«Οι καμπάνες του Σαν Σαλβατόρε διέκοψαν την ονειροπόληση του Γιόζεφ Μπρόιερ». Με αυτή τη φράση αρχίζει ο αμερικανός ψυχίατρος Ίρβιν Γιάλομ, καθηγητής υπαρξιακής ψυχολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια, το μυθιστόρημά του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε». Τέτοιες φλύαρες συστάσεις ήταν απαραίτητες πριν από 10 χρόνια, όταν ο Ίρβιν Γιάλομ πρωτοεμφανιζόταν στο ελληνικό κοινό από τις εκδόσεις Άγρα. Έκτοτε, τον ίδιο και το συγκεκριμένο μυθιστόρημα τα ξέρουν ακόμη και οι πέτρες. Κυριολεκτικά. Τέτοια εποχή, έβλεπες το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» επάνω σε κάθε πετσέτα απλωμένη στα βότσαλα των ελληνικών παραλιών. Η επιτυχία του μυθιστορήματος ήταν ραγδαία, η πρόσληψή του καθολική. Στην αρχή ήταν οι βιβλιόφιλοι. Αργότερα οι πάντες. Το βιβλίο βρισκόταν στις λίστες των μπεστ-σέλερ για χρόνια και, αν δεν το είχες διαβάσει, ήσουν περιφρονητέα μειοψηφία.
Εφέτος, 10 χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», κυκλοφορεί σε νέα πολυτελή έκδοση, με σκληρό εξώφυλλο, κουβερτούρα και σελιδοδείκτη. Συνοδεύεται από νέο επίμετρο του συγγραφέα, φωτογραφίες και βιογραφικά σημειώματα όλων των ιστορικών προσώπων που αναφέρονται στο βιβλίο καθώς και από δύο επιστολές που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα και που δείχνουν ότι η φανταστική συνάντηση του Νίτσε με τον Μπρόιερ, τον δάσκαλο του Φρόιντ, γύρω από την οποία αναπτύσσεται το μυθιστόρημα, θα μπορούσε να έχει συμβεί στην πραγματικότητα: «Η συγγραφική δημιουργία είναι η Ιστορία όπως θα μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα» γράφει στο επίμετρο ο συγγραφέας παραθέτοντας τον Αντρέ Ζιντ. Δεν έχει σημασία για την απόλαυση του μυθιστορήματος να γνωρίζουμε αν θα μπορούσε να έχει συμβεί η συνάντηση Νίτσε-Μπρόιερ ή το ενδεχόμενο να ανακαλύψουμε κάποτε ότι όντως συνέβη. Ο επετειακός χαρακτήρας της έκδοσης δίνει όμως έναυσμα να σκεφτούμε λίγο για το εκδοτικό φαινόμενο Γιάλομ στην Ελλάδα.
Ο Σταύρος Πετσόπουλος, ο εκδότης της Άγρας, έχει αρχή του να μη δίνει νούμερα πωλήσεων, κι έτσι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το φαινόμενο Γιάλομ με αριθμούς. Ένα μέγεθος της επιτυχίας των τίτλων του στην Ελλάδα δίνει όμως ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στην Αστερόπη Λαζαρίδου για το «Βήμα» το 2009: «Δεν μπορώ να πιστέψω στα αφτιά μου κάθε φορά που πληροφορούμαι για τις πωλήσεις των βιβλίων μου στη χώρα σας. Πουλάω πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, παρά στην Αμερική. Συγκριτικά με τον πληθυσμό σας, το ελληνικό κοινό είναι το μεγαλύτερο και το πιο πιστό που είχα ποτέ».
