Πανταχού παρών με τον φακό του, ακόμα και σε πολύ κρίσιμες στιγμές του τόπου, ο Κώστας Μπαλάφας απαθανάτιζε τον μόχθο και τον αγώνα επιβίωσης του Ελληνα στην ύπαιθρο με πάθος και ποιητική διάθεση. Την Κυριακή ο σημαντικός έλληνας φωτογράφος έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του μια σημαντική παρακαταθήκη.
Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στο ορεινό χωριό Κυψέλη Αρτας από φτωχούς γονείς αγρότες. «Εκεί που», όπως λέει ο ίδιος, «οι άνθρωποι παιδεύονται να επιβιώσουν, οργώνοντας την άγονη γη, λες και στύβουν με τα χέρια τους γυμνά το ξερό χώμα και το ποτίζουν με ιδρώτα, ώσπου να δώσει καρπούς. Αναγκαία λύση για την επιβίωση ήταν ο δρόμος της ξενιτιάς, ένα όνειρο αρκετά απατηλό. Το μήνυμα που κυριαρχούσε ειδικά για τους νέους ήταν: «Φύγε να σωθείς». Πάρα πολλοί έφυγαν…».
Σε ηλικία μόλις 11 ετών βρέθηκε στην Αθήνα και ρίχτηκε στη βιοπάλη. «Από το χωριό μου κατέβηκα πρώτα στην Αρτα. Εκεί ο πατέρας μου, για να μη με στείλει μόνο στην Αθήνα, με παρέδωσε σε ένα γνωστό μας δάσκαλο να με συνοδεύσει. Παράκληση του πατέρα μου ήταν να με βοηθήσει ώσπου να βρω στην πλατεία Κουμουνδούρου την ταβέρνα ενός συγχωριανού μας, που ήταν θαυμάσιος άνθρωπος και καλός πατριώτης. Σ’ αυτόν έβρισκαν απάγκιο πολλά χωριατόπαιδα απ’ την Ήπειρο, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Εκτός από ένα πιάτο φαγητό που τους έδινε, φρόντιζε να τους βρίσκει και δουλειά.
»Αυτό έγινε και μ’ εμένα, καταλήγοντας να πιάσω δουλειά σε ένα ονομαστό τότε γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο της οδού Πατησίων κοντά στον Άγιο Λουκά, με την επωνυμία «Δελφοί». Την ημέρα δουλειά, το βράδυ νυχτερινό σχολείο. Μέχρι το 1936. οπότε πήγα για σπουδές κοντά στην πατρίδα μου, στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων.
»Μετά την ευδόκιμη αποφοίτηση συνέχισα σπουδές γαλακτολογίας στην Ιταλία, όπου και έμαθα τα ιταλικά. Το 1939. επέστρεψα στα Ιωάννινα και διορίστηκα έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτοκομική Σχολή. Εκεί εργαζόμενο με βρήκε ο πόλεμος και η Κατοχή».
Η πρώτη επαφή του με τη φωτογραφία και τη φωτογραφική μηχανή, όπως διηγείται ο ίδιος πάντα, ήταν στα δεκατρία του χρόνια. Είχαν έρθει κάτι συγγενείς του αφεντικού από την Αμερική και αυτός, για να τους ευχαριστήσει, τους πήγε στην Πάρνηθα. Μαζί τους οι ξένοι είχαν μια μικρή φωτογραφική μηχανή Μπράουν της Κόντακ. Κάποιος έπρεπε να κρατάει τη μηχανή για να τραβήξει τις οικογενειακές τους φωτογραφίες και έτσι ο μαγαζάτορας πήρε και τον νεαρό υπάλληλο του μαζί… «Οταν κατάλαβα ότι αυτό το μηχάνημα που κρατούσα στα χέρια μου μπορεί να αποτυπώσει σε εικόνα επάνω σε χαρτί ό,τι έχω ζωντανό μπροστά μου, μαγεύτηκα…» είχε πει ο ίδιος.
Το 2008 δώρισε το φωτογραφικό αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη χωρίς ανταλλάγματα, παρά μόνο με μία παράκληση: «Να το προσέχουν» – 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά από το 1939 ως το 2000 αλλά και 60 ταινίες μικρού μήκους έτοιμες για ψηφιακή επεξεργασία, προκειμένου να διασωθούν η καθημερινότητα, τα ήθη και τα έθιμα της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας.
Αυτός ο ποιητής του φακού και του λόγου είχε πει όταν αποχαιρέτισε το αρχείο του: «Δεν είναι ένα αρχαίο κομμάτι. Είναι η ίδια η ζωή μου. Και το ‘δωσα με μία συμφωνία, να το προσέξουν. Γιατί δεν είναι φωτογραφίες της τύχης, είναι φωτογραφίες που στιγμάτισαν τον νου και την καρδιά. Και μετά πέρασαν στο χαρτί».
Αυτό που κάνει μια φωτογραφία σπουδαία, είχε πει, είναι το να φωτογραφίζεις αυτά που δεν φαίνονται: «Η φωτογραφία είναι μια δύσκολη τέχνη επειδή είναι εύκολη».Η κηδεία του Κώστα Μπαλάφα γίνεται σήμερα Δευτέρα, στις 17:30, από το νεκροταφείο Χαλανδρίου.