«Ενας χαμένος ελέφαντας» ήταν ο τίτλος που είχε σκεφθεί για την παράσταση-αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο η Μάνια Παπαδημητρίου . Ηρθε όμως «δεύτερη», μια που με αυτόν ακριβώς τον τίτλο- από την «Αμοργό» του- βάφτισε η Αγαθή Δημητρούκα το συνέδριο που θα γίνει στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο (Μουσείο Μπενάκη, 23-25.9.2011), κλείνοντας τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννησή του (1911). Ετσι θα παρουσιασθεί «Ο γνωστός μας άγνωστος κύριος Γκάτσος» που σκηνοθετεί η Μάνια Παπαδημητρίου, ενώ παρέα με την Αγαθή Δημητρούκα, τη στιχουργό και σύντροφο-ακόλουθο του ποιητή, διάλεξαν τα κείμενα που ντύνουν αυτή την παραγωγή, η οποία κλείνει τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου.

Στίχοι και μουσικές, τραγούδια και εικόνες, πρόσωπα και εποχές. Από το πατρικό σπίτι στην Ασέα της Αρκαδίας και τον βίαιο θάνατο του πατέρα (πέθανε στο πλοίο για τη Νέα Υόρκη και τον έριξαν στη θάλασσα…), τη σχέση με την αδελφή του και τη μάνα του, το ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις λέξεις, την άφιξη στην Αθήνα και τις γνωριμίες- από τη 17χρονη Αγαθή ως τις μεγάλες μορφές της τέχνης της εποχής-, η παράσταση ακολουθεί τον Νίκο Γκάτσο και μαζί την εποχή του – κοινωνική και πολιτική. Ακολουθεί τον ποιητή, τον στιχουργό, τον συνεργάτη, τον άνθρωπο. Με χιούμορ και δάκρυ, αίσθημα και συναίσθημα, πιάνει το νήμα και μας πάει παρέα με τους στίχους της ζωής μας.

«Ο Γκάτσος έγραφε κυρίως κατά παραγγελία, πάνω σε μελωδίες και για έναν συγκεκριμένο τραγουδιστή. Τον ενδιέφερε το συναίσθημα που ταίριαζε στη μελωδία,έψαχνε το ύφος που ταίριαζε με τον τραγουδιστή,με το παρουσιαστικό του». Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις, όπως «Η Μυθολογία», «Τα Παράλογα», «που γράφτηκαν αλλιώς- πρώτα οι στίχοι δηλαδή.Ή κάποια άλλα με τον Ξαρχάκο, γιατί ο Ξαρχάκος προτιμούσε να έχει στίχους.Στο “Ρεμπέτικο” όμως οι στίχοι γράφτηκαν πάνω στη μελωδία. Οπως και η “Αθανασία” του Χατζιδάκι. Ορισμένα» θυμάται η Αγαθή Δημητρούκα «βγήκαν έπειτα από συζήτηση με τον Χατζιδάκι». Αρα συμπεραίνει κανείς ότι όλη η ζωή του περιστρεφόταν γύρω από τη δουλειά του. «Οχι» απαντά. «Ολη του η ζωή δεν ήταν γύρω από αυτό με την έννοια που γίνεται σήμερα. Τότε έγραφαν επί έναν-ενάμιση μήνα και μετά ζούσαν με ό,τι είχαν βγάλει πάνω από έναν χρόνο. Εκαναν έναν ολόκληρο κύκλο τραγουδιών μέσα σε έναν χρόνο ή ενάμιση…». Οσο για τη σχέση με τον Χατζιδάκι, ήταν ξεχωριστή: «Συναντιόνταν κάθε μέρα ή μέρα παρά μέρα και συζητούσαν για όλα:την πολιτική κατάσταση,τον κόσμο, την τέχνη. Δεν μιλούσαν κολλημένοι σε έναν στίχο. Οταν αποφάσιζαν να ασχοληθούν με ένα έργο,τότε το συζητούσαν,έψαχναν να βρουν τους δρόμους που θα τους οδηγήσουν στον στόχο τους… Οχι, δεν είχε επίγνωση του μεγέθους του ο Γκάτσος, γιατί τον θυμάμαι κάθε φορά να ξαφνιάζεται όταν κάποιος του μιλούσε για τα τραγούδια του. Πρέπει όμως να πω ότι δεν τον απασχολούσε ούτε η επιτυχία ούτε η υστεροφημία του».

