθεί ξανά στο µέγεθος των δυνατοτήτων της. Γιατί σήµερα θεωρείται τέχνη για συντηρητικούς, τριτοκοσµικούς ή ερασιτέχνες… Οι νέοι µάς κοιτούν µε συγκατάβαση, άλλωστε είναι αρκετοί και της δικής µου γενιάς που µεταπήδησαν σε «κατασκευές», video art ή ψηφιακή φωτογραφία. Εγώ όµως διατηρώ τις ελπίδες µου. Εχω παράδειγµα την ποίηση που ακµάζει λόγω Θείας Πρόνοιας. ∆εν κατάφεραν ακόµη να την κάνουν εµπόρευµα.

Ζηλεύω…

Αυτούς που πιστεύουν, γιατί η λυτρωτική δύναµη της πίστης απουσιάζει παντελώς από εµένα. Ζήλευα και τον αείµνηστο πατέρα µου για την αµετακίνητη πίστη του στον σοσιαλισµό. που ο θάνατός του το 1982 δεν του επέτρεψε να δει τα «επιστηµονικά τρωκτικά της αλλαγής» ή τα ιδεολογικά παιδιά του Εµβέρ Χότζα. Φαίνεται ότι σε κάθε «πιστεύω» είναι κρυµµένα πάντοτε τα ζωτικά µας ψεύδη. Ωστόσο µακάρι να πίστευα κι εγώ κάπου.

Φαντάζομαι…

Οτι ένα µεγάλο µέρος της ζωής µου θα µπορούσε να ήταν µια ιδανική κατασκευή, «Σχέδια για ένα καλοκαίρι», όπως θα έλεγε πάλι ο ποιητής. Μια εκδροµή στο Πήλιο, η µετάβαση σε ένα χιονισµένο χωριό τα Χριστούγεννα, η Μεγάλη Παρασκευή σε ξωκλήσι της Αττικής παίρνουν µέσα µου τρυφερές διαστάσεις και οργανώνονται µε ιδανικό τρόπο στο µυαλό µου, έτσι που πολλές φορές η πραγµατικότητα τα ανατρέπει. Θυµάµαι και τον Εγγονόπουλο να µου λέει ότι η µητέρα του τον κατηγορούσε επειδή έκανε Πάσχα στο µυαλό του. Εκείνος όµως συµπλήρωνε: «Μα εκεί είναι το αληθινό Πάσχα»!

πότε και που

Μουσείο Μπενάκη – Κτίριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138, τηλ. 210 3453.111). Διάρκεια έκθεσης: 21 Δεκεμβρίου – 19 Φεβρουαρίου
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