Δυο γαλλικές αστυνομικές ταινίες ασταμάτητης δράσης ξεχωρίζουν στiς αίθουσες

Κυνηγητό στο Παρίσι x 2

Δεξιοτεχνικά γυρισμένο στους πολύβουους δρόμους του Παρισιού, το αστυνομικό θρίλερ «3 ώρες διορία» («Point blank», Γαλλία, 2011) του Φρεντ Καβαγιέ είναι μια άκρως χορταστική ταινία με την αδρεναλίνη στο… διάστημα. Βεβαίως, το βασικό μοτίβο, εδώ, είναι μια πολύ παλιά, χιλιοειπωμένη ιστορία: ένας άνθρωπος (Ζιλ Λελούς) θα βρεθεί στο λάθος σημείο την λάθος στιγμή για να ζήσει μέσα σε μια μέρα όλα όσα θα χρειαζόταν δυο ζωές για να ζήσει. Ανάμεσα σε μια ομάδα διεφθαρμένων αστυνομικών που θέλουν το κεφάλι του και έναν κακοποιό (Ροσντί Ζεμ) τον οποίο πρέπει να βγάλει από το νοσοκομείο και να παραδώσει στον φίλο του που κρατά όμηρο την γυναίκα του. Το στοίχημα του Καβαγιέ είναι να μην σ’ αφήσει ούτε στην τουαλέτα να πας και η αλήθεια είναι ότι τα καταφέρνει χωρίς να πέφτει στην παγίδα των υπερβολών, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε ένα άλλο γαλλικό αστυνομικό θρίλερ, το «Switch» (Γαλλία, 2011) του Φρεντερίκ Σεντερφέρ.

Στο ίδιο μοτίβο, με το ίδιο εύρημα αλλά πολλά προβλήματα στο σενάριο, το «Switch» έχει ως βασικό ατού την κυρίαρχη παρουσία του Ερίκ Καντονά. Παίζοντας τον «περπατημένο» αστυνομικό που προσπαθεί να λύσει μια δύσκολη υπόθεση δολοφονίας (και όχι μόνον) ο πρώην άσος του ποδοσφαίρου σε κάνει να ξεχνάς για λίγο την αναληθοφάνεια του σεναρίου που έγραψε ο Ζαν Κριστόφ Γκρανζέ (συγγραφέας των «Πορφυρών ποταμιών» και της «Αυτοκρατορίας των λύκων» και επίσης παραγωγός). Το πρώτο μέρος κυλά θαυμάσια στο «χιτσκοκικό» του σύμπαν: μια καναδέζα (Καρίν Βαρνάς) που άλλαξε σπίτι μέσω ίντερνετ με μια παριζιάνα, θα βρεθεί μπλεγμένη σε μια απίστευτη ιστορία όταν στο νέο της σπίτι θα βρεθεί η σορός ενός αποκεφαλισμένου άντρα. Το δεύτερο μέρος όμως που υποτίθεται ότι δίνει την λύση καταλήγει σε κουραστικό μπέρδεμα σε σημείο που για να καταλάβεις τι ακριβώς έγινε θα πρέπει να ξαναδείς την ταινία. Και όμως ο σκηνοθέτης Φρεντερίκ Σεντερφέρ στο παρελθόν μας είχε δώσει ένα σαφώς ανώτερο θρίλερ, τους «Κατασκόπους» με το ζεύγος Βενσάν Κασέλ, Μόνικα Μπελούτσι.

