Η συνέντευξη με τον Ορχάν Παμούκ, με αφορμή την προγραμματισμένη διάλεξή του στο Μέγαρο Μουσικής στις 11 Ιανουαρίου και την έκδοση του βιβλίου του Αλλα χρώματα από την Ωκεανίδα, δρομολογήθηκε με όλες τις τυπικές διαδικασίες. Μας παραχώρησε μια τηλεφωνική συνομιλία 35 λεπτών, με την επισήμανση ότι δεν θα απαντούσε σε πολιτικού περιεχομένου ερωτήσεις.
Το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας, στην καθορισμένη ώρα του ραντεβού, καλέσαμε τον αριθμό του στην Κωνσταντινούπολη. «Καλείτε από την Αθήνα για τη συνέντευξη;Σας ακούω» απάντησε με ευγένεια στα αγγλικά και χωρίς χρονοτριβή. Το χρονόμετρο μετρούσε ήδη τα λεπτά ανάποδα. Μιλούσε γρήγορα και κρατούσαμε την ανάσα μας για να μη μας ξεφύγει λέξη. «Δεν γελάτε με τα αστεία μου» παραπονέθηκε κάποια στιγμή. Ηταν η πρώτη χαραμάδα μιας οικειότητας εντελώς απρόσμενης. Διότι είναι γνωστό ότι αυτός ο μελαγχολικός συγγραφέας, που χαμογελά με αυτοπεποίθηση στον φακό, υπομένει την υποχρέωση των συνεντεύξεων με επιφύλαξη. Ειδικά μάλιστα μετά την παραπομπή του σε δίκη για προσβολή της τουρκικότητας με αφορμή δηλώσεις του στον ελβετικό Τύπο και τις απειλές για τη ζωή του.
«Γράφω τις απόψεις μου στα κείμενά μου.Αποφεύγω να μιλάω για πολιτικά θέματα σε δημοσιογράφους,γιατί συχνά απομονώνουν αυτές τις δηλώσεις από τις συνεντεύξεις μου και τις σημασιοδοτούν διαφορετικά.Αυτό δεν το επιτρέπω» εξηγεί. Ο τόνος του αλλάζει εντελώς όταν μιλάει για δύο άλλα θέματα, την Ιστανμπούλ και το γράψιμο. Ο ενθουσιασμός ζεσταίνει τη φωνή του, μιμείται τους γαλατάδες που διαλαλούν το φρέσκο γιαούρτι στις γειτονιές της παλιάς Πόλης και λέει μισοανυπόμονα- μισοπαρακλητικά: «Θέλω να μείνω μόνος μου,μόνος μου για να γράψω!». Και κάπως έτσι, στη διαδρομή από τα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης στη μοναξιά του γραφείου του, μετατρέπει μια τυπική συνομιλία σε συμπάθεια.
– Καλή χρονιά,κύριε Παμούκ.Πού σας βρίσκει το τηλεφώνημά μου;
«Είμαι στο γραφείο, στέκομαι μπροστά στο παράθυρο και κοιτάζω την όμορφη, την πανέμορφη θέα της Ιστανμπούλ. Ο ουρανός είναι γκρίζος, έχει συννεφιά… Μπορώ να δω τις καμινάδες απέναντι και ένα σμήνος από σπουργίτια πάνω σε ένα δέντρο, αλλά τα τζαμιά με τους μιναρέδες τους χάνονται στο βάθος μέσα στην ομίχλη, γύρω από τα γκρίζα νερά του Βοσπόρου. Σκούρα γκρίζα νερά, που δεν έχουν καμία σχέση με το μεσογειακό μπλε του καλοκαιριού».
– Καθώς σας ακούω,αναρωτιέμαι,αν είχα το προνόμιο να σας έχω ξεναγό για μία ημέρα στην Κωνσταντινούπολη, πού θα με πηγαίνατε…
«Δεν θα σας πήγαινα στα μέρη που υποδεικνύουν οι τουριστικοί οδηγοί και στα αξιοθέατα. Θα σας οδηγούσα στα σοκάκια και στις παλιές γειτονιές, θα σας άφηνα να περπατήσετε και να χαθείτε στην πόλη ακολουθώντας το ένστικτό σας, θα σας άφηνα τελικά να την ανακαλύψετε μόνη σας».
– Εγώ την αποκαλώ Κωνσταντινούπολη,εσείς την αποκαλείτε Ιστανμπούλ. Οι δύο ονομασίες νοηματοδοτούν εντελώς διαφορετικά την ίδια πόλη;
«Στην ίδια πόλη αναφέρονται, αλλά σε διαφορετικές περιόδους της ιστορίας της. Η πόλη είναι μία, αλλά η ιστορία της είναι ένα παλίμψηστο όλων των πολιτισμών που έζησαν στην περιοχή γύρω από τον Βόσπορο, και μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για πολιτισμούς πάρα πολλών αιώνων».
