{{{ moto }}}
Γκρεμισμένοι έρωτες, ανεξόφλητα δάνεια, οικογένειες που δεν μπορούν να αναπνεύσουν, νέα παιδιά που κάνουν παρέα με το τίποτε και το πουθενά αλλά και μια αίσθηση βίας συνεχώς στον αέρα, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να δείξει τα δόντια της, πλάθουν το σύμπαν της ταινίας «Tungsten» (Ελλάδα, 2010) του Γιώργου Γεωργόπουλου: κεντρικά πρόσωπα ένας ελεγκτής εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς (Βαγγέλης Μουρίκης), ένας υπεύθυνος πρόσληψης σεκιούριτι (Τάσος Νούσιας), η κοπέλα του (Κόρα Καρβούνη) και δυο περιπλανώμενοι νέοι (Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ομηρος Πουλάκης). Πιόνια στη λασπωμένη σκακιέρα μιας απειλητικής, επιθετικής και ενίοτε απάνθρωπης πόλης. Της Αθήνας.
Εχουμε ξαναδεί σε ελληνικές ταινίες διαφορετικές ιστορίες να διασταυρώνονται μέσα στον δραματουργικό χρόνο μιας ημέρας. Το έχουμε ξαναδεί αλλά ποτέ έτσι όπως το βλέπουμε στο «Tungsten» (που είναι μια μορφή ατσαλιού στα γερμανικά). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ένα κοκτέιλ-δυναμίτης που θα ζήλευε ο Τζον Κασαβέτις ο Γεωργόπουλος καταφέρνει να βγάλει στην επιφάνεια όλη την απόγνωση, όλο το αδιέξοδο αλλά και όλο το κρίμα που εδώ και καιρό κυκλοφορούν σαν τα ζόμπι γύρω μας. Και το κάνει στους δρόμους, σε φυσικούς χώρους περιοχών όπως το Ρουφ, ο Ταύρος και ο Ελαιώνας _ εκεί όπου σπανίως κινηματογραφικοί φακοί πλησιάζουν.
Ο 37χρονος Γεωργόπουλος είναι ίσως το πιο υποτιμημένο ταλέντο κινηματογραφικού σκηνοθέτη της γενιάς του. Αν και περσινή ταινία, το «Tungsten» που προβάλλεται σε περιορισμένο κύκλωμα δύο μόλις αιθουσών σε κοινό πρόγραμμα μαζί με τον «Ξεναγό» του Ζαχαρία Μαυροειδή, δεν μπόρεσε ποτέ να βρει τον δρόμο στις αίθουσες, προφανώς επειδή το «φοβήθηκαν».
Τους καταλαβαίνω. Γιατί ναι, το «Tungsten» είναι μια πολύ σκληρή ταινία. Και ναι, είναι μια ασπρόμαυρη ταινία. Και ναι, αποτυπώνει τη μουντή εικόνα μιας Αθήνας βυθισμένης στη μιζέρια, μιας Αθήνας που αν και βρίσκεται δίπλα μας, βρωμάει και ζέχνει. Μιας Αθήνας που προτιμούμε να αποφεύγουμε. Το «Tungsten» είναι μια ταινία φτιαγμένη με όλα τα υλικά που δεν θα μπορούσαν ποτέ να τη βοηθήσουν στον εμπορικό τομέα.
Ομως τέτοια ειλικρίνεια, τέτοια γεωμετρία σκηνοθετικής αντίληψης, τόσο φυσικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς (μου είναι αδύνατον να ξεχωρίσω κάποιον) τέτοιο αλφάδιασμα σεναρίου μα και τόσο σωστός σχολιασμός-γροθιά για τη σύγχρονη Ελλάδα, να με συγχωρείτε πολύ, αλλά πολύ σπάνια έχω δει σε πρώτη μεγάλου μήκους ταινία έλληνα σκηνοθέτη που έχει επίσης γράψει το σενάριο! Και αν αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γεωργόπουλου, ένας θεός ξέρει τι θα πρέπει να περιμένουμε από τη δεύτερη.
