Ο Τίτος Πατρίκιος και η Κική Δημουλά, δύο από τους σημαντικότερους ποιητές μας, βρέθηκαν το βράδυ της Δευτέρας, 6 Ιουνίου, στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και συζήτησαν υπαιθρίως για το έργο τους και την ποίηση στις μέρες μας.
Προτού ακόμη δύσει ο ήλιος, πλήθος κόσμου γέμισε την καταπράσινη λοφοπλαγιά ενός φιλόξενου χώρου που άνοιξε πέρυσι για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. «Είναι λες και είμαστε σε αρχαίο θέατρο», είπε ένας κύριος στη σύζυγό του και ύστερα βολεύτηκε στο φρεσκοκουρεμένο γρασίδι. Εκπρόσωποι όλων των ηλικιών, χωρίς υπερβολή, στρώθηκαν σε αυτή τη φυσική αμφιθεατρική εξέδρα και, μέσα σε μια δροσερή ατμόσφαιρα, περίμεναν τους ποιητές να ανοίξουν το «εργαστήρι» τους και να συνομιλήσουν για την τέχνη τους.
Η Κική Δημουλά είχε τα γενέθλιά της. «Συντελέσατε στο να μην είναι ιδιαιτέρως μελαγχολικά εσείς που ήλθατε σήμερα εδώ. Ακόμα και το 80άρι γελάει, λοιπόν», είπε η ποιήτρια για να ακολουθήσει ο Τίτος Πατρίκιος: «Πριν από λίγες ημέρες είχα και εγώ τα γενέθλιά μου, στις 21 Μαΐου» είπε απολαμβάνοντας τη θέα, στυλώνοντας το βλέμμα προς τον «εξώστη» την ώρα που η Κική Δημουλά άναβε το πρώτο της τσιγάρο. Επομένως «είμαστε και οι δύο Δίδυμοι στο ζώδιο!» αστειεύτηκαν οι ποιητές που χάρισαν στους παρευρισκόμενους μια όμορφη βραδιά.
Την εκδήλωση σχεδίασε και συντόνισε ο πανεπιστημιακός καθηγητής και συνάδελφός τους ποιητής Νάσος Βαγενάς που πέτυχε με τις ερωτήσεις του να κάνει τη δημόσια αυτή συνάντηση εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. «Ο Πατρίκιος και η Δημουλά δεν είναι τόσο ανόμοιοι όσο θα νομίζαμε εκ πρώτης όψεως» είπε σημειώνοντας ότι «κατά το παρελθόν, οι ποιητές αυτοί σε ξεχωριστά ακροατήρια, στις αυτοπαρουσιάσεις τους, έχουν πετύχει ακροατήρια-ρεκόρ για τα ποιητικά δεδομένα».
«Είναι αφελές να ρωτάς έναν ποιητή γιατί γράφει» ξεκίνησε ο Νάσος Βαγενάς. Ρώτησε όμως κάτι παρεμφερές, το πώς γράφουν οι ίδιοι. «Είμαι λίγο σαδομαζοχιστής. Γράφω και γιατί το απολαμβάνω και γιατί με βασανίζει. Δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτό» απάντησε ο Τίτος Πατρίκιος.
«Δεν γράφω κάθε μέρα, ούτε κάθε δύο μέρες, δεν είμαι συστηματική. Ξεχνάω ότι γράφω. Περνάνε και δύο χρόνια χωρίς να σκεφτώ στίχο, χωρίς να επιθυμώ να σκεφτώ στίχο. Είμαι ολιγογράφος άλλωστε. Από δω και πέρα οι διετίες δεν είναι στο χέρι μου. Πρέπει να γίνω βιαστικότερη» συνέχισε η Κική Δημουλά για να δεχθεί το πείραγμα του παρακαθήμενού της ποιητή ότι «φαντάσου, εγώ σε περνάω και τρία χρόνια».
Η συνέχεια, λίγο πολύ, προβλέψιμη.Τι είναι η έμπνευση; Υπάρχει; «Επί χρόνια πίστευα ότι δεν υπάρχει έμπνευση, ότι όλα αυτά είναι ένα είδος μεταφυσικής. Πίστευα στη δουλειά, που ‘λεγε κι ο Ρίτσος. Τα τελευταία χρόνια υποπτεύομαι ότι και η έμπνευση παίζει έναν ρόλο. Κάποια στιγμή μια λάμψη φωτίζει κάτι πιο καθαρά. Αν η λάμψη όμως δε δουλευτεί χάνεται. Για να είσαι καλός ποιητής πάντως χρειάζεται και λίγη επιπολαιότητα» είπε ο Τίτος Πατρίκιος. «Δεν πιστεύω στην έμπνευση» συνέχισε με την απάντηση της η Κική Δημουλά «εκτός κι αν είναι η στιγμή που αποφασίζω να γράψω. Σε αυτό μπορεί να με σύρει και μία μόνο λέξη. Είναι σαν όλα να συμβαίνουν τυχαία»!