– Θεωρούν πολλοί την Κωνσταντινούπολη τη Νέα Υόρκη της Ανατολής.Εσείς που έχετε ζήσει και στις δύο πόλεις βρίσκετε εύστοχο τον παραλληλισμό;
«Η Ιστανμπούλ και η Νέα Υόρκη μοιάζουν όντως, είναι πολύπλοκες πόλεις, στους δρόμους τους συναντάς ένα πολύχρωμο πλήθος, έχουν αυτή την πλούσια ζωντάνια, αποπνέουν δυναμισμό, σφύζουν από ενεργητικότητα. Λίγες πόλεις στον κόσμο συγκεντρώνουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Απολαμβάνω την αίσθηση ότι διαρκώς κάτι γίνεται στην πόλη, ότι βρίσκομαι στο κέντρο ενός κόσμου- πείτε το όπως θέλετε, Εγγύς Ανατολή, Ανατολική Μεσόγειος ή Βαλκάνια. Μου αρέσουν τα εστιατόρια που μένουν συνεχώς ανοιχτά, το μανάβικο στη γειτονιά μου που λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο, όπως τα μικρά μπακάλικα στη Νέα Υόρκη. Να έχετε όμως υπόψη σας ότι αυτή η κοσμοπολίτικη εικόνα της Ιστανμπούλ είναι σχετικά πρόσφατη και πολύ διαφορετική από την εικόνα της πόλης πριν από 30 χρόνια. Τότε ήταν μια πόλη φτωχή, χωρίς ενεργητικότητα, χωρίς τον σημερινό πλούτο που δίνει την εντύπωση ότι συμβαίνουν πράγματα στην πόλη διαρκώς».
– Θέλετε να διασώσετε τη μνήμη εκείνης της Κωνσταντινούπολης με τα εκθέματα του Μουσείου της Αθωότητας που ετοιμάζετε.Πώς προχωρεί αυτή η υπόθεση;
«Το κτίριο του μουσείου έχει σχεδόν τελειώσει και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Απομένει να λυθούν κάποια διαδικαστικά προβλήματα. Αν καταφέρω να τα λύσω, τότε θα ανοίξει κάποια στιγμή μετά τον Μάιο».
– Είστε ένας πολίτης του κόσμου,με δυτική παιδεία,αλλά και γέννημα-θρέμμα Ανατολίτης.Πώς βιώνετε αυτή τη δυαδικότητα στην καθημερινότητά σας;
«Γράφοντας και ανακαλύπτοντας τις διάφορες πτυχές της μέσα από τα μυθιστορήματά μου. Αλλωστε ακριβώς αυτό κάνουμε όσοι γράφουμε λογοτεχνία: δημιουργούμε ένα φανταστικό σύμπαν μέσα στο οποίο εκφράζουμε τα πολλά πρόσωπα που έχουμε μέσα μας και μας ακολουθούν. Αυτή τη δυαδικότητα διερευνώ στο Μαύρο βιβλίο, στο Λευκό κάστρο και εν μέρει στο Με λένε Κόκκινο και στο Χιόνι. Εχω τραφεί από τις πηγές της παράδοσης και της νεωτερικότητας, της ευρωπαϊκής παιδείας και της ασιατικής κουλτούρας. Τα στοιχεία από όλες αυτές τις πηγές δεν συγκρούονται μέσα μου, αλλά συμπλέκονται αρμονικά, όπως συμβαίνει και στην πόλη γύρω μου. Το γεγονός ότι έχω δύο περσόνες δεν με διχάζει, ίσα-ίσα αισθάνομαι ότι μου προσδίδει βάθος, ότι με κάνει σοφότερο, πιο σύνθετο».
– Καταλαβαίνω ότι δεν πιστεύετε στο δόγμα της σύγκρουσης των πολιτισμών…
«Οχι. Αυτό το δόγμα νομιμοποίησε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τον πόλεμο στο Ιράκ, δεν είναι ωφέλιμο για την ανθρωπότητα. Η θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών δημιουργεί περιθώρια για περισσότερη σύγκρουση. Γιατί δεν συζητάμε για την αρμονία των πολιτισμών; Εγώ σε αυτήν πιστεύω, την έχω δει και τη βιώνω σε όλη μου τη ζωή».