Ποιο είναι το μυστικό της τεράστιας επιτυχίας του Γιάλομ στην Ελλάδα, που δεν έχει αντίστοιχο στην Αμερική; Το εκλεκτικό εκδοτικό προφίλ της Άγρας εξασφάλισε, στην αρχή, την προσοχή του σκληρού πυρήνα των βιβλιόφιλων στον άγνωστο συγγραφέα. Οι βιβλιόφιλοι όμως δεν αρκούν για να κάνουν ένα βιβλίο μπεστ-σέλερ. Το ιστορικό σκηνικό του μυθιστορήματος –οι συναντήσεις στα καφέ και στις πλατείες της Βενετίας του 1882, οι συζητήσεις και οι περίπατοι στην ατμοσφαιρική Βιέννη του 19ου αιώνα– δελέασε τους αναγνώστες που αγαπούν τις αφηγήσεις εποχής, και δεν είναι λίγοι. Όσον αφορά τους χαρακτήρες, έχουμε μοιραίες καλλονές της Ιστορίας, τη θρυλική Λου Σαλομέ, που αφηγείται μάλιστα το ménage à trois με τον φιλόσοφο Πολ Ρε και τον φίλο του Φρίντριχ Νίτσε, και τη Βέρθα Πάπενχαϊμ, την πασίγνωστη με το ψευδώνυμο Άννα Ο. υστερική ασθενή του Μπρόιερ. Γύρω τους σπουδαίοι άνδρες, ο αυστριακός γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ, που έθεσε με το έργο του τις βάσεις για την ψυχανάλυση, και ο γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, οι οποίοι βιώνουν σιωπηλά και επώδυνα ρομαντικούς έρωτες α λα Γκαίτε. Στα πόδια τους κυκλοφορεί ο νεαρός εκκολαπτόμενος πατέρας της ψυχανάλυσης Ζίγκμουντ Φρόιντ. Υπάρχει επιπλέον η ψευδαίσθηση ότι κοιτάμε από την κλειδαρότρυπα τη ζωή μεγάλων φυσιογνωμιών της Ιστορίας. Υπάρχει, επίσης, η υπόσχεση απομυθοποίησης του περίφημου σκοτεινού φιλοσόφου που υπόσχεται ο τίτλος. Το όνομα του Νίτσε, του πιο επιδραστικού φιλοσόφου του 19ου αιώνα στη μεταμοντέρνα εποχή, είναι ίσως οικείο στο ελληνικό κοινό λόγω της επιρροής του στη σκέψη του δικού μας Καζαντζάκη, όμως αυτή η σχέση «εξ αγχιστείας» δεν τον έχει κάνει περισσότερο προσιτό σε ευρύ κοινό. Ο Γιάλομ υπόσχεται στον τίτλο του έναν Νίτσε ευάλωτο, ανθρώπινο, και άρα προσπελάσιμο.
Με τον χαρακτήρα του Νίτσε συνδέει την επιτυχία του βιβλίου στην Ελλάδα ο συγγραφέας: «Έχει να κάνει με τον πολιτισμό σας», έλεγε στη συνέντευξη που προαναφέραμε. «Οι Έλληνες εμπνέονται περισσότερο από ήρωες όπως ήταν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, παρά από υπερήρωες όπως ήταν ο Σούπερμαν. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η έκθεση βιβλίου που διοργανώνεται κάτω από την Ακρόπολη. Κοντοστάθηκα σε ένα περίπτερο και συνειδητοποίησα ότι είχε τα άπαντα του Χέγκελ, τη στιγμή που η πλειονότητα των Αμερικανών δεν έχει ιδέα ποιος είναι ο Χέγκελ».
Αγαπούμε τόσο τη φιλοσοφία όσο οι αρχαίοι πρόγονοί μας; Μάλλον όχι. Μάλλον, όπως φαίνεται από την επιτυχία που γνώρισαν και τα επόμενα βιβλία του Γιάλομ, το ενδιαφέρον μας δεν στρέφεται στη φιλοσοφία αλλά στην ψυχανάλυση.
