ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. «Εϊ! Σε θυµάµαι εσένα» µου λέει ο Αλεξάντερ Πέιν και µε ένα εγκάρδιο χαµόγελο µου σφίγγει ζεστά το χέρι και µε αγκαλιάζει στο λόµπι του ξενοδοχείου Electra Palace. Του θυµίζω ότι είχαµε µιλήσει πριν από µερικά χρόνια και πάλι στη Θεσσαλονίκη για το «Πλαγίως» και ότι λίγο αργότερα στις Κάννες, µέσα στο Palais De Festival, µου είχε ζητήσει ένα τσιγάρο. Το είχαµε ανάψει µαζί στα κρυφά µέσα στον χώρο όπου απαγορευόταν.

«Καπνίζεις ακόµη;» τον ρωτώ. «Οχι, δόξα τω Θεώ το έκοψα» µου απαντά την ώρα που η ∆ήµητρα Νικολοπούλου, υπεύθυνη Τύπου του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, µας οδηγεί σε µια άλλη αίθουσα του ξενοδοχείου όπου για την επόµενη µισή ώρα θα µιλήσω µε τον ελληνικής καταγωγής αµερικανό σκηνοθέτη από την Οµάχα της Νεµπράσκα που πλέον θεωρείται ένα από τα πιο «καυτά» ονόµατα του Χόλιγουντ στον χώρο του.

Κάτοχος Οσκαρ σεναρίου για το «Πλαγίως», ο Αλεξάντερ Πέιν έχει επίσης σκηνοθετήσει τον Τζακ Νίκολσον στο «Σχετικά µε τον Σµιντ», τη Ρις Γουίδερ σπουν και τον Μάθιου Μπρόντερικ στο «Election» και τη Λόρα Ντερν στην «Πολίτη Ρουθ».

Η τελευταία ταινία του που τον έφερε στη Θεσσαλονίκη είναι «Οι απόγονοι», στην οποία ο Τζορτζ Κλούνεϊ σε έναν ρόλο που χρόνια αργότερα πολλοί θα θυµούνται πρωταγωνιστεί παίζοντας έναν πατέρα, δικηγόρο και µόνιµο κάτοικο Χαβάης που προσπαθεί να τα φέρει βόλτα σε πολλούς τοµείς της ζωής του: η γυναίκα του βρίσκεται σε κώµα χωρίς την πιθανότητα ανάρρωσης – θύµα ενός θαλάσσιου ατυχήµατος –, του είναι δύσκολο να ξεπεράσει την ασυνεννοησία µε τις δύο κόρες του, πρέπει να αποφασίσει αν θα πουλήσει ή όχι την τεράστια έκταση που ανήκει στη φαµίλια του και για την οποία έχει τον τελευταίο λόγο και, σαν να µην έφθαναν όλα αυτά, µαθαίνει ότι η γυναίκα του τον απατούσε και αποφασίζει να βρει µε ποιον (η ταινία ήδη ακούγεται ως φαβορί για τα επόµενα Οσκαρ του 2012).

«Η πλειονότητα της αµερικανικής παραγωγής αποτελείται από καρτουνίστικες ταινίες» δηλώνει ο Πέιν, που κατάγεται από το Αίγιο, τη Σύρο και τη Λιβαδειά. «Εµένα µου αρέσουν οι ανθρώπινες ιστορίες. ∆υσάρεστες βεβαίως, αλλά που την ίδια ώρα µπορούν να γίνουν και αστείες – όπως άλλωστε είναι και η ζωή. Στη συγκεκριµένη ιστορία, ας πούµε, µου άρεσε το πώς ένας απατηµένος σύζυγος αποφασίζει να φέρει τον εραστή της γυναίκας του στο κρεβάτι του θανάτου της για να της πει και εκείνος το τελευταίο “αντίο”».

Αναζητώντας τον παράδεισο

Ενας από τους λόγους για τους οποίους το ενδιαφέρον του Αλεξάντερ Πέιν απέναντι στους «Απογόνους» αυξήθηκε ήταν ο δραµατουργικός χώρος της ταινίας, η Χαβάη. «∆εν είχα δει ποτέ τη Χαβάη σε ταινία στο παρελθόν – θέλω να πω, την αληθινή Χαβάη, την πόλη της Χονολουλού, και όχι την εξωτική, την “Blue Hawaii” του Ελβις Πρίσλεϊ. Αλλά ποια Χαβάη τελικά ήθελα να κινηµατογραφήσω; Νοµίζω ότι µε ενδιέφερε η Χαβάη της υποβόσκουσας ξεπεσµένης αριστοκρατίας των λευκών απέναντι στους ιθαγενείς. Αυτό µαζί µε τη δευτερογενή ιστορία της ταινίας, που αφορά την πώληση της γης, µε έκαναν να αισθανθώ κάπως σαν ντοκυµαντερίστας της σύγχρονης Χαβάης». Πραγµατικά, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας η κάµερα του Φαίδωνα Παπαµιχαήλ, επίσης ελληνικής καταγωγής αµερικανού διευθυντή φωτογραφίας και στενού συνεργάτη του Πέιν (στο «Πλαγίως» δούλεψαν παρέα), τρυπώνει µέσα στο κυκλοφοριακό χάος µιας πόλης που θα µπορούσε να είναι το Λος Αντζελες ή η Φιλαδέλφεια. Και ακούµε τον αφηγητή της ταινίας, τον Τζορτζ Κλούνεϊ, να λέει ότι πολύς κόσµος έχει παρεξηγήσει τη Χαβάη – νοµίζει ότι είναι ένας παράδεισος. «Ε, λοιπόν, δεν είναι…». Ποιος είναι όµως ο παράδεισος του Αλεξάντερ Πέιν; «Συµφωνώ µε αυτόν που έγραψε τη Γένεση, τη Βίβλο» απαντά ο σκηνοθέτης. «Πιστεύω ότι η Ιστορία του Αδάµ και της Εύας είναι τόσο πονεµένη αλλά και τόσο αληθινή. ∆όθηκε στον άνθρωπο αυτός ο φανταστικός πλανήτης και µια ευκαιρία να ζήσει πάνω του και αυτός τι έκανε; Τον γάµ… Αυτό για µένα είναι το µήνυµα στον Αδάµ και στην Εύα. Κοίταξε τι κάνουµε, κοίταξε πόσο φρικτός µπορεί να γίνει ο άνθρωπος. Ακόµη και ένας που ασχολείται ερασιτεχνικά µε την Αστρονοµία αντιλαµβάνεται ότι η Γη δεν είναι παρά µια κουκκίδα στον Γαλαξία, την οποία όµως χρόνο µε τον χρόνο ταλαιπωρούµε όλο και περισσότερο».

