Σε ηλικία 70 ετών πέθανε ο χιλιανός σκηνοθέτης Ραούλ Ρουίζ, γνωστός από το σουρεαλιστικό ύφος ευρωπαϊκών ταινιών του όπως «Τρεις ζωές και ένας θάνατος» (1996) και η «Γενεαλογία ενός εγκλήματος» (1997) αλλά και από την επιτυχημένη μεταφορά του «Ξανακερδισμένου χρόνου» που γύρισε το 1998 με πρωταγωνιστές την Κατρίν Ντενέβ και τον Τζον Μάλκοβιτς. Λίγα χρόνια αργότερα συνεργάστηκε με την Λετισιά Καστά στις «Αγριες ψυχές».
Η πιο παραγωγική περίοδος του Ρουίζ τοποθετείται στην Γαλλία όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1941 στο Πουέρτο Μοντ της Χιλής, γιός φτωχού ψαρά. Οι θεολογικές σπουδές του στο Σαντιάγκο του έδωσαν την ευκαιρία μιας υποτροφίας του ιδρύματος Ροκφέλερ που τον οδήγησαν στην Αργεντινή όπου σπούδασε κινηματογράφο.
Αρχικώς δούλεψε στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο της Χιλής και του Μεξικού μέχρι το 1968 όταν με την βοήθεια φίλων και συγγενών γύρισε την πρώτη ταινία του, «Tres Tristes». Αποσπώντας το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, η ταινία αποκάλυψε έναν πολύ σημαντικό λατινοαμερικανό σκηνοθέτη, βαθιά επηρεασμένο από τον σουρεαλισμό αλλά και από το νοτιοαμερικανικό κινηματογραφικό κίνημα cinema nuovo.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, το περισσότερο έργο του Ρουίζ παραμένει άγνωστο γιατί δεν παίχθηκε ποτέ στις αίθουσες. Ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο ο Ραούλ Ρουίζ εργαζόταν έχει το κείμενο του καθηγητή παιδοψυχολογία στο πανεπιστήμιο του Παρισιού Ζιλ Τοράν, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Ρουίζ στην δημιουργία του «Ξανακερδισμένου χρόνου». Το κείμενο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα» την εποχή που διανεμήθηκε η ταινία.
«…Η πρώτη επαγγελματική συνάντησή μου με τον Ραούλ Ρουίζ έγινε στο γραφείο μου» γράφει ο Τοράν. «Ο Ρουίζ άρχισε να μου μιλά για τον πρόλογο που θα «άνοιγε» την ταινία. Μέσα από το δωμάτιο του αφηγητή στην Τανσονβίλ, έβλεπε τριαντάφυλλα να ξεπηδούν από την ταπετσαρία και πουλιά να εισβάλλουν στον τοίχο, ενώ στον κήπο τα δέντρα ανεπαισθήτως μετακινούντο μπρος πίσω. «Σαν μια επίθεση του ίλιγγου σε αργή κίνηση». Και ήταν ίλιγγος αυτό που ένοιωσα στην προσπάθειά μου να κρατήσω σημειώσεις από τα οράματά του. Σήμερα δεν μπορώ να τις διαβάσω. Σε κάποιο σημείο θα πρέπει να κατάλαβε την υπερέντασή μου και μου έδειξε ένα μικρό βιβλίο ασκήσεων, όπου είχε σημειώσει στα ισπανικά όλες τις ιδέες του για τον πρόλογο. Είδα φυτά, βέλη, διευθύνσεις της κάμερας, σκηνές, φόντα, ένα καλειδοσκόπιο από πλάνα… Ηταν ο τρόπος του για να πει: «Αυτή είναι η γλώσσα μου και την καταλαβαίνω απόλυτα. Εσύ θα πρέπει να συμπληρώσεις τα υπόλοιπα…»»