Ενα κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου αφιερωμένο στον Νίκο Γκάτσο, «Τα τείχη» από τα «Γραπτά» ή την «Προσωπική Μυθολογία», στάθηκε η αφορμή ώστε η Μάνια Παπαδημητρίου να επαναπροσεγγίσει τον Γκάτσο. «Ο Εμπειρίκος μιλούσε για έναν Ιερό Ποδηλάτη που μέσα σε μια πολιορκημένη πόλη συνεχίζει να ποδηλατεί νυχθημερόν χωρίς να αλ λάζει ρυθμό, δίνοντας αισιοδοξία στους κατοίκους αυτής της πόλης. Σκέφθηκα ότι ο Γκάτσος πρέπει να είναι κάτι πολύ παραπάνω απ΄ ό,τι νόμιζα, και άρχισα ψάχνω, να ασχολούμαι» λέει η Μάνια Παπαδημητρίου. Πολύ αργότερα προστέθηκε η γνωριμία της με την Αγαθή Δημητρούκα: «Με εντυπωσίασε η ευθύτητα, η αθωότητα και η γενναιοδωρία της.Μετά διάβασα το βιβλίο για τον Γκάτσο. Και ύστερα ρωτούσα να μάθω ιστορίες για εκείνον». Κάποια στιγμή η Μάνια Παπαδημητρίου, όπως όλοι, συνειδητοποίησε ότι «και αυτό το τραγούδι είναι του Γκάτσου, και αυτό το τραγούδι είναι του Γκάτσου, και αυτό είναι του Γκάτσου… Και η “Αμοργός” και το “Κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια”… Ο ποιητής ήξερε να γράφει και το ένα και το άλλο, δεν έγραφε κατά λάθος. Ηξερε πού απευθυνόταν.Κι εμείς χρησιμοποιούμε το ταπεινό που μας εξοικειώνει με τον ποιητήγια να μπορέσουμε,αν τα καταφέρουμε,να φθάσουμε προς το υψηλό που είναι και πιο δύσκολο… Ο Γκάτσος ήξερε και μπορούσε να απευθυνθεί και στο λαϊκό και στο υψηλό κι έτσι ήθελε».

«Αμοργός»

Γραμμένη το 1943, η «Αμοργός» παραμένει σήμα κατατεθέν του Γκάτσου, αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστό ως προς το περιεχόμενό του ποίημα. Αλλωστε συνάντησε κακές κριτικές, καθώς θεωρήθηκε το πρώτο ίσως σουρεαλιστικό ποίημα στην εποχή του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι δέχθηκε κακές κριτικές και ότι πρώτα έγινε η ανάγνωσή του στο εξωτερικό και κατόπιν στην Ελλάδα. Από τους ελάχιστους υποστηρικτές της «Αμοργού», αν όχι ο μόνος εκείνη την εποχή, ο Οδυσσέας Ελύτης.

«Είναι σαν να αφορά το σήμερα» λέει η Μάνια Παπαδημητρίου, η οποία έχει περιλάβει αποσπάσματα της «Αμοργού» στην παράσταση. «Με εντυπωσίασε όταν ανακάλυψα ότι στην “Αμοργό” προβλέπει το τραγούδι που θα γράψει ο ίδιοςχρόνια μετά.Αυτό που δηλώνει στην “Αμοργό” είναι ότι κρατά στα δάχτυλά του τη μουσική για μια καλύτερη μέρα».

