«Ο πατέρας μου σηκωνόταν στις πέντε-έξι το πρωί και έπαιρνε θέση στο καβαλέτο του. Ηταν πολύ ήρεμος άνθρωπος, δημιουργικός, δουλευταράς.Δεν μπορούσε να μη ζωγραφίζει- ήταν η ζωή του. Μέσα στη διάρκεια της ημέρας καθόταν κάθε τόσο για διάλειμμα στην πολυθρόνα του- την έχουμε πάντα εκεί πάνω»: η μεγαλύτερη από τις δύο κόρες του Σπύρου Βασιλείου, η Δροσούλα Ελιοτ-Βασιλείου, καθισμένη στο πατρικό σπίτι που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, θυμάται τον πατέρα της. «Εκλεινε τα μάτια του για τα δεκάλεπτα υπνάκια του.“Δεν κοιμάμαι”μας έλεγε.“Μη σταματάτε να μιλάτε, σας ακούω”. Ξεκούραζε τον νου του. Είχε ανάγκη από γαλήνη, ήθελε να χαλαρώσει. Και αυτό τον κράταγε. Συνήθως δούλευε ως αργά το βράδυ και μετά έβγαινε. Ηταν πολύ κοινωνικός- του άρεσε να βγαίνει αλλά και να καλεί κόσμο στο σπίτι μας». Ιστορικά, άλλωστε, έχουν μείνει τα Κούλουμα άλλοτε στην Ερέτρια και άλλοτε στην Αθήνα, μια συνήθεια που κράτησε από τον τόπο του, το Γαλαξίδι, ως το τέλος.
«“Ο Πικάσο έλεγε ότι ζωγράφιζε ένα έργο κάθε μέρα”μας έλεγε. “Εγώ μπορώ να πω ότι κάνω ένα έργο μέρα παρά μέρα”. Μια φορά μου είχε πει ότι τα υπολόγιζε πάνω από έξι χιλιάδες. Οταν τον ρωτούσαν πόση ώρα χρειάστηκε για να ολοκληρώσει έναν πίνακα, απαντούσε:“Σαράντα χρόνια και δύο ώρες”.Η πείρα,βλέπετε,είχε το μεγαλύτερο κομμάτι. Αλλοι πίνακες, βέβαια, έβγαιναν γρήγορακαι άλλοι όχι- τους έβαζε στο πλάι και τους
ξανάπιανε.Φαίνονται άλλωστε όσοι έχουν πολλή δουλειά, πολλή λεπτομέρεια».
Από το σπίτι της οδού Γουέμπστερ 6, όπου ζούσε σαν εργένης – εκεί μένει σήμερα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος-, ο Σπύρος Βασιλείου μετακόμισε το 1957 απέναντι, στο 5Α του ίδιου δρόμου, κάτω από την Ακρόπολη. «Εδώ όπου βρισκόμαστε τώρα ήταν το σπίτι της γιαγιάς και του παππού» λέει, ενώ γύρω μας στους τοίχους τα έργα του Βασιλείου μάς συντροφεύουν. «Ηταν ένα απλό αστικό σπίτι του ΄30. Οταν ξέσπασε ο πόλεμος, τον έπιασε ένας μικρός πανικός. Ηταν κοντά στα 40 και αποφάσισε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Δεν κοίταξε μακριά. Πήρε τη γειτονοπούλα από απέναντι!Με τη μητέρα μου δεν γνωρίζονταν καλά. Την είχε όμως προσέξει,ήταν η πιο κομψή και η πιο χαριτωμένη από τις τρεις κόρες του παππού. Ο γάμος έγινε την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα,γι΄ αυτό και τελέστηκε στο σπίτι».
«“Το πινέλο είναι εξάρτημα του χεριού” μαςέλεγε συχνά» επανέρχεται. «Ξέρετε,ήταν ένας πολύ γλυκός,πολύ σοφός,πολύ ήρεμος άνθρωπος.Μας μεγάλωσε χωρίς διαμάχες και τσακωμούς.Οταν τον ρωτούσα τι να κάνω, μια συμβουλή έλεγε πάντα και σε μένα και στην αδελφή μου:“Εγώ σου τα ΄πα, κάνε ό,τι νομίζεις”. Μας άφηνε πολύ ελεύθερους. Γιατί και ο ίδιος ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος,επαναστάτης, με τον τρόπο του… Από τα χρόνια της Καλών Τεχνών ανήκε στους μπροστάρηδες της τέχνης και κατάφερεμαζί με συμφοιτητές τουνα αλλάξουν πολλά. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις για να είσαι επαναστάτης- οι επαναστάτεςσυνήθωςέχουν μια εσωτερική δύναμη». Μαζί με τη μικρότερη αδελφή της, τη Δήμητρα, η Δροσούλα έμαθε, όπως λέει, «τον κόσμο μέσα από τα μάτια του Βασιλείου, μέσα από την αισθητική του». Και θυμάται χαρακτηριστικά: «Πόσο γκρινιάζαμε όταν άρχισαν να βγαίνουν οι κεραίες της τηλεόρασης και εδώ στην περιοχή χαλούσαν το τοπιό με τον Παρθενώνα.Κάνει όμως τότε ο πατέρας κάτι πίνακες και βάζει μέσα κεραίες. Και τότε τις είδαμε με άλλο μάτι και είπαμε ότι “δεν είναι και τόσο άσχημες”.Είχε μια θετική ματιά σε όλα».
Και αυτό ήταν κάτι που διατήρησε ως το τέλος: «Ακόμη και τη χρονιά που πέθανεείχε προλάβειπριν να γιορτάσει την Καθαρή Δευτέρα με κόσμο στο σπίτι μας,όπως έκανε πάντα.Τον θυμάμαι να κάθεται στο πάνω μπαλκονάκι και να κοιτάζει τον κόσμο και ήξερα τι σκεφτόταν:ότι δεν θα προλάβει άλλα Κούλουμα.Πέθανε τον Μάρτιο του ΄85.Το βράδυ που έφυγε,κατά σύμπτωση,είχαμε μαζευτεί όλοι στο σπίτι,ένας ένας,παιδιά,γαμπροί, χωρίς συνεννόηση. Τον καληνυχτίσαμε και φύγαμε.Κοιμόταν τότε κάτω- ήταν κουρασμένος για να ανεβαίνει τις σκάλες αλλά ζωγράφιζε πάντα.Η γυναίκα που τον φρόντιζεμας είπε ότι εκείνο το βράδυ σηκώθηκε, έριξε μια ματιά στο σαλόνι- απίστευτο…-και ευχαρίστησε τον Θεό. Υστερα πήγε και ξάπλωσε και έφυγε τόσο ήρεμος… Δεν έφυγε με άγχος. Ηταν γαλήνιος. Αυτή η γαλήνη ήταν και η δύναμή του. Μια δύναμη που ακόμη εκπέμπει». Και η Δροσούλα Ελιοτ-Βασιλείου καταλήγει: «Πάντα μου έλεγαν ότι είναι τύχη να έχεις έναν τέτοιον μπαμπά. Και εγώ τους απαντούσα:“Δεν είμαι τυχερή,είμαι έξυπνηπου πήγα και τον βρήκα”».
«ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΙΣ ΠΡΟΒΕΣ ΚΑΙ ΞΕΧΝΟΥΣΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ»
«Ηταν πολύ νέος όταν ξεκίνησε το θέατρο» λέει η Δροσούλα Ελιοτ-Βασιλείου. «Τον ανακάλυψε ο Φώτος Πολίτης.Είχε δει την ξυλογραφία ενός πορτρέτου στο εξώφυλλο της “Νέας Εστίας” και διέβλεψε ότι αυτός είναι σκηνογράφος.Η αλήθεια είναι ότι αγαπούσε πάντα το θέατρο αλλά όταν άρχισε να το ζει έγινε μια σχέση ζωής.Πήγαινε στις πρόβες και δεν έφευγε ακόμη κι όταν τέλειωνε η δική του δουλειά.Τον θυμούνται να κάθεται στα πίσω καθίσματα, να παίρνει ακόμη και τον υπνάκο του και να παραμένει ως το πρωί μήπως και χρειαστεί κάτι». Η ίδια θυμάται ότι τους μιλούσε συχνά για έργα, παραστάσεις και συνεργασίες- με το Εθνικό, τη Λυρική, το Ελεύθερο Θέατρο. «Δούλεψε με τον Σολομό,τον Κατράκη,έφτιαξε τη μακέτα για το θέατρο της Δόρας Στράτου,συνεργάστηκε με το Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου.Δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί αν δεν τον είχε καλέσει ο Πολίτης» αναρωτιέται,για να δώσει μόνη της την απάντηση: «Τελικά δεν μπορεί να ήταν τυχαίο.Η μαγεία του θεάτρου τον συνέπαιρνε».
Αρκεί μια επίσκεψη στο Μουσείο Μπενάκη για να επιβεβαιώσει κανείς την αγάπη του Σπύρου Βασιλείουγια τη θεατρική τέχνη: 133 παραστάσεις και επτά ταινίες που έγιναν από το 1929 ως το 1984 έχουν τη υπογραφή του- στην έκθεση περιλαμβάνονται 40 θεατρικά και μία ταινία.Το σωζόμενο υλικό (μακέτες, ζωγραφικές ή πλαστικές,κοστούμια ή ακόμη και τμήματα σκηνογραφιών)συμπληρώνεται από φωτογραφικό υλικό μα και από κείμενα ή μαρτυρίες του ίδιου του ζωγράφου. «Το υλικό ταξινομήθηκε σε επτά ενότητες» εξηγεί η επιμελήτρια της έκθεσης δρ Ιλία Λακίδου: «Τέσσερις χρονολογικές- δηλαδή,Μεσοπόλεμος,δεκαετία του ΄40, πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική περίοδος- και τρεις θεματικές,δηλαδή παραστάσεις στις κρατικές σκηνές,παραγωγές αρχαίου δράματος και του Ελληνικού Χοροδράματος.Επίσης,έμφαση δίνεται στη σχέση του Βασιλείου με τους υπολοίπους της γενιάς του ΄30, τους Τσαρούχη,Γκίκα,Μόραλη,Νικολάου και Εγγονόπουλο».
«Ο σκηνογράφος Σπύρος Βασιλείου» Μουσείο Μπενάκη, Κτίριο της οδού Πειραιώς 138.
Εγκαίνια στις 27 Οκτωβρίου.
Από 29 Οκτωβρίου ως 5 Δεκεμβρίου