«Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις φθηνό διαμέρισμα στο Μανχάταν, έτσι αναγκάστηκα να πάω στο Μπρούκλιν» λέει ο Στίνγκο, ένας άγουρος εικοσάρης απ’ τον αμερικανικό Νότο, τινάζοντας τις άδεις τσέπες του το καλοκαίρι του 1947 στην αρχή του μυθιστορήματος του Ουίλιαμ Στάιρον «Η επιλογή της Σόφι» (1979). Για ολόκληρες γενιές – πολύ πριν γίνει της μόδας – συγγραφείς παρατούσαν τα τσουχτερά ενοίκια του Μανχάταν και τις ακόμα πιο απαιτητικές κοινωνικές αξιώσεις που δημιουργούσε, για να μετεγκατασταθούν στο Μπρούκλιν.
Αυτό που οι αμερικανοί συγγραφείς διέκριναν στο αντισυμβατικό Μπρούκλιν στη διάρκεια των αιώνων, απ’ τους ποιητές Γουόλτ Γουίτμαν και Μάριαν Μουρ μέχρι τον Νόρμαν Μέιλερ και τον Τζόναθαν Λέθεμ, είναι το «Λογοτεχνικό Μπρούκλιν», όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου του νεαρού αμερικανού κριτικού και δημοσιογράφου Έβαν Χιουζ (Literary Brooklyn: The Writers of Brooklyn and the Story of American City Life) που μόλις κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. Ο κριτικός Ντουάιτ Γκάρνερ έγραψε στους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης ότι ο Χιουζ, ο οποίος έχει γράψει σε καλά περιοδικά για θέματα που αφορούν το βιβλίο, παραθέτει ένα σωρό έξυπνα πράγματα που αφορούν το Μπρούκλιν και τη σχέση του με την αμερικανική λογοτεχνία.
Ο Χιουζ καταπιάνεται με το πώς οι συγγραφείς αφομοίωσαν τον «βρόμικο» και κατ’ έναν τρόπο συγκρουσιακό τρόπο σκέψης του Μπρούκλιν, το οποίο κάποτε υπήρξε μια μεγάλη μητρόπολη που αφέθηκε να την καταπιεί η Πόλη της Νέας Υόρκης το 1898, μια παραχώρηση που μερικοί ακόμα αποκαλούν «Το μεγάλο λάθος». Το Μπρούκλιν έχασε την κυριότερη καθημερινή του εφημερίδα αλλά και την ομάδα μπέιζμπολ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. «Ζουν περισσότεροι άνθρωποι στο Μπρούκλιν απ’ ότι στο Σαν Φρανσίσκο, την Ουάσινγκτον, τη Βοστώνη και το Μαϊάμι μαζί» γράφει ο ίδιος.
Παρά το πλούσιο συγγραφικό παρελθόν του, αναφέρει ο Χιουζ, δεν έχει δημιουργηθεί ποτέ μέχρι σήμερα καμιά «σχολή γραφής» του Μπρούκλιν. Πολλοί απ’ τους πιο νέους και διάσημους συγγραφείς που μένουν εκεί – απ’ την Τζούμπα Λαχίρι και τον Τζόναθαν Σαφραν Φόερ μέχρι την Τζένιφερ Ίγκαν και τον Νέιθαν Ένγκλαντερ- σπάνια τοποθετούν τις ιστορίες τους εκεί. Φυσικά, τα καλύτερα και πιο απολαυστικά κομμάτια του βιβλίου είναι προφανώς αυτά που αφορούν τις ζωές μερικών μορφών της αμερικανικής λογοτεχνίας, πώς, για παράδειγμα, ο Γουόλτ Γουίτμαν, τον οποίο ο Χιουζ κατονομάζει σαν «τον πρώτο λογοτεχνικό χίπστερ του Μπρούκλιν», προχώρησε στην αυτοέκδοση των περίφημων «Φύλλων Χλόης» σ’ ένα τοπικό τυπογραφείο.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί συγγραφείς που πέρασαν σημαντικό διάστημα της ζωής τους στο Μπρούκλιν σχολιάζοντας πως «ο Γουόλτ Γουίτμαν, ο Χένρι Μίλερ και ο Χαρτ Κρέιν μαζί δε συμπλήρωναν ούτε ένα εξάμηνο στο κολέγιο». Αναφέρεται επίσης στον Τόμας Κλέιτον Γουλφ που, αναφερόμενος στο ρυπαρό Κανάλι «Gowanus», έγραφε για μια «τεράστια συμφωνική δυσωδία» που είχε τη μυρωδιά «της ψόφιας γάτας που αποσυντίθεται» και των «προϊστορικών αυγών». Ο Χιουζ αντιπαραβάλλει τις εμπειρίες συγγραφέων όπως αυτή του Γουλφ, που μετοίκισαν στο Μπρούκλιν, με αυτές εκείνων που περισσότερο ήθελαν να δραπετεύσουν από κει, όπως ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ και ο Άλφρεντ Κάζιν.
Όπως είχε πει ο Νόρμαν Ποντχόρετς το 1967 «ένα απ’ τα πιο μεγάλα ταξίδια στον κόσμο είναι το ταξίδι απ’ το Μπρούκλιν στο Μανχάταν – ή τουλάχιστον από συγκεκριμένες γειτονιές του Μπρούκλιν σε συγκεκριμένες γειτονιές του Μανχάταν». Η αναφορά στον Νόρμαν Μέιλερ και συγκεκριμένα στο πώς η επιτυχία του άλλαξε τις προσδοκίες που είχαν οι εβραίες μητέρες για τους πολλά υποσχόμενους γιους τους, είναι διασκεδαστική. Παλαιότερα, έπρεπε να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι. Τώρα οι μητέρες τους έλεγαν: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου, γιόκα μου, και γράψε ένα βιβλίο όπως ακριβώς το έκανε ο Νόρμαν Μέιλερ».
Μεταξύ άλλων, μνημονεύεται η χαρακτηριστική παρατήρηση του Τζόναθαν Λέθεμ για το Μπρούκλιν. «Βαθιά μπασταρδεμένος απ’ τη φύση του, αυτός ο τόπος αφομοίωσε τις πρώτες, μικρές και διάσπαρτες ομάδες των χίπηδων, των ομοφυλοφίλων και των ζωγράφων με μεγάλη γενναιοδωρία . Όμως, με τα πρώτα σημάδια της οικιστικής έκρηξης και την εκτεταμένη εκτόπιση του υπάρχοντος πληθυσμού, οι αλλαγές πολιτικοποιήθηκαν».
Καιρός είναι οι έλληνες εκδότες να στραφούν και στα πολύ ενδιαφέροντα non fiction βιβλία της αμερικανικής αγοράς με πιο συστηματικό τρόπο. Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα πολλά μέτρια αμερικανικά μυθιστορήματα που μεταφράζονται δε θα λείψουν σε κανέναν.