«3 ώρες διορία», βαθμολογία: 3
«Switch», βαθμολογία: 2

Προβλέψιμο θρίλερ μυστηρίου

Η φιλμογραφία της Χίλαρι Σουόνκ γίνεται μόνον αριθμητικά πλουσιότερη με το θρίλερ «Ποτέ δεν είσαι μόνη» («The resident», ΗΠΑ, 2011) του φινλανδού σκηνοθέτη Αντι Τζόκινσεν που προέρχεται από τον χώρο των μουσικών βίντεο. Προβλέψιμο από το σημείο μηδέν ως την κλιμάκωση, το σενάριο ακολουθεί μια νεαρή γιατρό (Σουόνκ) στην προσπάθειά της να βρει σπίτι στη Νέα Υόρκη. Η γυναίκα καταλήγει σε ένα διαμέρισμα που ναι μεν της αρέσει αν και την ίδια ώρα το βρίσκει κάπως «ενοχλητικό». Το «κάπως ενοχλητικό» θα γίνει ακόμα περισσότερο ενοχλητικό όταν βγαίνει στην επιφάνεια το αρρωστημένο πάθος για αυτήν από τον ιδιοκτήτη (Τζέφρι Ντιν Μόργκαν). Κάτι βέβαια που μυρίζεσαι με το που τον βλέπεις.
Δεν ξέρω αν η «Ψυχώ» βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού των δημιουργών του «Ποτέ δεν είσαι μόνη», πάντως αυτή η κλασική ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκ κτυπάει εδώ διαρκώς (και ηχηρά) την πόρτα. Περιορισμένη στο διαμέρισμα της ηρωίδας η δράση δεν σε παρασύρει μαζί της, επειδή πολύ απλά αντιλαμβάνεσαι τι πρόκειται να γίνει στο επόμενο καρέ. Εν τέλει, το μόνον που μου έμεινε από το φιλμ στο οποίο έναν μικρό ρόλο κρατά και ο βετεράνος Κρίστοφερ Λι είναι το πόσο ο Τζεφρεϊ Ντιν Μόργκαν θυμίζει τον Χαβιέ Μπαρδέμ…
Βαθμολογία:1

Ασυνήθιστος έρωτας
Το κοινωνικό θέμα που πραγματεύεται η ισπανική ταινία «Εμείς οι δυο» («Yo, tambien», 2010) των Αλβαρο Πάστορ και Αντόνιο Ναχάρο, είναι από μόνο του εξαιρετικά σημαντικό αλλά και ενδιαφέρον. Κατά πόσο θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μια ερωτική σχέση ανάμεσα σε μια γυναίκα 40 περίπου ετών με έναν μικρότερό της άντρα που όμως πάσχει από σύνδρομο Down. Αν κάτι όμως κάνει τον τελευταίο ξεχωριστή περίπτωση είναι οι σπουδές του. Στα 34 του, ο Ντανιέλ (Πάμπλο Πινέδα) είναι ο πρώτος ευρωπαίος με σύνδρομο Down που έχει αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο και εργάζεται στην δημόσια υπηρεσία της κοινωνικά «ατίθασης» προστάτιδάς του (Λόλα Δουένιας) την οποία και ερωτεύεται.

Η αντικοινωνική συμπεριφορά των δυο αυτών ανθρώπων είναι που τελικά τους φέρνει κοντά. Εκείνος γιατί λόγω ασθένειας δεν μπορεί παρά να φέρεται επιθετικά προς τους κοινωνικούς κανόνες, εκείνη επειδή είναι στη φύση της επαναστάτρια. Το κατά πόσο όμως μια τόσο ιδιαίτερη σχέση μπορεί να λειτουργήσει, είναι που σε κρατά «κολλημένο» μέχρι το τέλος σε μια ταινία που πρωταγωνίστησε για τις ερμηνείες των Δουένιας και Πινέδα στο περσινό φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.

Βαθμολογία: 2

Ερωτική έμπνευση
Η επιστροφή της Τζέιν Κάμπιον στην κινηματογραφική σκηνοθεσία έγινε με το «Bright star» (Αγγλία, 2009) που όλως περιέργως παρέμεινε στο ράφι επί δυο ολόκληρα χρόνια προτού τελικά διανεμηθεί στην χώρα μας. Και είναι κρίμα που το φιλμ βγαίνει άρον -άρον μαζί με τα οκτώ ακόμα αυτής της εβδομάδας γιατί ενδεχομένως να περάσει απαρατήρητο_ κάτι που σίγουρα δεν του αξίζει. Η σκηνοθέτις φωτίζει ένα καταραμένο ρομάντζο περασμένων εποχών, εκείνο του βρετανού ποιητή Τζον Κιτς (Μπεν Γουίσο) και της Φάνι Μπρόουν (Αμπι Κόρνις). Γνωρίστηκαν ως γείτονες στο Χάμπστεντ του Βόρειου Λονδίνου το 1819. Αφημένος στην γοητεία της,ο Κιτς, έγραψε για την μούσα και γειτόνισσά του δεκάδες ερωτικά γράμματα και ποιήματα, ανάμεσα στα οποία και την πασίγνωστη «Ωδή στην μελαγχολία».. Από ένα τέτοιο ποίημα άλλωστε είναι παρμένος ο τίτλος της ταινίας.
Οι ταινίες εποχής, κοστουμιών και πονεμένου έρωτα ταιριάζουν στην Τζέιν Κάμπιον, αρκεί να θυμηθεί κανείς το «Πορτρέτο μιας κυρίας» ,τον «Αγγελο στο τραπέζι μου» και κυρίως, τα «Μαθήματα πιάνου» που το 1993 χάρισαν στην νεοζηλανδέζα σκηνοθέτιδα τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες εξ’ ημισείας με το «Αντίο παλλακίδα μου» του Τσεν Κάιγκε. Εδώ η Κάμπιον ελέγχει με σχολαστική προσοχή το θέμα αλλά και τον περίγυρό του. Εστιάζει στην μελαγχολία που κρύβεται πίσω από την ουσιαστική ποίηση σε συνάρτηση με την τραγωδία της ζωής. Φυματικός και αδύναμος, ο Κιτς (έκτακτη επιλογή ο Γουίσο του «Αρώματος») ακολούθησε τις οδηγίες των γιατρών και αναζήτησε θερμότερο κλίμα στην Ρώμη όπου πέθανε 25 μόλις χρονών χωρίς ποτέ να γευτεί την φήμη που επρόκειτο να τον ακολουθήσει μετά θάνατον.
Βαθμολογία: 3

Οταν ο Ρόμπερτ γνώρισε την Μόνικα
Η συνάντηση Ρόμπερτ ντε Νίρο – Μόνικα Μπελούτσι είναι το ισχυρό «χαρτί» της αισθηματικής ταινίας «Οι εποχές του έρωτα» («Manuele d’ amore 3», Ιταλία, 2011) του Τζιοβάνι Βερονέζι. Αλλά για να τους δείτε μαζί θα πρέπει να κάνετε λιγο υπομονή γιατί εμφανίζονται προς το τέλος της διάρκειας 125 ταινίας η οποία όπως φαίνεται και από τον τίτλο της αποτελεί το τρίτο μέρος μιας σειράς σπονδυλωτών ταινιών που πραγματεύονται ερωτικά επεισόδια με φόντο την Ιταλία.
Χωρισμένη σε τρία μέρη («Νεότητα», «Ωριμότητα», «Πέρα») το φιλμ είναι φτιαγμένο για να συγκινήσει άνευ όρων. Στη «Νεότητα», μια πανέμορφη «τρελή» (Λάουρα Τσιάτι) παρασύρει στην λαγνεία έναν δικηγόρο που πρόκειται να παντρευτεί (Ρικάρντο Σκαμάρτσιο). Ο χωρισμός τους τον οδηγεί ξανά στην γυναίκα του. Η «Ωριμότητα» -που είναι το πιο κωμικό επεισόδιο- αναφέρεται στην περίπτωση ενός διάσημου τηλεπαρουσιαστή (ο Κάρλο Βερόνε που θυμίζει τον Ούγκο Τονιάτσι) ο οποίος μπλέκει με μια άλλη τρελή (Ντονατέλα Φινοτσιάρο) και διαλύει τον γάμο του. Και στο τέλος, βέβαια, η Μπελούτσι, στον ρόλο της γεματούλας καλλονής που ξαναδίνει ζωή σε έναν «παραιτημένο» καθηγητή ιστορίας της τέχνης στη Ρώμη (Ρόμπερτ ντε Νίρο). Η ώρα περνά ευχάριστα και όλα ξεχνιούνται αμέσως…
Βαθμολογία: 2
Επανεκδόσεις

