{{{ moto }}}
Ουδείς γνωρίζει και ενδεχομένως ουδείς πρόκειται να μάθει και ποτέ τους λόγους για τους οποίους γίνονται όσα γίνονται στις «Αλπεις» (Ελλάδα, 2011). Περιέργως, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και υπέρ της ταινίας, διότι όπως και ο «Κυνόδοντας», η προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου, έτσι και αυτή σε βάζει στην διαδικασία σκέψης ασχέτως από το ότι στο τέλος δεν είσαι και τόσο βέβαιος για το αν άξιζε τον κόπο η διαδικασία.
Στις «Αλπεις» τέσσερις άνθρωποι που αυτοονομάζονται Αλπεις, παριστάνουν κάποιους άλλους. Οχι κάποιους άλλους τυχαίους αλλά πεθαμένους. Τα μέλη των Αλπεων προσλαμβάνονται από συγγενείς, φίλους ή συντρόφους πεθαμένων για να «πάρουν την θέση» αυτών που έφυγαν. Εξυπνο εύρημα και μπράβο σε όποιον το σκέφτηκε.
Αρχηγός της «επιχείρησης» είναι ένας νοσοκόμος που αυτοαποκαλείται Mont Blanc καθότι αυτό είναι το ηγεμονικό όρος των Αλπεων. Βλέπετε, το γκρουπ λέγεται Αλπεις επειδή όπως μαθαίνουμε από τον Mont Blanc (τον άνθρωπο, όχι το όρος), τα βουνά αυτά δεν γίνεται να αντικατασταθούν από άλλα βουνά. Δηλαδή τα Ιμαλάια μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα βουνά;
Τον Mont Blanc υποδύεται ο Αρης Σερβετάλης φτιάχνοντας έναν psycho-αυτιστικό τύπο με τον οποίο όσο εύκολα μπορείς να γελάσεις άλλο τόσο εύκολα μπορείς να τρομάξεις. Αυτό έχει την πλάκα του. Δίπλα του η Αγγελική Παπούλια, σιγά -σιγά γίνεται το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας. Είναι μια νοσοκόμα που δείχνει διαρκώς ανήσυχη διότι έχει κάποια θέματα και κυκλοφορεί σαν ζόμπι. Γιατί; Μα γιατί όχι;
Αντιθέτως, η αθλήτρια της παρέας των Αλπεων (Αριαν Λαμπέντ) την μια είναι τρία πουλάκια κάθονταν την άλλη έχει τάσεις αυτοκτονίας. Και ο γυμναστής της (Τζόννυ Βέκρης); Κι αυτός στην παρέα των Αλπεων αλλά λιγότερο σημαντικός.
Τι είναι όμως αυτό που οδηγεί αυτά τα τέσσερα «φρούτα» των Αλπεων στο σημείο να παριστάνουν κάτι που δεν είναι προκειμένου να ικανοποιήσουν αυτούς που τους το ζητούν; Εδώ σας θέλω. Βάλτε κάτω το κεφάλι και σκεφτείτε! Και ποιοι είναι αυτοί που το ζητούν; Και για ποιόν λόγο το ζητούν; Εύλογα ερωτήματα. Σκεφτείτε ντε! Και τι στοχεύουν να πετύχουν τα μέλη των Αλπεων παριστάνοντας κάτι που δεν είναι; Αυτό κι αν είναι ερώτημα! Σκεφτείτε! Σκεφτείτε!
Οσο και να σκεφτείτε, ένα σας λέω: όπου κι αν καταλήξετε, κανένα πρόβλημα. Η μπάλα δική σας δώστε όποια ερμηνεία γουστάρετε, μέσα θα είστε. Είτε η ταινία λεγόταν Ταϋγετος, είτε Ολυμπος, είτε Καρπάθια, το ίδιο θα έκανε. Εδώ δεν ξέρουν τι ακριβώς έφτιαξαν αυτοί που την έκαναν, εμείς θα ξέρουμε;
Καταλήγω: όσοι δεν θέλουν να σπάσουν το κεφάλι τους για να καταλάβουν τα ακατανόητα, μπορούν να αρκεστούν στις εικόνες οι οποίες έχουν ενδιαφέρον σε αυτήν την παγωμένη, χωρίς χυμούς ταινία που αδυνατεί να προκαλέσει το οποιοδήποτε συναίσθημα. Προσωπικά εκεί έμεινα, έστω και αν κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα την εντύπωση ότι παρακολουθούσα μια ανορθόδοξη «ιστορία» για το πως κάποιοι άνθρωποι που δεν μπορούν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους επειδή φοβούνται να πάνε μπροστά, αναζητούν διαρκώς μια αναπαράστασή του. Αλλά και πάλι, ποιος μπορεί να ξέρει;
Ναι, οι «Αλπεις» έχουν ωραίες εικόνες. Είναι μια έξυπνη συναρμολόγηση πλάνων. Με διακριτικές στάλες χιούμορ. Με ξαφνιάσματα που τρομάζουν όπως αυτό με την κορίνα του μπόουλινγκ. Η μηχανή κινείται σβέλτα. Τρέχει και γυρεύει, τρέχει και γυρεύει, τρέχει και γυρεύει…Το τι όμως, είναι θέμα του κάθε θεατή.
(η ταινία απέσπασε βραβείο σεναρίου στο τελευταίο φεστιβάλ Βενετίας. Το συνυπογράφουν οι Ευθύμης Φιλίππου και Γιώργος Λάνθιμος).