Η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από τις ιδιαίτερες προσωπικές εμπειρίες και τους παράγοντες που καθόρισαν την ποίησή τους, όπως η εξορία του Τίτου Πατρίκιου στη Μακρόνησο και στον Αϊ Στράτη αλλά και η δυνατή σχέση της Κικής Δημουλά με τον άνδρα της, τον επίσης ποιητή, Αθω Δημουλά. «Η συνέχεια του ξεκινήματος της ποίησής μου οφείλεται στον Αθω Δημουλά. Εξακολουθούσα να είμαι ποιήτρια για να του αρέσω. Τόσο απλά» είπε η ίδια. «Εφτιαχνα ανέκαθεν στιχάκια. Νόμιζα ότι είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις, έκανα συνδυασμούς. Οταν κατάλαβα ότι αυτό είναι ποίηση έπαθα πανικό! Αν είναι ποτές δυνατόν, έλεγα, έστω να πλησιάσω τον Καφάβη, τον Καρυωτάκη, τον Ρίτσο! Ελεγα ότι θα τα παρατήσω κι όλο συνέχιζα στο τέλος» εκμυστηρεύτηκε ο Τίτος Πατρίκιος και προσέθεσε ότι υπάρχει γι’ αυτόν «μια διαβάθμιση στους ποιητές: οι ποιητές που εκτιμώ, οι ποιητές που τους θαυμάζω βαθιά και τέλος οι ποιητές που τους ζηλεύω».
Ο Νάσος Βαγενάς προχώρησε επικαλούμενος τη θεωρία του Χάρολντ Μπλουμ για το «άγχος της επίδρασης» και ρώτησε τους ποιητές για τους ομότεχνους «προγόνους τους». «Ολοι όσοι υπήρξαν είναι πρόγονοί μας, ακόμα και αυτοί που δεν διαβάσαμε, ακόμα και αυτοί που δεν γνωρίσαμε. Δεν ξέρουμε όμως, δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα για την επίδραση. Αλλα ποιήματα μας αρέσουν και άλλα μας επηρεάζουν» τόνισε η Κική Δημουλά που υπεραγαπά τον Καβάφη που «δεν αντιγράφεται» και «τον απόηχο της ειρωνείας του νομίζω ότι τον έχω».
Ο Τίτος Πατρίκιος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «για μένα ισχύει αυτό, ήρθε μια στιγμή που ταυτίστηκα τόσο πολύ με κάποιον που στο τέλος ένιωθα μια μεγάλη ανάγκη να χειραφετηθώ ποιητικά απ’ αυτόν. Από αυτή την άποψη, σε συμβολικό επίπεδο, έχω σκοτώσει πάρα πολύ κόσμο. Κατά τα λοιπά, τον Σεφέρη τον διάβασα πολύ μικρός στα 17-18. Τότε μου έκανε εντύπωση, σήμερα ζηλεύω τον Σεφέρη όπως επίσης τον Ρίτσο και τον Νερούδα».