Ο δράκος του ναζισμού

Στην Γερμανία λίγο από πριν την άνοδο του Χίτλερ, ένας δολοφόνος κατά συρροή με το παρατσούκλι «Ο δράκος του Ντίσελντορφ» σκορπά τον τρόμο σκοτώνοντας ανυποψίαστους πολίτες… «Ο δράκος του Ντίσλεντορφ» («Μ», Γερμανία, 1931) είναι και ο τίτλος της αριστουργηματικής αυτής ταινίας του γερμανικού εξπρεσιονισμού, της οποίας οι πολιτικές προεκτάσεις που αποδίδονται με συμβολικό τρόπο θορύβησαν το ναζιστικό κόμμα που είχε αρχίσει ήδη να ωριμάζει (ο σκηνοθέτης Φριτς Λανγκ αναγκάστηκε μάλιστα να αλλάξει τον αρχικό τίτλο της ταινίας που ήταν «Οι δολοφόνοι είναι ανάμεσά μας»).
Την ίδια ώρα η ταινία έχει πανέξυπνα ευρήματα. Χαρακτηριστικό της το ότι ο «δράκος» ,ένας εκπληκτικός Πίτερ Λόρε ,εμφανίζεται μετά το πρώτο μισό της ταινίας! Αποδίδεται κατά τέτοιον τρόπο από τον που ο θεατής ,τελικά, του παραχωρεί τον οίκτο. Την ταινία του Λανγκ ακολούθησε ένα απελπιστικά επιφανειακό αμερικανικανικό ριμέικ ,ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Κλοντ Σαμπρόλ γύρισε τον δικό του «Μ», αμυδρά βασισμένο στην ταινία του Λανγκ (η ταινία θα προβάλλεται αποκλειστικά στο Ζέφυρο).
Βαθμολογία: 5

Επανάσταση με …φαντασία
Από τους ελάχιστους αμιγώς πολιτικοποιημένους σκηνοθέτες, ο Ρόμπερτ Κράμερ θεωρείται επίσης ένας από τους πιο υποτιμημένους. Μπορεί οι ταινίες του να μην είχαν ποτέ πλατιά απήχηση, είχαν όμως πάντα πιστούς οπαδούς, ανάμεσα στους οποίους και ο Ζαν Λικ Γκοντάρ που θεωρούσε τον Κράμερ ιδιοφυία.
Στον «Πάγο» ,τρίτο μέρος μιας πολιτικής τριλογίας του Κράμερ που προβάλλεται κατ’ αποκλειστικότητα στις αίθουσες Τριανόν και Μικρόκοσμος ο σκηνοθέτης υιοθετεί την λογική μιας ταινίας πολύ κοντά στην επιστημονική φαντασία για να σχολιάσει την ίδια την εποχή που φτιάχτηκε το φιλμ (1968), όταν η Αμερική έβραζε ανάμεσα στις ριζικές αλλαγές τα επαναστατικά κινήματα, τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τις δολοφονίες πολιτικών αρχηγών. Ο «Πάγος» που με έξυπνο τρόπο αποφεύγει την κοινωνική καταγγελία αφήνοντας τον εθατή να αποφασίσει, παρακολουθεί την προσπάθεια μιας ομάδας επαναστατών να αγγίξει την μάζα του λαού ,γεγονός που καθίσταται αδύνατον αφού η κυβέρνηση ελέγχει πλήρως τα ΜΜΕ που καταδικάζουν τις πράξεις των επαναστατών παρουσιάζοντάς τους ως τρελούς. Αν όλ’ αυτά σας θυμίζουν ψήγματα της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα, σας διαβεβαιώ ότι δεν πέφτετε έξω.
Βαθμολογία: 3

Προβάλλεται επίσης
Ο «Ζωολογικός τύπος» («Zookeeper», ΗΠΑ, 2011) του Φρανκ Κοράτσι, η ιστορία ενός συμπαθέστατου μπούλη (Κέβιν Τζέιμς), φύλακα ζωολογικού κήπου, ο οποίος θα βρει συμπαράσταση από τα ομιλούντα ζώα στην δύσκολη στιγμή.
Βαθλολογία: _

Αξιολόγηση
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _ :χωρίς άποψη