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ – ASTOR HOLLYWOOD
Χαριτωμένη ξενάγηση
Δίπλα στο «Tungsten», ο «Ξεναγός» του Ζαχαρία Μαυροειδή, μια πιο ανάλαφρη ταινία, μια κωμωδία, που βρίσκεται κυριολεκτικά στην απέναντι όχθη αλλά ενταγμένη στον ίδιο χώρο.
Η εικόνα της Αθήνας εδώ είναι χαρμόσυνη, πολύχρωμη, ξέγνοιαστη και πιο «χαβαλεδιάρικη». Αν ο Κασαβέτις βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού του Γιώργου Γεωργόπουλου, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού του Μαυροειδή.
Ο ξεναγός της ιστορίας (Μιχάλης Οικονόμου) είναι στην πραγματικότητα ένας φοιτητής της Αρχιτεκτονικής από τη Θεσσαλονίκη ο οποίος έχει αναλάβει την αθηναϊκή ξενάγηση μιας παρέας ξένων φοιτητών που βρίσκονται στην Ελλάδα με το πρόγραμμα Erasmus. Ισπανίδα, Βουλγάρα, Γάλλος, Αγγλίδα, Αμερικανός και Γερμανίδα. Η περιπλάνηση της παρέας στους αθηναϊκούς δρόμους θα είναι γεμάτη μικρά ευτράπελα (τίποτε το εξεζητημένο όμως) με έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ τους.
Για κάποιους από τους νεαρούς ξένους η Ελλάδα δεν είναι μόνον η χώρα των αριστουργηματικών μνημείων αλλά και η χώρα του φραπέ και των σκυλάδικων, η χώρα του σουλάτσου και της ανεμελιάς.
Επίσης γυρισμένη στους δρόμους (και με ελάχιστα εσωτερικά πλάνα) αυτή η ταινία σού φτιάχνει το κέφι παίζοντας διάφορα «παιχνίδια», από τα τερτίπια των ξένων ως τη γενικότερη στάση του κεντρικού ήρωα, ο οποίος δεν είναι απλώς μπερδεμένος σε σχέση με αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή του αλλά και με τη σεξουαλικότητά του.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ – ASTOR HOLLYWOOD
Φρόιντ εναντίον Γιουνγκ
«Μόνον ο πληγωμένος γιατρός μπορεί να βοηθήσει» ακούμε κάποια στιγμή προς το τέλος της ταινίας «Μια επικίνδυνη μέθοδος» («A dangerous method», Αγγλία/Γερμανία/Καναδάς/Ελβετία, 2011), τελευταίας δημιουργίας του καναδού σκηνοθέτη Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, ένα απρόβλεπτης εξέλιξης παιχνίδι περίπλοκων συναισθημάτων και εναλλασσόμενων ρόλων που μας οδηγεί στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής και την κάνει, κυριολεκτικά, κουρέλια. Κεντρικά πρόσωπα δυο εκπρόσωποι της αφρόκρεμας της ψυχανάλυσης, ο δρ Ζίγκμουντ Φρόιντ και ο δρ Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος μάλιστα είναι εκείνος που δηλώνει την παραπάνω φράση. Και σίγουρα κάτι ξέρει όταν τη λέει, γιατί όταν τον βλέπουμε στο τέλος, ο Γιουνγκ δεν έχει καμία σχέση με το πρόσωπο που γνωρίζουμε στην αρχή της και είναι όντως πολύ πληγωμένος.
Με αφετηρία το 1904 και προορισμό το 1913, ανάμεσα σε ειδυλλιακά θέρετρα της Ελβετίας και τη Βιέννη της Αυστρίας, το φιλμ παρακολουθεί εξονυχιστικά τη σχέση των δυο κορυφαίων ψυχαναλυτών, παίζοντας ευέλικτα με την κοφτερή σκέψη αλλά και τις απίστευτες αδυναμίες τους. Κάτι σαν παιδί σε σώμα ανδρός, ο Καρλ Γιουνγκ (τέλειος στον ρόλο ο διαρκώς ανερχόμενος Μάικλ Φασμπέντερ) συνάπτει ερωτική σχέση με την ασθενή του Σαμπίνα Σπιλράιν (Κίρα Νάιτλι) απατώντας την έγκυο γυναίκα του (Σάρα Γκάντον) η οποία τον λατρεύει όσο τίποτε στον κόσμο αλλά και του προσφέρει όλα τα αγαθά που μόνος του δεν θα αποκτούσε ποτέ.
Η Σπιλράιν άλλωστε θα είναι η αφορμή της ρήξης του Γιουνγκ με τον Φρόιντ (έξοχος και ο Βίγκο Μόρτενσεν σε έναν απροσδόκητο ρόλο) ο οποίος δεν συμφωνεί με τις ενέργειες του μαθητή του αφού σε αντίθεση με τον Γιουνγκ θεωρεί ότι ο γιατρός δεν πρέπει να προτείνει τι θα μπορούσε να είναι ο ασθενής ή τι θα ήθελε να είναι γιατί αυτό σημαίνει ότι συμπεριφέρεται σαν θεός και ότι προτείνει την αντικατάσταση της μιας ψευδαίσθησης από μια άλλη. Συγχρόνως ο Φρόιντ αποδεικνύεται αδύναμος ο ίδιος, καθώς ζηλεύει την οικονομική ευχέρεια του Γιουνγκ. Είναι επίσης μικρόψυχος. Οταν ο Γιουνγκ του ζητεί να του περιγράψει ένα όνειρό του, ο Φρόιντ αρνείται γιατί έτσι θεωρεί ότι διακινδυνεύει την αυθεντία του.
Ολα αυτά ο Κρόνενμπεργκ τα αποτυπώνει με μια διακριτικότητα και μια ευγένεια, μακρινή από το σκληρό, «μπρουτάλ» ύφος προγενέστερων ταινιών του, το οποίο ούτως ή άλλως εδώ και χρόνια έχει αφήσει πίσω του. Στην πραγματικότητα νιώθεις σαν να παρακολουθείς πράξεις θεατρικού έργου, έξοχα επιμελημένες, κυρίως σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες των ντεκόρ αλλά και τις ερμηνείες των ηθοποιών.
Ευχάριστη έκπληξη της ταινίας αποτελεί και η παρουσία του Βενσάν Κασέλ στον ρόλο ενός ασθενούς του Γιουνγκ από τον οποίο ο τελευταίος μαθαίνει πολλά για τη ζωή αλλά και για τη δουλειά του.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ODEON ΕΜΠΑΣΣΥ – ΔΑΝΑΟΣ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ – ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ – GAZARTE – ODEON ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ
Τυραννία αλλά και αισιοδοξία
Ως σήμερα ο βρετανός ηθοποιός Πάντι Κονσιντάιν ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο μπροστά στην κάμερα σκηνοθετών όπως ο Πολ Γκρίνγκρας («Το τελεσίγραφο του Μπορν») ή ο Τζιμ Σέρινταν («In America»). Με τον «Τυραννόσαυρο» («Tyrannosaurus», Αγγλία, 2011) εφέτος ο Κονσιντάιν αποδεικνύεται επίσης θαυμάσιος σκηνοθέτης, ένας επιδέξιος χειριστής δύσκολων θεμάτων όπως το υπαρξιακό αδιέξοδο και η μοναξιά, η εσωτερική αλλά και η εξωτερική βία καθώς και η κακοποίηση της γυναίκας μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον που είναι ένα από τα σοβαρά ζητήματα που θίγονται εδώ.