– Ιστανμπούλ,Αλλα χρώματα και το τελευταίο σας, Fragments of the Landscape,που κυκλοφορεί στα αγγλικά: τρία δοκιμιακά και αυτοβιογραφικά βιβλία.Δεν ετοιμάζετε κάποιο νέο μυθιστόρημα;
«Το Fragments of the Landscape, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά, είναι ο δεύτερος τόμος τού Αλλα χρώματα που κυκλοφορεί τώρα στην Ελλάδα. Γράφω όμως και ένα μυθιστόρημα για τη μετανάστευση στην Ιστανμπούλ. Καλύπτει το διάστημα από το τέλος της δεκαετίας του ΄60 ως σήμερα. Γράφω για τους πλανόδιους πωλητές, για τους γαλατάδες, που στην παιδική μου ηλικία κυκλοφορούσαν στα σοκάκια κουβαλώντας κάδους με γιαούρτι και φώναζαν: “Γιαούρτι, γιαούρτι!”. Ηταν πάρα πολλοί. Από τη δεκαετία του ΄80 και μετά εξαφανίστηκαν. Ποιοι ήταν όμως όλοι αυτοί, πώς ήρθαν στην πόλη από τα βάθη της Ανατολίας, σε τι σπίτια έμεναν και πώς ζούσαν; Με αυτά καταπιάνομαι στο νέο μυθιστόρημά μου».
– Χαρακτηρίζουν το Νομπέλ «φιλί του θανάτου» για πολλούς συγγραφείς. Λένε ότι η ευθύνη που φέρει αυτή η βράβευση πέφτει βαριά στη μετέπειτα παραγωγή τους.Αισθάνεστε μεγαλύτερη ευθύνη τώρα;
«Αντιμετώπιζα με πολλή υπευθυνότητα το γράψιμο και πριν από το Νομπέλ, σας διαβεβαιώ. Βεβαίως, αύξησε τους αναγνώστες μου, μολονότι τα βιβλία μου είχαν ήδη μεταφραστεί σε 46 γλώσσες πριν από το Νομπέλ. Το βραβείο πρόσθεσε δέκα-δώδεκα γλώσσες ακόμη. Η αλήθεια είναι ότι καθώς πληθαίνουν οι αναγνώστες σκέφτομαι λίγο ότι “θα με διαβάσουν εκατομμύρια άνθρωποι, πρέπει να προσέξω, να γράψω κάτι καλό”. Είναι μια σκέψη παιδιάστικη, αλλά κι εγώ σκέφτομαι παιδιάστικα».
– Πόσο η εθνική ευθύνη του Νομπέλ έχει αλλάξει τη στάση σας στις δημόσιες εμφανίσεις σας στο εξωτερικό;
«Με έχει κάνει πιο προσεκτικό. Στις δημόσιες εμφανίσεις μου εγώ θέλω να μιλάω για τον εαυτό μου και τα βιβλία μου, οι άλλοι όμως με θεωρούν πρεσβευτή της χώρας μου και περιμένουν να μιλήσω για την Τουρκία. Η δουλειά μου είναι να γράφω καλά μυθιστορήματα, όχι να είμαι πρεσβευτής της Τουρκίας. Γνωρίζω ότι ο κόσμος μού αποδίδει και αυτή την ιδιότητα και το σέβομαι, προσπαθώ όμως να αποφεύγω περιττές παρεξηγήσεις. Είμαι ένας συγγραφέας που έχει μια πολύ προσωπική άποψη για δύο κόσμους, για δύο κουλτούρες, αυτό μετράει».
– Εχετε ζήσει για μεγάλα διαστήματα στις ΗΠΑ.Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε ένα μυθιστόρημα που να διαδραματίζεται εκεί; Ή να γράψετε στα αγγλικά;
«Δεν σκέφτηκα ποτέ να γράψω στα αγγλικά, ούτε να τοποθετήσω τα μυθιστορήματά μου στην Αμερική. Θυμάμαι όταν σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη, στο τέλος της δεκαετίας του ΄80, ο καθηγητής μου εκεί με ρωτούσε χαμογελώντας με νόημα: “Ορχάν, σκέφτεσαι να γράψεις κάποιο μυθιστόρημα για τη Νέα Υόρκη;”. Και του απαντούσα: “Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να γράψω πανεπιστημιακό μυθιστόρημα”».
