Όταν το 1984 ο γάλλος συγγραφέας Τιερί Ζονκέ (1954-2009) εξέδωσε το βιβλίο του «Μυγαλή, η δηλητηριώδης αράχνη» (Καστανιώτης, 2001 μτφ. Μαρίνα Μέντζου) έπεισε τους περισσότερους ότι ανήκε στους καλύτερους εκπροσώπους του «νεοπολάρ» ρεύματος στην γαλλική αστυνομική και νουάρ λογοτεχνία. Πρόδρομος αυτού του κινήματος, που προσανατόλισε το γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα σε μια έντονη κοινωνικοπολιτική κριτική στάση στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, θεωρείται ο Ζαν Πατρίκ Μανσέτ με τον ήρωά του (πρώην χωροφύλακα και μετέπειτα ιδιωτικό ντετέκτιβ) Ευγένιο Ταρμπόν.
Στα 55 χρόνια του, ο Τιερί Ζονκέ έγραψε πολλά αστυνομικά και πολιτικά μυθιστορήματα σπάζοντας τις συμβάσεις του νουάρ προκειμένου να μιλήσει για την κοινωνική δυστυχία μετερχόμενος ακόμα και τη σάτιρα. Περιστασιακά εξέδιδε τα βιβλία του με το ψευδώνυμο Ραμόν Μερκαντέρ (το όνομα του δολοφόνου του Λέοντος Τρότσκι).
Το νουάρ μυθιστόρημά του «Μυγαλή, η δηλητηριώδης αράχνη» είναι το πιο γνωστό έξω απ’ τα σύνορα της πατρίδας του και δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο αυτό μεταφράστηκε στην Αμερική (2003) και το Ηνωμένο Βασίλειο (2005) απ’ τα είκοσι και πλέον βιβλία του.
Ο Ρισάρ Λαφάργκ είναι ένας μεσόκοπος πλαστικός χειρουργός που ζει σε μια έπαυλη στο Βεζινέ και, πέραν της δουλειάς του στο νοσοκομείο, έχει μια ιδιωτική κλινική στη Βουλώνη για τις επεμβάσεις των δικών του πελατών. Επιδιορθώνει τα πάντα: από μύτες και στήθη μέχρι ολόκληρα πρόσωπα. Η Εύα, μια μυστηριώδης γυναίκα, είναι η έγκλειστη της έπαυλής του. Την εκδίδει τρεις φορές το μήνα σε μια γκαρσονιέρα στο Σαιν-Ζερμαίν του Παρισιού, την κακοποιεί, και ξεσπά πάνω της (μέσω των άλλων) όλες τις σεξουαλικές του διαστροφές, ένα μείγμα από μίσος και οίκτο. Τη συνύπαρξη του ζευγαριού έρχεται να ταράξει ο Αλέξ Μπαρνύ, ένας τριχωτός αγροίκος, που τον καταδιώκει η γαλλική αστυνομία επειδή έκλεψε ένα υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας και σκότωσε έναν «οικογενειάρχη μπάτσο».
Ο Αλέξ αποφασίζει να αλλάξει πρόσωπο προκειμένου να ξεφύγει απ’ τους διώκτες του και σκέφτεται να απευθυνθεί στον Λαφάργκ. Προβαίνει στην απαγωγή της Εύας για να εκβιάσει τη συμφωνία του. Ο Λαφάργκ έχει μια κόρη κλεισμένη σε ψυχιατρική κλινική η οποία αυτοτραυματίζεται χαρακώνοντας το πρόσωπο με τα νύχια της. Η κοινή τους συνάντηση στο υπόγειο της έπαυλης, εκεί που κορυφώνεται το δράμα, θα αποκαλύψει παλιά μυστικά: ένα βιασμό, ένα ψυχικό τραύμα που μετατίθεται μέσω της εκδίκησης και ένα αγόρι που σταδιακά μετατρέπεται σε γυναίκα, μια ιστορία όχι μόνο σωματικού αλλά και συναισθηματικού ευνουχισμού που υφαίνει στον ιστό της η δηλητηριώδης αράχνη.