Θα αργήσουμε να μάθουμε τι έχει συμβεί στη ζωή του Τζοζεφ (Πίτερ Μάλεν) για να φτάνει στο σημείο να κλωτσά μέχρι θανάτου τον σκύλο του (στην πρώτη σκηνή της η ταινία δεν υποδέχεται με ευχάριστες διαθέσεις τον θεατή). Ομως ο φακός του Κονσιντάιν δεν θα μειώσει ούτε για μια στιγμή την περιέργειά μας και όταν στην ιστορία μπει μια γυναίκα που έχει στραφεί στον Θεό για να ξεπεράσει τη βία που δέχεται μέσα στο σπίτι της (Ολίβια Κόλμαν), το φιλμ θα αποκτήσει ακόμη περισσότερη δύναμη και ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες σε ό,τι αφορά το αύριο δυο κολασμένων ψυχών.
Τώρα το ότι αυτή η μαύρη, κατάμαυρη ταινία, μπορεί και αναβλύζει από αισιοδοξία και ανθρωπιά, δεν μπορεί παρά να οφείλεται στη σκηνοθετική μαεστρία της. Ο Κονσιντάιν σκηνοθετεί σαν να μη θέλει να αποδείξει τίποτε, είναι τόσο σαφής και σίγουρος σε αυτό που κάνει που το φιλμ πλησιάζει τη λογική του ντοκυμαντέρ. Φυσικά, για μια ακόμη φορά θα πρέπει να επισημάνω την αρτιότητα των ερμηνειών, όχι μόνον του μοναδικού Πίτερ Μάλεν («Το όνομά μου είναι Τζο») αλλά και την Ολίβια Κόλμαν, καθώς επίσης και του Εντι Μάρσαν που υποδύεται τον καλοβαλμένο αλλά ψυχωτικό σύζυγο, πνιγμένο από μια ανεξήγητη αλλά πέρα για πέρα πειστική οργή.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΕΛΛΗ – ΠΤΙ ΠΑΛΑΙ
Βαρετός, ρατσιστικός Νότος
Πολύ αργή, πολύ φλύαρη, πάρα πολύ μεγάλη σε διάρκεια αλλά παρ’ όλα αυτά με δυνατό, «πιασάρικο» θέμα, η ταινία «Υπηρέτριες» («The help», ΗΠΑ, 2011) αναφέρεται στην ιστορία μιας λευκής δημοσιογράφου (Εμα Στόουν) αποφασισμένης να αναδείξει την ακτιβιστική δραστηριότητά της στη δεκαετία του 1960 γράφοντας ένα βιβλίο μέσω του οποίου θα δίνει για πρώτη φορά φωνή στις καταπιεσμένες μαύρες υπηρέτριες της εποχής.
Ο σκηνοθέτης Τέιτ Τέιλορ αντιμετωπίζει το θέμα του ευλαβικά σαν να ξεφυλλίζει με προσοχή μια μια τις σελίδες του μπεστ σέλερ της Κάθριν Στόκετ. Αδυνατεί όμως να δώσει στην ταινία ρυθμό με αποτέλεσμα να νιώθεις ότι παρακολουθείς μίνι σειρά της τηλεόρασης στην ολοκληρωμένη μορφή της μιας ταινίας.