Σπίτια, παράθυρα και στίχοι

Το παράθυρο,το ταξίδι,η θάλασσα,ο θάνατος.Η έννοια του διπλού ή και του τριπλού,η αναζήτηση του άλλου μισού,το γήινο και το ουράνιο.Στοιχεία-σύμβολα που συναντά κανείς στο σύμπαν του Νίκου Γκάτσου,ξεκινώντας από τα πρώτα χρόνια.«Στο πατρικό σπίτι,στην Ασέα Αρκαδίας,ο Γκάτσος και η αδελφή του στέκονταν κάθε βράδυ στο παράθυρο και περίμεναν τη μάνα τους να γυρίσει…Τότε ήταν που ο Γκάτσος της έλεγε ιστορίες και τραγούδια για να περάσει η ώρα…».Αυτό το σπίτι,ερειπωμένο,στέκει πάντα εκεί και όλοι ελπίζουν ότι θα καταφέρουν να το αναστηλώσουν- στο πνεύμα αυτό κινείται και η μη κερδοσκοπική εταιρεία «Δροσουλίτες» που έχει ιδρυθεί από τους ανθρώπους που αγάπησαν τον Γκάτσο, και είναι πολλοί.Αργότερα,όταν ήρθε στην Αθήνα,εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οδού Σπετσών 101. Εκεί τον συνάντησε και η Αγαθή Δημητρούκα,κι εκεί τον έβλεπε να στέκει και πάλι στο παράθυρο,κοιτάζοντας έξω,και τον απαθανάτισε με τις φωτογραφίες της.Μετά,όταν αρρώστησε,γύρω στο 1988-1989, οι γιατροί τού πρότειναν να μετακομίσει βόρεια και πήγαν στην Κηφισιά,σε ένα διαμέρισμα πίσω από το ΚΑΤ.

Εκεί έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του,ως τον Μάιο του 1992.

Μέσα στα σπίτια αυτά έγραφε.

«Οχι όμως καθισμένος σε γραφείο» όπως θυμάται η Αγαθή Δημητρούκα,«αλλά σε ένα τραπέζι στο χολ στην Κυψέλη και στο τραπέζι της κουζίνας στην Κηφισιά.Ηταν διορθωτής του εαυτού του,όπως έλεγε.Εκανε ένα σκαρίφημα και μετά το διόρθωνε,το άλλαζε,το συμπλήρωνε».

Η Αγαθή Δημητρούκα τον γνώρισε με δική της πρωτοβουλία, αφού είχε μαγευτεί από τα τραγούδια του.Ζούσε στο Μεσολόγγι.Του τηλεφώνησε,του έστειλε στίχους,ήρθε στην Αθήνα να τον συναντήσει και,όπως τονίζει, «από τις 20 Ιουνίου του 1976 ήμουν μόνη μαζί του».

«Αυτή ήταν η ζωή μας κι όχι άλλη Μικρή και ταπεινή μα και μεγάλη Κι αν κάποτε μας πίκρανε, χαλάλι…».

ΤΙ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΔΑΥΡΟ

«Πρόκειται για ένα θεατρικό αναλόγιο με μικρή δράση που βασίζεται στην ιδέα του θεάτρου του ραδιοφώνου»εξηγεί η Μάνια Παπαδημητρίου,η οποία σκηνοθετεί την παράσταση και μαζί με την Αγαθή Δημητρούκα έχουν την επιμέλεια των κειμένων.Αλλωστε στο βιβλίο της Αγαθής Δημητρούκα «Πουλάμε τη ζωή,χρεώνουμε τον θάνατο» (Εκδόσεις Πατάκη)

στηρίχθηκε κατά πολύ η παράσταση,με εκτενή αποσπάσματα, καθώς και με κείμενα τωνΧατζιδάκι,Σεφέρη,Εμπειρίκου για τον Γκάτσο.Χωρίς σκηνικά-«είμαστε μια παρέα ανθρώπων που προσπαθεί να διαλευκάνει την προσωπικότητα του Γκάτσουμέσα από τα γνωστά στοιχεία,όπως είναι τα τραγούδια του,αλλά και μέσα από τα άγνωστα, όπως είναι τα κείμενά του, κομμάτια από την “Αμοργό” και πράγματα που έχουν πει οι άλλοι γι΄ αυτόν»τονίζει η σκηνοθέτις,η οποία συμμετέχει στον θίασο.«Γιατί ο Γκάτσος δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη και το μόνο που έχουμε είναι μια κουβέντα με τη μητέρα της Αγαθής, όπως την περιγράφει η ίδια στο βιβλίο της».