Ολες οι ταινίες του Αλεξάντερ Πέιν διακρίνονται από τα πολύ γερά τους θεµέλια, αντιλαµβάνεσαι αµέσως ότι πατούν πολύ γερά στα πόδια τους, λες και απλώς περιµένουν τις κάµερες να στηθούν. «∆εν είµαι Κιούµπρικ ή Χίτσκοκ βέβαια, αλλά µελετώ πολύ καλά το θέµα µου προτού ξεκινήσω» λέει ο σκηνοθέτης.«Για παράδειγµα, στους “Απογόνους” θεώρησα σωστό να µελετήσω βαθιά την ιστορία της Χαβάης, έστω και αν η ιστορία του νησιού δεν εµφανίζεται και τόσο στην ταινία. Ακόµη και για τα νοµικά θέµατα για το σκέλος της ταινίας που αφορά την πώληση γης συνάντησα δικηγόρους, κτηµατοµεσίτες και ανθρώπους που γνωρίζουν καλά την ιστορία του νησιού ώστε να είµαι βέβαιος ότι αυτά που χρησιµοποιώ στην ταινία είναι τα σωστά».

«ΘΕΛΩΝΑΓΥΡΙΣΩΜΙΑΤΑΙΝΙΑΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»

Τα τελευταία χρόνια ο Αλεξάντερ Πέιν νιώθει «όλο και πιο Eλληνας». Oχι ότι δεν ένιωθε πριν, στο κάτω-κάτω Eλληνας της Διασποράς είναι. «Ακούγοντας όμως πια σε καθημερινή βάση τις ειδήσεις ή διαβάζοντας την εφημερίδα, ή μιλώντας με τον κόσμο, νιώθω μέσα μου να πονάω για τα όσα γίνονται στην Ελλάδα και αυτό υποθέτω συμβαίνει γιατί το αίμα μου είναι ελληνικό» λέει σήμερα. Ο Πέιν είχε αρκετά χρόνια να έρθει στην Ελλάδα και το βρήκε ειρωνικό που ήρθε στην «πιο τραυματική εβδομάδα της σύγχρονης ιστορίας της». Αυτό όμως που τον σοκάρει περισσότερο είναι τα όσα μαθαίνει μιλώντας από εδώ και από εκεί, όχι από τις εφημερίδες: «Δεν διαβάζεις στις εφημερίδες για τις αυτοκτονίες, ούτε και για τους μαθητές που δεν έχουν μαθητικά βιβλία, ή που λιποθυμούν στην τάξη επειδή δεν έχουν να φάνε στο σπίτι. Ολα αυτά τα πράγματα σε κλονίζουν, σου ραγίζουν την καρδιά». Συν τοις άλλοις, έχει πιάσει τον εαυτό του να υπερασπίζεται την Ελλάδα σε συζητήσεις: «Ναι, νιώθω κάπως πιο προστατευτικός απέναντι στην Ελλάδα. Οταν ακούω να κριτικάρουν με μια φοβερή προχειρότητα την Ελλάδα εξοργίζομαι και τους λέω “αν κάποιος έχει το δικαίωμα να κριτικάρει την Ελλάδα αυτός είμαι εγώ που είμαι από εκεί και όχι εσείς”». Ο Πέιν θέλει να εγκατασταθεί κάποια στιγμή στην Ελλάδα και να γυρίσει μια ταινία στη χώρα μας. Μεγαλώνοντας στην Ομάχα άκουγε τη μητέρα του να μιλά ελληνικά, αλλά τα δικά του είναι «ελληνικά νηπιαγωγείου. Είχα αυτήν την αόριστη ιδέα να μετακομίσω στην Ελλάδα για ένα εξάμηνο, να μάθω καλά τα ελληνικά μου και να ζήσω σαν Ελληνας. Εχω την αίσθηση ότι η ελληνική γλώσσα θα ξεκλειδώσει το DNA μου. Η γλώσσα είναι το σημαντικότερο κλειδί της ταυτότητας, της γνώσης και του χιούμορ. Και κάποια στιγμή θα ήθελα πάρα πολύ να γυρίσω μια ταινία στην Ελλάδα».

ποτε & που

Η ταινία «Οι απόγονοι» θα διανεμηθεί στις αίθουσες από την Odeon.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