Κάποιες από τις ερμηνείες βέβαια, είναι άψογες: η σπουδαία Βαϊόλα Ντέιβις στον ρόλο μιας από τις υπηρέτριες και η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ που υποδύεται μια ρατσίστρια ξεχωρίζουν. Η Ντέιβις ενδεχομένως να προταθεί για το Οσκαρ.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – VILLAGE MALL – ODEON MAΡOΥΣΙ – ODEON STARCITY – AΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – ΑΤΤΙΚΟΝ – ΝΙΡΒΑΝΑ -ΑΕΛΛΩ – ΝΑΝΑ – ΚΗΦΙΣΙΑ – CINE CITY ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΒΑΚΟΥΡΑ – STER CENTURY
Δείτε θέμα για την μεταφορά των «Υπηρετριών» στον κινηματογράφο
Μπερδεμένα όνειρα
Το «Σπίτι των ονείρων» («Dream house», 2011, ΗΠΑ) του Τζιμ Σέρινταν είναι μια ταινία που ξεκινά με τις καλύτερες των προθέσεων αλλά σιγά σιγά αυτοκαταστρέφεται. Ο Ντάνιελ Κρεγκ υποδύεται το επιτυχημένο στέλεχος εκδοτικής εταιρείας που παραιτείται από τη δουλειά του στη Νέα Υόρκη, μετακομίζει με σύζυγο (Ρέιτσελ Γουάιζ) και κόρες σε έπαυλη του Νιου Ινγκλαντ και εκεί ανακαλύπτει σύντομα ότι κάτι με το σπίτι (και ενδεχομένως με τον ίδιο) δεν πάει καλά. Το ότι κάτι δεν πάει καλά είναι βέβαιο, δεν φταίει όμως ούτε το σπίτι ούτε ο Κρεγκ. Φταίει το πρόχειρο και απελπιστικά μπερδεμένο σενάριο που δεν σου επιτρέπει ποτέ να το ακολουθήσεις. Η ανάγκη των δημιουργών της ταινίας να σμίξουν το ρεαλιστικό με το μεταφυσικό στοιχείο ώστε η έκπληξη να έχει το αντίκτυπο μιας «Εκτης αίσθησης» καταλήγει σε ένα αδιανόητο φιάσκο όπου κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτε. Παίζει και η Ναόμι Γουότς.
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες: ΑΠΟΛΛΩΝ – ΑΤΤΙΚΟΝ – VILLAGE MALL – VILLAGE PΕΝΤΗ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΕΛΛΩ – ΝΑΝΑ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ – ΧΟΛΑΡΓΟΣ – ΕΤΟΥΑΛ ΚΑΛΙΘΕΑ – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ – CINE CITY ΜΠΟΥΡΝΑΖΙ –
Προβάλλονται επίσης
Το καρτούν μιούζικαλ «Happy feet 2» (ΗΠΑ, 2011) του Τζορτζ Μίλερ είναι «συνέχεια» του «Happy Feet» (2006) που είχε κάνει σταρ τους πιγκουίνους. Δυστυχώς, η συνέχεια που μάλιστα σκηνοθετήθηκε από τον ίδιο σκηνοθέτη, δεν έχει ούτε τη φαντασία αλλά ούτε τη φινέτσα της πρώτης ταινίας. Απεναντίας, το νέο φιλμ μοιάζει με διαρκές και ενίοτε ενοχλητικό τραγούδι, σε ένα θορυβώδες χυμαδιό χωρίς ειρμό. Νιώθεις ότι η ταινία δεν έχει στόρι, κάτι που σίγουρα είχε η προηγούμενη. Η πιο γλυκιά (και έξυπνη) νότα είναι οι δυο γαρίδες με τις φωνές των Μπραντ Πιτ και Ματ Ντέιμον.
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες: ΑΠΟΛΛΩΝ – VILLAGE MALL – VILLAGE PΕΝΤΗ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΕΛΛΩ – ΝΑΝΑ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ – ΧΟΛΑΡΓΟΣ – ΕΤΟΥΑΛ ΚΑΛΙΘΕΑ – ΑΤΤΑΛΟΣ Ν. ΣΜΥΡΝΗ – ΦΟΙΒΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΣΙΝΕΑΚ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ
Για το «Sapila Xeftila kai Tekila» που ο Νίκος Ζερβός συνσκηνοθέτησε με τον Γιάννη Παρασκευόπουλο τα σχόλια περιττεύουν. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ζερβός προσπαθεί να καυτηριάσει την κατάντια της Ελλάδας ταυτίζεται απολύτως με την δημιουργική κατάντια του ιδίου σε ένα χυδαίο αλαλούμ που δεν αντέχεται με τίποτε. Δεν περιμέναμε τίποτε καλύτερο από τον Ζερβό αλλά αυτό, πολύ απλά, δεν είναι κινηματογράφος. Είναι η απόλυτη «kafrila»!
Βαθμολογία: 0
Αίθουσες: CAPITOL ΖΕΦΥΡΟΣ