Και οι δύο αναγνώρισαν τη σημασία της γενιά του ’30, όταν ετέθη ζήτημα ότι σήμερα υπάρχει μια τάση αμφισβήτησής της. «Δεν έχω τα φόντα να αμφισβητήσω τέτοια μεγέθη. Εγώ πάντως »πάτησα» επάνω στον Παλαμά, στον Σεφέρη, στον Ελύτη, μ’ ευχαριστεί που προϋπήρξαν και δεν τους αμφισβητώ» είπε η ποιήτρια για να πάρει τη σκυτάλη ο Πατρίκιος. «Τη γενιά αυτή αρχικά την αναγνώρισα, ύστερα την αμφισβήτησα και τώρα πάλι την αναγνωρίζω δίχως αμφιβολία. Ωστόσο η γενιά αυτή ήταν πολύ σφιχτή, δεν αναγνώριζε εύκολα τους νεότερους. Εγώ, ας πούμε, είμαι ευγνώμων στον Γιάννη Ρίτσο και τον Νικηφόρο Βρεττάκο. Αλλά και αυτό το σφίξιμο, αυτή την ποιητική τσιγκουνιά δεν είχε και ο Βάρναλης; Ηταν πάντως κάποιοι που δεν κερνούσαν ούτε καφέ που λέει ο λόγος»…
Και οι δυο τους μνημόνευσαν τον Γιάννη Βαρβέρη που έφυγε από τη ζωή λίγες ημέρες πριν, «έναν σπουδαίο ποιητή και έναν καλό άνθρωπο». Ο Νάσος Βαγενάς ζήτησε από τους ποιητές τις απόψεις τους για τη φθορά του ελεύθερου στίχου και την αίσθησή του ότι ο ποιητικός λόγος έχει χάσει τη μαγεία του. «Υπάρχει μια ανυπομονησία αναγνωρίσεως στους νέους. Κάνουν το λάθος να καθοδηγούνται απ’ τους »φτασμένους». Δεν μπορώ να συμβουλέψω. Συνιστώ ως συμβουλή τη μεγάλη δυσπιστία απέναντι σε αυτό που κάνεις, ακόμα και αν γενικώς εγκρίνεται. Η στιχουργική, αν θέλετε, είναι ένας εθισμός από τη μεγάλη προσπάθεια» κατέληξε η Δημουλά για να συμφωνήσει μαζί της ο Πατρίκιος. «Και η προσπάθεια πρέπει να εξαντλείται. Ο Πικάσο ήταν μάστορας στην κλασική ζωγραφική στα νεανικά του χρόνια. Από τη μια μορφή στην άλλη δεν πας τυχαία. Η φθορά πάντως, για να επανέλθουμε, είναι προφανής αλλά δεν είναι κάτι καινούργιο. Κάθε τεχνοτροπία φθείρεται, και πρέπει να προσέχουμε και την ευκολία που μπορεί να μας παρέχει η φθορά».
Επειτα είναι πάντα ο χρόνος, βασικό θέμα της ποίησης. Ο Βαγενάς τους διάβασε στίχους τους και οι δυο τους συμφώνησαν ότι ο χρόνος είναι πάντοτε παρελθόν και το μέλλον μια κατασκευή. «Επιχείρησα να αυξήσω τον χρόνο μέσα σε μια φωτογραφία. Ομως δεν γίνεται, είμαστε εξαρτημένοι από αυτόν , είναι ο επάνω και ο κάτω κόσμος, ο κηπουρός των προθεσμιών, των ορίων» τόνισε η ποιήτρια. «Ανήκα σε μια γενιά» υπογράμμισε ο Πατρίκιος «που ήθελε να απορρίψει το παρόν, για να έρθει το φωτεινό μέλλον, το αύριο που τραγουδάει. Νομίζαμε ότι μπορούσαμε να κυβερνήσουμε τον χρόνο αλλά δε γίνεται. Ο χρόνος, λέει ο Ηράκλειτος, είναι ένα παιδί που παίζει με τα ζάρια. Υστερα ήθελα να συμφιλιωθώ με το παρόν, να το ζήσω. Ο τίτλος μάλιστα του επόμενου βιβλίου μου θα είναι »Συγκατοίκηση με το παρόν«.
Ο έρωτας και ο θάνατος, μεγάλα θέματα της ποίησης επίσης, στην περίπτωσή τους αλλάζουν, ο έρωτας γίνεται συνάρτηση του χρόνου. «Ποια είναι η ποιητική σας σχέση με τον έρωτα» ρώτησε ο Βαγενάς. «Εγραψα ποιήματα για να γνωρίσω τον έρωτα. Ηταν η μόνη ασφαλής οδός» είπε η Κική Δημουλά πολύ αποφασιστικά. Ο Πατρίκιος είπε ότι «ο έρωτας είναι πολύ ωραίο πράγμα, αλλά όταν είσαι σε μια προχωρημένη ηλικία και μιλάς γι’ αυτόν ως παρόν δικό σου, μπορείς να θεωρηθείς και ραμολιμέντο». «Κι όμως» επενέβη η Δημουλά «σε αυτήν την ηλικία αντιλαμβάνεται κανείς ό,τι δεν αντελήφθη τότε».