Βαθμολογία: 2
ΕΛΛΗ – ΠΤΙ ΠΑΛΑΙ – ΔΑΝΑΟΣ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Ο καθρέφτης της Αθήνας
Κάτι προσπαθεί να πει με την τελευταία ταινία του ο Νίκος Περάκης. Κάτι για την σύγχρονη Ελλάδα και το χάος της, τον πανικό στον οποίο βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι τα τελευταία χρόνια, το αδιέξοδο σε κάθε επίπεδο, το παραλήρημα. Απλώς το κάνει με χιούμορ.
Στην πραγματικότητα, η ταινία «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στη στεριά» είναι ο «Βίος και πολιτεία» (1986) του 2011. Ο Περάκης πήρε του φαντάρους ήρωες του «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο» (ανάμεσά τους οι Ορφέας Αυγουστίδης, Ιωάννης Παπαζήσης, Γιάννης Τσιμιτσέλης) και τους τοποθέτησε στην Αθήνα αρκετά χρόνια μετά την απόλυσή τους από τον στρατό. Το ίδιο ακριβώς είχε κάνει στο «Βίος και πολιτεία» όπου οι παλιοί φαντάροι της «Λούφας και παραλλαγής» (1984) ξαναβρέθηκαν μαζί ως πολίτες πια.
Όμως η Αθήνα του 1986 ήταν νηπιαγωγείο μπροστά στο χάλι του 2011. Αυτή την φορά, η παρακμή στάζει από παντού και σε τσακίζει, σε θλίβει. Η Αθήνα είναι μια αληθινή χαβούζα και ο Περάκης την δείχνει. Αμανέδες και σουβλάκια, απαγωγές παιδιών, κρητικές βεντέτες, άθλιοι δημοσιογράφοι, αντιρατσιστικές καμπάνιες, υφυπουργίνες μοντελάκια, ψυχοθεραπευτές – γκουρού που πουλούν αυτοεκτίμηση, παιδική πορνογραφία, όλα αυτά και πάρα πολλά ακόμα συνθέτουν το ψηφιδωτό μιας χώρας σε… αποσύνθεση.
Το «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στη στεριά» είναι ένας ο καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την ματιά ενός καλλιτέχνη που λατρεύει το κλείσιμο του ματιού. Ο Αυγουστίδης μαγνητίζει παίζοντας και πάλι τον κρητικό (όταν μιλάει μπαίνουν ελληνικοί υπότιτλοι), αποκάλυψη όμως και η Βίκυ Καγιά που υποδύεται με ακρίβεια την bitch υφυπουργό.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΝΑΝΑ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟ – ODEON ΟΠΕΡΑ- ODEON ΓΛΎΦΑΔΑ – CINE CITY – ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ – ΒΑΡΚΙΖΑ – ΣΙΝΕΑΚ ΠΕΙΡΑΙΑΣ – ODEON ΚΟΣΜΟΠΟΛΙ ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ – STER ΑΓ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ – VILLAGE MALL – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – VILLAGE METRO MALL ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – STER STER CITY GATE – VILLAGE COSMOS
Ηταν ένα μικρό κονβόι…
Το πρώτο μέρος του «Κάποτε στην Ανατολία» («Bir Zamanlar Anadolu’da», Τουρκία, 2011), τελευταίας ταινίας του τούρκου auteur Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν είναι ένα από τα πιο ποιητικά νυχτερινά ταξίδια που έχουν καταγραφεί στον πρόσφατο κινηματογράφο.
Ένα μικρό κονβόι αυτοκινήτων διατρέχει το τουρκικό ύπαιθρο και ο Τσεϊλάν ζωγραφίζει έναν απίστευτο συνδυασμό προσώπων, οχημάτων, τοπίου και ήχων ενώ στην ουσία παρακολουθούμε την προσπάθεια ενός εισαγγελέα, ενός ιατροδικαστή, κάποιων αστυνομικών και κάποιων φαντάρων να ανακαλύψουν που βρίσκεται θαμμένη η σορός ενός ανθρώπου. Αναμειγνύοντας συχνά το κωμικό με το μακάβριο στοιχείο, το φιλμ σε προσκαλεί στον κόσμο του χωρίς στην πραγματικότητα να γίνεται κάτι δα το συνταρακτικό στην υπόθεση.
Ο κρατούμενος δεν θυμάται που είναι θαμμένο το πτώμα κάτι που από μόνο του γίνεται αστείο μέσα στην γενικότερη τραγική ατμόσφαιρα της ταινίας. «Μικρές» σκηνές αποκτούν σημασία και ανθρωπιά και μέσα από αυτές ο σκηνοθέτης κτίζει τους χαρακτήρες της ταινίας. Ενας αστυνομικός απολογείται στην γυναίκα του από το κινητό. Σε ένα βίαιο ξέσπασμα του ιδίου αστυνομικού προς το κρατούμενο ο εισαγγελέας τον συγκρατεί λέγοντας ότι με τέτοιες συμπεριφορές η Τουρκία δεν θα μπει ποτέ στην ευρωπαϊκή ένωση. Την ώρα της περιγραφής του πτώματος μετά την εκταφή του ακούμε τον εισαγγελέα να αναφέρεται στον Κλαρκ Γκέιμπλ λέγοντας ότι ου μοιάζει.
Με ανθρωπιά και σεβασμό, ο Τσεϊλάν δίνει στοιχεία για την υπόθεση με το σταγονόμετρο και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η ταινία σε κρατά μαζί της από το χέρι και δεν λέει με τίποτε να σε αφήσει. Περιμένεις να δεις τι θα συμβεί παρακάτω χωρίς στην πραγματικότητα να σε ενδιαφέρει και τόσο το αστυνομικό σκέλος αυτής της υπέροχης ταινίας (εκφραστικοί όλοι οι ηθοποιοί: Μοχαμέτ Οζουνέρ, Τανέρ Μπιρσέλ, Γιλμάζ Ερντογάν κ.α.)
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ΑΣΤΥ