Ο Ζονκέ αφηγείται μέσα σε 133 στυλιζαρισμένες σελίδες δυο παράλληλες ιστορίες που στο τέλος του βιβλίου εκρήγνυνται μαζί. Τότε αποκαλύπτονται όλα, αυτό όμως δε σημαίνει ότι εξηγούνται κιόλας. Το βιβλίο είναι προσεκτικά στημένο και καθόλου μελοδραματικό. Στην πραγματικότητα είναι ένα νουάρ εκδίκησης με διαστροφές, το χαρακτηρίζει μια σαδομαζοχιστική παραξενιά που μπορεί να συγκινήσει ή να εκνευρίσει. Μονάχα στο τέλος έχουμε την πλήρη εικόνα γι’ αυτό το ψυχολογικό θρίλερ, που καταπιάνεται με την αμφισημία της ερωτικής επιθυμίας, τη σωματική και τη ψυχολογική βία, το πάθος και τη λαγνεία, την κτητικότητα και την παθολογική εξάρτηση που συνοδεύουν πολλές φορές τα ερωτικά συναισθήματα.
Στον κινηματογράφο
To βιβλίο του Τιερί Ζονκέ «Μυγαλή, η δηλητηριώδης αράχνη» ήταν εκείνο που ενέπνευσε τον Πέδρο Αλμοδόβαρ στην τελευταία ταινία του την οποία τιτλοφόρησε «La piel que habito» και θα παιχθεί στην Ελλάδα στις 20 Οκτωβρίου με τίτλο «Το δέρμα που κατοικώ».
«Ηταν από αυτά τα μυθιστορήματα τσέπης που διαβάζεις σε μια πτήση και τελειώνεις μαζί τους» είπε στο περασμένο φεστιβάλ των Κανών ο ισπανός δημιουργός μιλώντας στους δημοσιογράφους για την ταινία του. «Αυτό που μου έκανε εντύπωση όμως ήταν το θέμα της εκδίκησης, ένα ζήτημα που ανέκαθεν με εξιτάριζε».
Στο φιλμ, ο Αντόνιο Μπαντέρας που μετά από πολλά χρόνια ξαναβρέθηκε στο πλευρό του σκηνοθέτη που τον ανέδειξε («Ματαντόρ», «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»), υποδύεται τον πλαστικό χειρουργό που πειραματίζεται πάνω σε ανθρώπους μεταμορφώνοντάς τους σε αυτό που εκείνος θέλει.
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι η Βέρα (Έλενα Ανάγια), πρώην Βιθέντε, το αγόρι που βίασε την κόρη του και που ο τελευταίος φυλάκισε αφαιρώντας τα γεννητικά του όργανα και μετατρέποντάς τον στην γυναίκα της ζωής του!
«Πολλοί μου λένε ότι η ταινία μου έχει παραλληλισμούς με τον δρ. Φρανκενστάιν και ενδεχομένως αυτό να ισχύει αν και στο μυαλό μου είχα περισσότερο τους Τιτάνες και τον Προμηθέα» είπε ο Αλμοδόβαρ στις Κάνες. «Οι Τιτάνες έκλεβαν φως για να το δώσουν στους ανθρώπους. Ο Προμηθέας είναι ο δημιουργός. Στην ταινία μου ο Αντόνιο Μπαντέρας είναι και τα δυο. Αλλά την ίδια ώρα το αλυσοδεμένο θύμα του στην ιστορία είναι επίσης ένας Προμηθέας…».
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς την περιπλοκότητα των σχέσεων, τις αλλεπάλληλες σεναριακές ανατροπές, το νοσηρό αλλά γοητευτικό «αλμοδοβαρικό» κλίμα (από τα ντεκόρ μέχρι τις κομμώσεις) και βεβαίως, το κλείσιμο του ματιού του Αλμοδόβαρ που νιώθεις να σου λέει ότι ο αληθινός έρωτας χρειάζεται θυσίες.
Η ταινία «Το δέρμα που κατοικώ» θα παιχθεί στην Ελλάδα από την ODEOΝ στις 20 Οκτωβρίου, ενώ το μυθιστόρημα «Μυγαλή, η δηλητηριώδης αράχνη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη