Δημιούργησαν σήραγγες και καταβόθρες, κατόρθωσαν να μετακινήσουν δύο εκατομμύρια κυβικά μέτρα χώματος και εν τέλει μετέφεραν νερό σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων. Ολα αυτά τα απολύτως εφικτά σήμερα, τον 16ο π. Χ. αιώνα υπήρξαν απλώς… ένα γιγάντιο έργο.
Τόπος της δράσης υπήρξε η Κωπαΐδα και αυτοί που μεγαλούργησαν επιτυγχάνοντας την αποξήρανσή της, οι Μινύες, που ήταν οι αρχαίοι κάτοικοι του Ορχομενού. Αυτό το επίτευγμα της Μυκηναϊκής εποχής επιχειρούν σήμερα να διερευνήσουν οι επιστήμονες αναζητώντας τα μυστικά των προϊστορικών «μηχανικών» στην διαχείριση υδάτων. Οπως λέει η αρχαιολόγος Δρ Ελενα Κουντούρη, προϊσταμένη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου «Ο άνθρωπος της εποχής εκείνης έπρεπε να υπερνικήσει τα φυσικά εμπόδια αλλά ταυτόχρονα να κάνει και τεχνικά έργα».
Επικεφαλής μεγάλης ομάδας επιστημόνων η κυρία Κουντούρη πραγματοποίησε το καλοκαίρι σε συνεργασία με τη Θ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ποικίλες έρευνες, επιφανειακές και γεωφυσικές έρευνες καθώς και αρχαιολογικές τομές, προκειμένου να διερευνηθούν τα μυκηναϊκά αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδας. Έτσι αποκαλύφθηκαν δύο μεγάλα αναχώματα που δείχνουν τις τεχνικές της εποχής: «Το βόρειο λειτουργούσε ως φράγμα ανάσχεσης και κατακράτησης υδάτων, ώστε στην άλλη πλευρά να παραμένουν τα εδάφη στεγνά και άρα πρόσφορα για καλλιέργεια. Το νότιο, το οποίο βρισκόταν σε αγροτικό δρόμο που ακολουθεί την πορεία των νερών, είχε κατασκευαστεί με κυκλώπειο σύστημα δόμησης. Το πλάτος των αναχωμάτων μάλιστα φθάνει στα σημεία πίεσης τα 30 μέτρα», λέει η ίδια.
Διευθετήσεις γαιών, αναχώματα, μετακινήσεις ογκολίθων, απομάκρυνση των χωμάτων, κατασκευές είναι μερικά από τα έργα που απαιτήθηκαν, τα οποία όμως «επ΄ ουδενί θα μπορούσαν να γίνουν», όπως επισημαίνει η αρχαιολόγος «χωρίς οργανωμένο σύστημα προμηθειών και κυρίως διοίκησης, δηλαδή χωρίς μία συγκεντρωτική και οργανωμένη εξουσία».
Πράγματι, εκείνη την εποχή ο Ορχομενός ήταν το μεγάλο διοικητικό κέντρο της περιοχής, που έχοντας στη δικαιοδοσία του την τεράστια λίμνη _περί τα 250.000-280.000 στρέμματα _ επιχείρησε το ακατόρθωτο: Να την αποξηράνει, να αρδεύσει τον κάμπο δημιουργώντας τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και να διοχετεύσει τα ύδατα στον κόλπο της Λάρυμνας και από εκεί στη θάλασσα. Για το σκοπό αυτό απαιτήθηκε η εκτροπή δύο ποταμών που την τροφοδοτούσαν (Βοιωτικός Κηφισός και Μέλας) προς τη θάλασσα καθώς και πολλών χειμάρρων. Να σημειωθεί μάλιστα, ότι ειδικά ο Βοιωτικός Κηφισός έχει μεγάλη παραγωγή ως και σήμερα αφού τροφοδοτεί την Υλίκη με το 40% των ετήσιων υδάτων της.
Από την ισχυρή μυκηναϊκή ακρόπολη του Γλα εξάλλου (σε ένα χαμηλό βράχο σήμερα, που εξέχει κατά 20 _40 μέτρα στην πεδιάδα ενώ πριν από την αποξήρανση της λίμνης θα ήταν νησί) φαίνεται πως γινόταν η επίβλεψη του έργου και η αντιμετώπιση πιθανόν εχθρικών επιδρομών.
«… εξ Ακραιφνίου δε ιόντι ευθείαν επί λίμνην την Κηφισίδα _οι δε Κωπαΐδα ονομάζουσι την αυτήν _ ες δε την λίμνην ο τε ποταμός ο Κηφισός εκδίδωσιν αρχόμενος εκ Λιλαίας της Φωκέων και διαπλεύσαντί είσι Κώπαι», αναφέρει ο Παυσανίας στα «Βοιωτικά» του, πολλούς αιώνες φυσικά, αργότερα (2ος μ. Χ.). Γιατί στο μεταξύ το έργο είχε καταστραφεί. Σεισμοί, κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα (ας μη ξεχνάμε πως ο Ορχομένος είχε αιώνιο αντίπαλό του τη Θήβα) είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή και την εγκατάλειψη του έργου με αποτέλεσμα η Κωπαΐδα να πλημμυρίσει πάλι και να ξαναγίνει λίμνη μετά από το 1300 π. Χ.
Η έρευνα λοιπόν, που θα συνεχισθεί και τον επόμενο χρόνο σε συνεργασία με τους Ν. Πετρόχειλο, Ν. Λιάρο, Π. Αγγελίδη, Δ. Κουτσογιάννη, Ν. Μαμάση, Ν. Ζαρκαδούλα, ΑΛ. Καρκάνα, Κέλυ Κουζέλη και Α. Βοτ από το Πανεπιστήμιο του Μάιντζ αναμένεται να δώσει πολλές απαντήσεις σχετικά με καταπληκτικό αυτό έργο.