Κατά τη διάρκεια των 90 λεπτών ο θεατής παρακολουθεί μια εναλλαγή τραγουδιών και κειμένων,ενώ πίσω,σε βίντεο,προβάλλονται εικόνες που αναπαριστούν την εποχή του τραγουδιού είτε δημοσιογραφικά είτε εικαστικά.«Ολοι μας» συνεχίζει η Μάνια Παπαδημητρίου«είμαστε ηθοποιοί,μουσικοί,τραγουδιστές,αφηγητές καιρόλοι μαζί,ενώ σε κάποιες στιγμές ένας από εμάς γίνεται Γκάτσος,Χατζιδάκις…». «Τα τραγούδια όμως δεν παίζονται ολόκληρα»παρεμβαίνει η Αγαθή Δημητρούκα.Το ρεφρέν,το κουπλέ ή κάποιο απόσπασμα,χρήσιμο για να πάει παρακάτω η ιστορία της παράστασης.

Χατζιδάκις,Θεοδωράκης,Ξαρχάκος,Μούτσης, Κηλαηδόνης: μελοποιημένους στίχους των πέντε αυτών συνθετών περιλαμβάνει η παράσταση,με τον πρώτο να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο, αφού ο πιο πολύς Γκάτσος έχει μελοποιηθεί από τον Χατζιδάκι.«Μοιράζονταν την άποψη ότι “πατρίδα μας είναι η γλώσσα”,είχαν κοινή αντίληψη για τα πράγματα,κοινή αισθητική και αμοιβαία εμπιστοσύνη…». Αλλωστε η παράσταση δεν στοχεύει σε μια βιογραφία-παρουσίαση, «αλλά στο να μας δώσει τα κλειδιά ώστε να καταλάβουμε την “Αμοργό”,το πιο μεγάλο και το πιο δύσκολο ποίημα του Γκάτσου»λέει η Μάνια Παπαδημητρίου,η οποία προσπαθεί να της δώσει έναν χαρακτηρισμό:«Είναι μουσικοθεατρική, γι΄ αυτό και ζητήσαμε όλη αυτή την ηχητική κάλυψη από το Φεστιβάλ,την οποία και μας είπε ότι θα μας παραχωρήσει» καταλήγει,λίγο προτού ετοιμάσουν όλοι μαζί τις αποσκευές τους για τη Μικρή Επίδαυρο.

«Σαν να θέλουμε να μιλήσουμε για το σήμερα μέσα από τον Γκάτσο…»μου λένε και οι δύο αντί επιλόγου.Επίλογο;

Μα ο Γκάτσος είναι σε διαρκή αφετηρία. «Μακάρι να ΄ξερα ποιος είναι ο Γκάτσος» συμφωνούν καταλήγοντας…

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Σκηνοθεσία Μάνια Παπαδημητρίου, σκηνογραφία Αρτεμις Θεοδωρίδη,βίντεο Αννα Καμπά,βίντεο art Ευαγγελία Χρηστάκου, επιμέλεια κειμένων Μάνια Παπαδημητρίου & Αγαθή Δημητρούκα, μουσική επιμέλεια Τάσος Αντωνίου,Σπύρος Παπαθεοδώρου & Μάνια Παπαδημητρίου,φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου.Συμμετέχουν οι ηθοποιοί: Τάσος Αντωνίου (τραγούδι,κιθάρα,μαντολίνο), Εβελίνα Αραπίδου (τραγούδι), Θεοδώρα Ευγενάκη (τραγούδι),Αγαπητός Μανδαλιός, Μάνια Παπαδημητρίου (τραγούδι).Συνεργάζονται οι μουσικοί: Βικτωρία Κυριακίδη (φλάουτο),Μαρίνα Χρονοπούλου (πιάνο, ηλεκτρικό πιάνο,ακορντεόν).

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ

«Ο γνωστός μας άγνωστος κύριος Γκάτσος».

Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου Παρασκευή 22 και Σάββατο 23 Ιουλίου.

Ωρα έναρξης: 21.30.

Διάρκεια: 90΄.

Εισιτήρια: 30, 20,10 ευρώ.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