Στην προολυμπιακή ευημερούσα Ελλάδα, η ψυχανάλυση είχε αρχίσει να γίνεται μόδα, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το στίγμα του «τρελού» που συνόδευε όσους παλαιότερα έκαναν ψυχοθεραπεία έδωσε τη θέση του σε μια τάση που εξέφραζε εκλέπτυνση, βάθος, οικονομική άνεση και ανώτερο κοινωνικό status. Στις φιλικές κουβέντες όροι όπως μεταβίβαση, απώθηση, διεργασία, προβολή, ταύτιση άρχισαν να εμφανίζονται όλο και πιο συχνά. Παρ’ ότι όμως η άνοδος του βιοτικού και του μορφωτικού επιπέδου αλλά και το ρεύμα της εποχής έστελνε όλο και περισσότερους στον ψυχοθεραπευτή, λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν ή ήθελαν να κατανοήσουν βασικές έννοιες της ψυχανάλυσης. Ο Γιάλομ υπόσχεται να βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση με τρόπο εύληπτο και ελκυστικό. Πρόθεσή του, όπως εξηγεί ο ίδιος σε δοκίμιό του σχετικά με τη συγγραφή του μυθιστορήματος, ήταν να γράψει ένα διδακτικό μυθιστόρημα, το οποίο «αφενός εισαγάγει τον σπουδαστή της ψυχοθεραπείας στις βασικές αρχές της υπαρξιακής θεωρίας με ένα νέο εκπαιδευτικό εργαλείο και αφετέρου διερευνά τη σχέση που αναπτύσσεται στην ψυχοθεραπεία ανάμεσα στον θεραπευτή και στον θεραπευόμενο». Και τα καταφέρνει θαυμάσια. Ψυχίατρος με βαριές περγαμηνές και όχι κανένας τσαρλατάνος και με το παραδοσιακό ταλέντο των κλασικών της ψυχανάλυσης να αφηγούνται απολαυστικές ιστορίες –ας θυμηθούμε τον Φρόιντ και την ανάλυση του περιστατικού της υστερικής Ντόρας, που διαβάζεται καλύτερα ως μυθιστόρημα παρά ως ιατρική έκθεση– κατάφερε να κερδίσει με την πεζογραφία του το ελληνικό κοινό που διψούσε για ψυχανάλυση και ερμηνείες. Η επιτυχία του πρώτου βιβλίου συμπαρέσυρε και τα υπόλοιπα. Τα μυθιστορήματα «Στο ντιβάνι» (2002) και «Η θεραπεία του Σοπενάουερ» (2005) και τα δοκίμια ψυχοθεραπείας «Στον κήπο του Επίκουρου: αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου» (2008) και «Κάθε μέρα λίγο πιο κοντά» (2010), όλα από την Άγρα, είναι μερικοί από τους δημοφιλέστερους τίτλους του, που ξεπερνούν τους δώδεκα στην ελληνική αγορά.
Στη διάλεξη του Γιάλομ για τον θάνατο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2009, παρευρέθησαν περισσότερα από 4.000 άτομα –πολλές οι γυναίκες ανάμεσά τους– που παρακολούθησαν την ομιλία του αμερικανού καθηγητή με τον ενθουσιώδη παροξυσμό του φανατικού θαυμαστή. Δύο χρόνια μετά, το άγχος και η αβεβαιότητα της παρατεινόμενης οικονομικής κρίσης και τα πραγματικά προβλήματα που έχει δημιουργήσει ζητούν τις δικές τους απαντήσεις και πρόσφορους τρόπους εσωτερικής αντιμετώπισης. Η ψυχανάλυση, στη δοκιμιακή και στην μυθοπλαστική εκδοχή της εξακολουθεί να ενδιαφέρει και να πουλάει. Τα 5.000 αντίτυπα που τυπώθηκαν στο τιράζ της νέας επετειακής έκδοσης –όπως διαβάζουμε στον κολοφώνα– είναι αριθμός ενδεικτικός για τις αναμενόμενες πωλήσεις της επανέκδοσης ενός βιβλίου το οποίο, μολονότι κυκλοφορεί στην αγορά 10 χρόνια, φαίνεται ότι δεν έχει εξαντλήσει την απήχησή του.