Μια εικοσιτετράχρονη καλλιεργημένη κοπέλα, από την Κάτω Νορμανδία, στέκεται αποφασισμένη έξω απ’ το σπίτι του Ζαν-Πωλ Μαρά και ζητά να τον δει. Οι δύο μέγαιρες, που φιλτράριζαν την κίνηση στο σπίτι της οδού Κορντελιέ 30 στο Παρίσι, αφήνουν την όμορφη κοπέλα να περάσει μόνο όταν η τελευταία υπόσχεται ψευδώς ότι θα καταδώσει ονόματα Γιρονδίνων της επαρχιακής πόλης Καν, που θα τροφοδοτούσαν τη λαιμητόμο του «Φίλου του Λαού» (ο τίτλος της εφημερίδας που ίδρυσε ο Μαρά κηρύττοντας αδιακρίτως το μίσος), «ο οποίος μούλιαζε ημίγυμνος σε μια μπανιέρα πασχίζοντας εις μάτην να καλμάρει ένα γιγαντιαίο έκζεμα». Ο Μαρά, μία απ’ τις προσωπικότητες που σημάδεψαν τη Γαλλική Επανάσταση, είχε φασκιώσει το κεφάλι του με πανιά -ποτισμένα στο ξύδι- και ξεκουραζόταν όταν υποδέχτηκε την όμορφη Μαρί-Αν-Σαρλότ ντε Κορνταί ντ’ Αρμόν.

Η νεαρή, που μεγάλωσε διαβάζοντας Κορνέιγ και Πλούταρχο, επισκέφτηκε το διαμέρισμα του Μαρά μ’ έναν σκοπό: να τον δολοφονήσει. Βγάζει ακαριαία το κουζινομάχαιρο που ‘χε κρύψει ανάμεσα στα στήθη της και το χώνει, μία και μόνο φορά, κάτω απ’ την κλείδα του αιφνιδιασμένου λουόμενου. Η τομή ήταν τόσο βαθιά που ύστερα στο δικαστήριο χαρακτηρίστηκε επαγγελματική. «Ενας πηχτός κρουνός αίματος ανέβλυσε από την κομμένη καρωτίδα. Ο Μαρά λουζόταν σε ένα εκζεματικό νερό, κόκκινο από το αίμα του: ήταν επτά και μισή το απόγευμα της 13ης Ιουλίου 1793» γράφει ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Ονφρέ, στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Η θρησκεία του στιλέτου» (Εξάντας, 2011), μεταφέροντάς μας τη φοβερή εικόνα εκείνης της καλοκαιριάτικης μέρας. Μετά απ’ αυτή την πράξη, που ο Ονφρέ εγγράφει σε μια ευρύτερη ανάδειξη του πολιτικού ιδεαλισμού και της δημοκρατικής συνείδησης που οφείλει να έχει ο πολίτης, αρχίζει η περίοδος της Τρομοκρατίας (1793-1794) στη διάρκεια της οποίας θανατώθηκαν πάνω από 30.000 άνθρωποι και οι εκτελέσεις απέκτησαν έναν φρενήρη, μανιασμένο ρυθμό.

Η Σαρλότ Κορνταί, αυτή η ρωμαία δημοκράτισσα κατά τον συγγραφέα, που μεγάλωσε μέσα σ’ ένα περιβάλλον πνευματικότητας και υπεράσπισης της ιδέας της δικαιοσύνης, που είχε ασκήσει κριτική στη μοναρχία και καταδίκαζε τους τρόπους των ριζοσπαστών, «ξέρει ότι αποκεφαλίζουν σωρηδόν και ότι η Ελευθερία, η Ισότητα και η Αδελφοσύνη δεν βρίσκονται προ ημερησίας διατάξεως όσο η Τρομοκρατία, η Αυθαιρεσία και ο Θάνατος», γράφει ο Ονφρέ. Ο γάλλος φιλόσοφος αποφασίζει να αναδείξει τα κίνητρα και τη στάση ζωής της Σαρλότ Κορνταί, αντιπαραβάλλοντάς την κυρίως με το θύμα της (το πορτραίτο του Μαρά είναι σκοτεινό) που «καλούσε στο έγκλημα και υμνούσε τη μαζική δολοφονία» και γενικότερα το πλέγμα των κατεστημένων ιδεών για τους ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης όπως ο Δαντόν, ο Ροβεσπιέρος και άλλοι ιακωβίνοι και κορδελιέροι που δεν απέφυγαν ούτε αυτοί τη γκιλοτίνα.