– Διδάσκετε τώρα και εσείς με τη σειρά σας στο Columbia.Πιστεύετε ότι διδάσκεται η συγγραφή λογοτεχνίας;
«Διδάσκω λογοτεχνία και όχι δημιουργική γραφή. Το διευκρινίζω αυτό, διότι κατ΄ αρχήν θα ήμουν πολύ κακός δάσκαλος δημιουργικής γραφής. Πιστεύω πολύ λίγο στον θεσμό των εργαστηρίων δη μιουργικής γραφής. Υπάρχουν παντού, σε πολλά πανεπιστήμια. Ωστόσο η δουλειά του συγγραφέα είναι πολύ μοναχική υπόθεση. Οσοι συμμετέχουν σε αυτά πηγαίνουν περισσότερο για να γνωρίσουν άλλους συγγραφείς, για να κοινωνικοποιηθούν».
– Παρατηρείται τελευταίως η τάση λογοτέχνες και διανοούμενοι να εκδίδουν βιβλία από κοινού.Θα εξετάζατε αυτό το ενδεχόμενο,ίσως κάποιον διάλογο με έλληνα συγγραφέα;
«Οταν γράφω ένα βιβλίο, παλεύω με τον εαυτό μου πάρα πολύ. Αν συνεργαζόμουν με κάποιον άλλον συγγραφέα θα καταλήγαμε να παλεύουμε μεταξύ μας τόσο, που δεν θα το συμβούλευα σε κανέναν».
– Τι ευχηθήκατε για τον καινούργιο χρόνο;
«Να μη με ανησυχήσει κανείς, να μη χτυπάει το τηλέφωνο, να μην υπάρχουν προβλήματα, να είμαι μόνος και ήρεμος, και να γράφω, να γράφω, να γράφω το νέο μου μυθιστόρημα, με το οποίο έχω ενθουσιαστεί πολύ».
«Η συγγραφή είναι ο λόγος που αξίζει να ζω»
– Υπάρχει συνοχή στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες;
«Κατ΄ αρχήν,δεν πιστεύω ότι ζούμε σε κοινωνίες πολυπολιτισμικές.Ζούμε σε κοινωνίες πουνομίζουνότι είναι πολυπολιτισμικές,ερχόμαστε σαφώς σε επαφή με πολλές διαφορετικές κουλτούρες, αλλά υπάρχουν εντάσεις. Υπάρχει απέχθεια για τους μετανάστες,οι οποίοι καταλήγουν περιθωριοποιημένες μειονότητες.Οχι,δεν νομίζω ότι ζούμε,αλλά ναι,αν θέλετε, πρέπεινα ζήσουμε σε μια κοινωνία πολυπολιτισμική.Πρέπει πολιτισμικά, πολιτικά,σε επίπεδο οργάνωσης και θεσμών να αποκτήσουμε μεγαλύτερο βαθμό πολυπολιτισμικότητας,η οποία θα έρθει όταν επιτύχουμε μια ισορροπία ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς αυτού του κόσμου.Πληθυσμοί που ζουν σε φτωχές περιοχές διασχίζουν τα σύνορα και αναζητούν δουλειές σε πλούσιες χώρες.Προσπαθούμε να τους σταματήσουμε,αλλά είναι αναπόφευκτο- η πολυπολιτισμικότητα είναι αναπόφευκτη,πρέπει να το κατανοήσουμε». – Το μυθιστόρημα συντελεί στην εύρεση νοήματος στον περίπλοκο κόσμο μας;
«Ενδεχομένως.Εκφράζει αισιοδοξία η ερώτησή σας.Προσωπικά δεν γράφω μυθιστορήματα με αυτόν τον σκοπό.Μπορεί το μυθιστόρημα να βοηθά την ανθρωπότητα να αναγνωρίσει κάποια από τα προβλήματά της,τα μυθιστορήματα το κάνουν και αυτό.Μας κάνουν να σκεφτούμε για τη ζωή μας, για την ύπαρξή μας γενικά,για ζητήματα κοινωνικά,μας θέτουν σε εγρήγορση απέναντι στη διαφθορά και στις σκοτεινές πλευρές της ανθρωπότητας,επινοούν το μέλλον της ανθρωπότητας και μας προετοιμάζουν γι΄ αυτό,προσπαθούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την ταυτότητα του ανθρώπου της νεωτερικότητας,έχουν άπειρες λειτουργίες.Αλλά,χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω καμία από αυτές,εμένα εκείνο που με συναρπάζει είναι η τέχνη της μυθιστορηματικής γραφής καθαυτής.Ο λόγος που γράφω είναι αυτή η καλλιτεχνική ομορφιά,αυτή η σχεδόν θεϊκή αίσθηση ότι αυτός είναι ο λόγος που αξίζει να ζω».
Ο Ορχάν Παμούκ θα μιλήσει την Τρίτη 11 Ιανουαρίου στις 7 μ.μ.στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του Μegaron Ρlus.Στο τέλος της ομιλίας θα υπογράψει βιβλία του.