Ενας πρωθιερέας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας, ο Βσέβολοντ Τσάπλιν, υποστήριξε ότι δυο μυθιστορήματα των συγγραφέων Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, δικαιολογούν την παιδοφιλία και θα έπρεπε να απαγορευτούν απ’ τα γυμνάσια της χώρας. Ζήτησε μάλιστα απ’ την κυβέρνηση να ερευνήσει το θέμα και ακολούθως να περιορίσει την κυκλοφορία των βιβλίων στα πλαίσια της πιο πρόσφατης προσπάθειας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να τεθούν θρησκευτικοί κανόνες σε μια χώρα που κάποτε απαγόρευσε εντελώς τη θρησκεία.
Ο Βσέβολοντ Τσάπλιν, επικεφαλής του τμήματος δημοσίων σχέσεων του Πατριαρχείου της Μόσχας, είπε στον ραδιοφωνικό σταθμό «Ekho Moskvy» ότι η «Λολίτα» του Ναμπόκοφ και τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «δικαιολογούν την παιδοφιλία» και τόνισε ότι τα μυθιστορήματα αυτά «κάνουν τα διεστραμμένα πάθη να φαίνονται ρομαντικά προκαλώντας δυστυχία στους ανθρώπους». «Είναι προφανές, ότι η εκλαΐκευση αυτών των βιβλίων στα σχολικά προγράμματα θα δεν κάνει την κοινωνία μας ηθικά ευτυχέστερη» κατέληξε.
Ο Μιχαήλ Σβιντκόι, πρώην υπουργός Πολιτισμού της Ρωσίας και νυν ειδικός αντιπρόσωπος του Κρεμλίνου για τη διεθνή πολιτιστική συνεργασία, διαφώνησε με τα λεγόμενα του πρωθιερέα υπογραμμίζοντας ότι τέτοιες ενέργειες από την πλευρά των αρχών θα έπλητταν την εικόνα της χώρας. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο οποίος έφυγε απ’ την πατρίδα του τη Ρωσία αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων το 1917, εξέδωσε τη «Λολίτα» στα αγγλικά το 1955.
Το μυθιστόρημα είναι η ιστορία ενός ανεξέλεγκτου και χωρίς όρια πάθους που κυριεύει έναν σαραντάρη διανοούμενο για ένα δωδεκάχρονο κορίτσι και μετά την κυκλοφορία του απαγορεύτηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, την Αργεντινή και τη Νότιο Αφρική, όπως επίσης και σε πολλά δημόσια σχολεία και βιβλιοθήκες στις Η.Π.Α. Ο Ναμπόκοφ μετέφρασε τη «Λολίτα» στα ρωσικά το 1967 αλλά απαγορεύτηκε απ’ το σοβιετικό καθεστώς μαζί με άλλα έργα του. Αντιθέτως, τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κυκλοφόρησαν στη Ρωσία επί σοβιετικού καθεστώτος παρά τις αμέτρητες αναφορές σε αιμομιξίες και ερωτικές συνευρέσεις με ανηλίκους.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας έχει απαιτήσει περιοριστικούς ελέγχους στο περιεχόμενο των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων ενώ έχει επισημάνει ότι οι ρωσίδες πρέπει ν’ ακολουθούν έναν «ορθόδοξο τύπο ένδυσης» φορώντας μακρύτερες φούστες και όχι τόσο «αποκαλυπτικά» ρούχα.
Απ’ την κατάρρευση της – επισήμως άθεης – Σοβιετικής Ενωσης το 1991, η εκκλησία στη Ρωσία έχει επιστρέψει με μια απίστευτη δυναμική στα δημόσια πράγματα της χώρας. Υποστηρίζει ότι έχει στους κόλπους της 100 εκατομμύρια πιστούς στη Ρωσία και επιπλέον δεκάδες χιλιάδες στο εξωτερικό. Ωστόσο κάποιες μετρήσεις έχουν δείξει ότι μόνο το 5% εξ’ αυτών παρακολουθεί πιστά τις τελετουργίες της.
Το προ-σοβιετικό σύνταγμα της Ρωσίας προέβλεπε τον επίσημο διαχωρισμό ανάμεσα στο κράτος και την Εκκλησία αλλά είναι πολλοί οι ιεράρχες που πιστεύουν ότι η τελευταία θα έπρεπε να διεκδικήσει περισσότερη εξουσία μιας και έχει υπηρετήσει πιστά το κράτος στα 1.000 χρόνια ιστορίας του.
Κάποιοι όχι και τόσο θρησκευόμενοι Ρώσοι εκφράζουν την άποψη ότι η Εκκλησία έχει προσαρμόσει τα δόγματά της ώστε να συμπορεύονται με την κυβέρνηση, η οποία έχει νομιμοποιήσει την απομάκρυνση της Ρωσίας απ’ τα δυτικά δημοκρατικά πρότυπα αναπαράγοντας την αντίληψη ότι η χώρα έχει μια μοναδική, ιδιάζουσα ιστορία και κουλτούρα.