Αν συνυπολογίσουμε όλα τα θύματα εκείνης της περιόδου, από τον εμφύλιο μέχρι τις σφαγές του Σεπτεμβρίου του 1792 και της Βανδέας μαζί, η Γαλλική Επανάσταση κόστισε 600.000 νεκρούς, ήτοι το εν τέταρτον του τότε γαλλικού πληθυσμού. Ο συγγραφέας περιγράφει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια όλη τη βαναυσότητα αυτής της «διονυσιακής κοινότητας» που διψούσε για αίμα. Η Γαλλία, στην οποία η Σαρλότ Κορνταί αποφασίζει να γίνει δολοφόνος ενός ατόμου πιστεύοντας ότι έτσι θα αποτρέψει περαιτέρω τις δολοφονίες κι άλλων συμπατριωτών της, αλληλοσπαράσσεται: «θρασομανούν οι αγχόνες, οι φούρκες, οι λαιμητόμοι, τα ικριώματα, οι κύφωνες και σαπίζουν ακρωτηριασμένα, πετσοκομμένα, σφαγιασμένα σώματα». Οι περιγραφές του Ονφρέ προκαλούν αποτροπιασμό, η πραγματικότητα όμως είναι πάντα πιο φρικτή απ’ τις περιγραφές που τις χαρακτηρίζει μια βίαιη λεπτότητα. Το μικρό αυτό βιβλίο μεταφέρει το κλίμα μιας εποχής κατά την οποία «ο θάνατος είχε κουραστεί και η χώρα είχε μεθύσει με αίμα, όλοι οι «επαναστάτες» είχαν αλληλοσκοτωθεί».

O Μισέλ Ονφρέ επισημαίνει για τη Γαλλική Επανάσταση, χωρίς φυσικά να ακυρώνει τη σημασία της στη διαμόρφωση της Ιστορίας, ότι υπήρξε επίσης μια μεγάλη στιγμή αχαλίνωτης μνησικακίας. «Σ’ εκείνη την εποχή όπως και σε άλλες το επαναστατικό ιδεώδες μεταμφιέζει συναισθήματα ποταπά, κρύβει μηχανορραφίες στενόμυαλων, συγκαλύπτει την εμπάθεια ορισμένων μικρόψυχων με μόνη έγνοια κάποιους εγωιστικούς υπολογισμούς. Γίνεται πανηγύρι θλιβερών παθών και χαμερπών συναισθημάτων: φθόνος, ζήλια, αρπακτικότητα, μεμψιμοιρία και πικρία, και ό,τι περιστρέφεται γύρω από το θέμα μνησικακία. Το όνομα του Ρουσώ χρησίμευσε συχνά ως παραπέτασμα για μαύρες καθάρσεις» υπογραμμίζει σκιαγραφώντας τις μαύρες εκδοχές της περιόδου.

Η φωτεινή πλευρά της περιόδου, απ’ την άλλη μεριά, είναι το εγκώμιο της ελευθερόφρονος Σαρλότ Κορνταί καθώς «η πράξη της υπήρξε μεν πολιτικώς μηδαμινή, πλην όμως ηθικώς μεγαλειώδης» για τον ίδιο. Γιατί όμως; «Διότι η υπεροχή της πράξης της δεν μετριέται με τον αριθμό των ανθρώπων που γλίτωσαν, αλλά με την ηθική ποιότητα, με τη μέγιστη δόση αρετής που εγχέεται στην πολιτική, έναν κόσμο χωρίς ιερό και όσιο, ο οποίος, ως επί το πλείστον, προσελκύει μονάχα ιδιοσυγκρασίες μετριοτήτων» εξηγεί ο Ονφρέ.

Ο Μισελέ γράφει στην μνημειώδη «Ιστορία της Γαλλικής Επαναστάσεως» ότι «μια θρησκεία θεμελιώνεται στο αίμα της Σαρλότ Κορνταί: η θρησκεία του στιλέτου». Ο Ονφρέ υπερθεματίζει τονίζοντας πως «είναι επίσης η θρησκεία όλων των αντιστασιακών απέναντι στον δεσποτισμό, την τυραννία και την καταπίεση, που υπήρξαν οι ήρωες της Αντίστασης απέναντι στον ναζί κατακτητή, η θρησκεία όλων όσοι, σήμερα, αντιτάσσουν την αρετή στην πολιτική διαφθορά».

Η Σαρλότ Κορνταί οδηγήθηκε στη λαιμητόμο παρθένα, μόλις στα εικοσιτέσσερα, στις 17 Ιουλίου 1793, ανήμερα της Αγίας Καρλότας της οποίας έφερε το όνομα. Μετά την εκτέλεση της ποινής του θανάτου της «η Σαρλότ Κορνταί ήταν νεκρή, η ματιά της όμως προξένησε φόβο σε ένα δήμιο λόγω της ακατανίκητης φύσης της»…
Αφήγημα
Η θρησκεία του στιλέτου
Εγκώμιον Σαρλότ Κορνταί
Μετάφραση-σημειώσεις Σαπφώ Διαμάντη
Εκδόσεις Εξάντας, 2011, σελ. 90, τιμή 10 ευρώ