Κάποια στιγμή η φεμινιστική κριτική στο έργο των δύο ποιητών ήλθε στο προσκήνιο. Η ποιήτρια ήταν ξεκάθαρη. «Φεμινίστρια δεν υπήρξα ποτέ. Δεν θα θυσίαζα το γυναικείο φύλο για μια εξίσωση σαν αυτή για την οποία γίνεται αγώνας. Η γυναίκα απαλλάχτηκε από τη »σκλαβιά» του άνδρα και τη βρήκαν άλλες σκλαβιές. Την πάτησε η γυναίκα! Εκτιμούσα το παλαιότερο είδος «σκλαβιάς» πάντως. Κατά τα λοιπά η αντίθεση μάς δίνει την ξεχωριστή υπόστασή μας. Αγαπώ πολύ το ανδρικό φύλο και δεν το μάχομαι καθόλου».
Για τον Πατρίκιο – που ο Βαγενάς είπε ότι τον χαρακτηρίζουν περισσότερο τα ερωτικά του ποιήματα – έχει ειπωθεί ότι έχει μια «φαλλοκεντρική προσέγγιση» στην ποίησή του. Ο ποιητής διασκέδασε αρκετά με την όλη συζήτηση και διηγήθηκε ένα ξεκαρδιστικό περιστατικό. «Ετρωγα σε μια συντροφιά με μια φεμινίστρια, η οποία την ώρα που εξαπέλυε έναν καταιγισμό κατηγοριών απέναντι στους άνδρες, ταυτόχρονα, κάτω από το τραπέζι, έβαζε το πόδι της στα δικά μου. Η γυναίκα μου το κατάλαβε και μου είπε ότι, αν την ξαναπάω κάπου με φεμινίστριες, θα μου κόψει τα πόδια!» και συνέχισε γελώντας και λέγοντας ότι «ένας φίλος μου, μου είπε πως δεν θα γίνω ποτέ μεγάλος ποιητής, θα παραμείνω ένας μεσαίος ποιητής επειδή δεν έχω ολική αίσθηση του ερωτικού δράματος, ότι είμαι πολύ straight και πιθανώς να είχε και δίκιο».
Ποιο θα είναι το μέλλον της ποίησης στην ηλεκτρονική εποχή; «Δε μπορώ να προφητεύσω» είπε η Κική Δημουλά «πάντως έχω ένα lap-top που χρησιμοποιώ σαν γραφομηχανή και επιπλέον μπορώ και σώζω πράγματα αλλά είμαι εθισμένη με το βιβλίο, με το χαρτί. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα απολαύσω ένα ποίημα στην οθόνη». Ο Πατρίκιος υπογράμμισε πως «η ποίηση παραμένει ποίηση ανεξάρτητα από το εργαλείο ή την τεχνική που τη μεταδίδει».
Η συζήτηση είχε και πολιτική. «Θα γίνουμε κάποτε Ευρώπη;» ρώτησε ο συντονιστής «ή μετά απ’ αυτήν την κρίση θα γίνουμε μια χώρα τριτοκοσμική;» Η Δημουλά είπε ότι «μόνο ένα ποίημα θα μπορούσε να απαντήσει» ενώ ο Πατρίκιος ανέφερε: «Δεν κάνω πολιτικά συνταγολόγια. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα πάψουμε να είμαστε τριτοκοσμική χώρα. Υπό μία έννοια μέχρι τώρα ποτέ δεν πάψαμε να είμαστε».
Ο Νάσος Βαγενάς ρώτησε την Κική Δημουλά αν είναι υπερβολικά ευαίσθητη στις επικρίσεις που κατά καιρούς δέχεται. «Είμαι αυτοκαταστροφικά σεμνή. Δεν αισθάνθηκα ποτέ σαν το καρποφόρο δέντρο που όλοι το χτυπούν. Ομως θυμώνω, κυρίως διότι αυτό που ενοχλεί πάρα πολύ είναι ότι αυτά τα βιβλία που γράφω πουλάνε. Το φαινόμενο της σοβαροφάνειας, που δεν είναι παρά κακεντρέχεια εν τέλει, κάποιος πρέπει να το ελέγχει. Στο κάτω κάτω της γραφής δικαίωμά μου είναι να μ’ αρέσει κι ο Ψινάκης! Τι σχέση έχει αυτό με την ποίησή μου;» διερωτήθηκε η ίδια και απέσπασε το χειροκρότημα.
Η βραδιά έκλεισε με την ανάγνωση δύο ποιημάτων. Ο Τίτος Πατρίκιος απήγγειλε το ποίημα «Ιστορία του Λαβύρινθου» με τη λεπτή και σίγουρη φωνή του. Η Κική Δημουλά, με τις στοχαστικές, χρωματισμένες παύσεις της διάβασε το ποίημα «Σαν να διάλεξες». Αποτέλεσμα; Ποίηση και πολλές ανάσες. Το κοινό τις είχε, φαίνεται, ανάγκη…