Μετά το «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» και την «Αθήνα- Κωνσταντινούπο- λη», το όνομα της ελληνικής πρωτεύουσας ξαναστολίζει τίτλο ταινίας του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Βασισμένη στο μπεστ σέλερ του Σωτήρη Δημητρίου «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», η ομότιτλη ταινία παρακολουθεί τη φανταστική συνάντηση ενός συγγραφέα (Λευτέρης Βογιατζής) με τον ήρωα του βιβλίου του, ονόματι Καρπουζοκέφαλο (Νίκος Κουρής). Ο πρώτος είναι διάνοια, ο δεύτερος χαζούλης. Ο πρώτος μάχεται με τους εσωτερικούς δαίμονές του, ο δεύτερος γεύεται με όρεξη τις ομορφιές της φύσης και της ζωής. Σύμφωνα με τους Παναγιωτόπουλο- Δημητρίου τους οποίους «Το Βήμα» συνάντησε στο σπίτι του σκηνοθέτη στο Κολωνάκι, ο πανέξυπνος συγγραφέας και ο αγαθός Καρπουζοκέφαλος είναι οι δύο πλευρές του ιδίου νομίσματος.
– Κύριε Παναγιωτόπουλε,γιατί αγαπάτε τόσο πολύ την Αθήνα;
Ν.Π.: «Επειδή είναι η μητέρα μας και τη μητέρα μας δεν την αγαπάμε επειδή είναι όμορφη, πλούσια ή καλλιεργημένη. Την αγαπάμε επειδή είναι η μητέρα μας. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κάποιος να μην αγαπά την πόλη ή τη χώρα του. Αγαπώ πολύ την Αθήνα αλλά εξαρτάται και από το τι εννοεί ο καθένας με την ομορφιά. Το Παρίσι όπου έζησα είναι μια όμορφη πόλη με άσχημα μνημεία. Η Αθήνα αντιθέτως είναι μια άσχημη πόλη με πολύ ωραία μνημεία. Μπορεί να φας τα μνημεία; Οχι, αλλά είναι πολύ σημαντικό να περπατάς σε μια πόλη με ιστορία 2.500 χρόνων. Και να μην την ξέρεις εσύ, σε ξέρει εκείνη. Θυμώνω που βλέπουμε τις πόλεις με το βλέμμα του τουρίστα και όχι με το βλέμμα του κατοίκου. Οι ξένοι, για παράδειγμα, ερχόμενοι στην Ελλάδα πηγαίνουν στο Χίλτον. Τι να καταλάβεις για την Ελλάδα από το Χίλτον; Και μεταφέρουν στην πατρίδα τους μια εικόνα της Ελλάδας ανούσια. Ο τουρισμός για μένα είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο». – Κύριε Σωτηρίου,τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» είναι γραμμένα από έναν άνθρωπο που αγαπάει την Αθήνα;
Σ.Δ.: «Είναι γραμμένα από κάποιον που την αγάπησε με άγχος. Σήμερα αγαπώ την Αθήνα αλλά νιώθω ότι δεν την αγάπησα την εποχή που έπρεπε. Η Αθήνα γιγαντώθηκε κυρίως μετά το 1960 με την εισροή μεταναστών που ένιωθαν άσχημα επειδή δεν βρίσκονταν στο μέρος τους. Πόλη που κατηγορήθηκε πολύ και κατηγορείται ακόμη. Εχει κακή φήμη γιατί ανέκαθεν μυριάδες στρώματα τα έβαζαν με την πόλη που τους φιλοξένησε. Δεν αγαπήθηκε από τη μάζα των επείσακτων. Ας είναι Ελλάδα, ξένος τόπος είναι. Και εγώ δεν ένιωθα καλά όταν ήρθα νέος στην Αθήνα».
– Εσείς,κύριε Παναγιωτόπουλε,παρατηρήσατε αγάπη για την Αθήνα διαβάζοντας το βιβλίο του κ.Δημητρίου;
Ν.Π.: «Με το βιβλίο του Σωτήρη πέθανα στα γέλια. Είναι πάρα πολύ αστείο, πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενά του, ένα βιβλίο που έχει τη θεωρία μέσα στην αφήγηση. Ενα αφήγημα που εξηγεί και τις στρατηγικές του αφηγήματος. Το αγάπησα για αυτούς τους λόγους αλλά και γιατί κίνησε μέσα μου ένα κύμα αναμνήσεων παιδικών. Μαθητικά αστεία γεμάτα αθωότητα που μου έφεραν στο μυαλό μια Αθήνα της αθωότητας. Ενώ η ταινία είναι γεμάτη βωμολοχίες, είναι τόσο αθώες που δεν σοκάρεται κανείς».
Σ.Δ.: «Το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ η ταινία είναι το 1/10 του βιβλίου, βλέποντάς την νιώθεις ότι το συ νοψίζει. Είναι αυτό που πολύ ωραία είπε ο Βάρναλης, ότι από την καβαλίνα της όχθης του δρόμου μ΄ ένα σάλτο βρίσκομαι στον ανθό της διπλανής ροδακινιάς. Οταν την είδα η πρώτη λέξη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ευφρόσυνη. Μια ευφρόσυνη ταινία».
Ν.Π.: «Η μεταφορά της είχε εξαρχής μια τεράστια δυσκολία. Πώς παντρεύεις τον δοκιμιακό λόγο ενός συγγραφέα που μιλάει για την τέχνη του με τις περιπέτειες του ήρωα του συγγραφέα που είναι ένας χαζός και πιάνει σχέσεις με τα φρούτα της Αθήνας, τα οπωροφόρα, που δεν είναι άλλα παρά οι άνθρωποι της Αθήνας; Μόνον όταν τέλειωσα την ταινία είδα ότι έσπαγα το κεφάλι μου για κάτι που η ζωή το είχε λύσει: η χαζομάρα και η εξυπνάδα είναι το ίδιο πράγμα. Πιστεύω πραγματικά ότι ο συγγραφέας είναι και ο καρπουζοκέφαλος. Το να είσαι 24 ώρες το 24ωρο έξυπνος είναι απάνθρωπο! Δεν είναι;».
– Τα χνώτα σας φαίνεται ότι ταιριά ζουν.Γνωριζόσασταν από παλιά; Ν.Π.: «Οχι. Αλλά δεν υπάρχει πιο ιδανική συνεργασία από εκείνην ενός σκηνοθέτη που λατρεύει τα βιβλία- όπως εγώ- με έναν συγγραφέα που αγαπά τις ταινίες- όπως ο Σωτήρης. Εχουμε όμως κάτι ακόμη κοινό: η κατάσταση ευτυχίας που ονειρευόμαστε είναι μια γάτα στον ήλιο. Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο είναι η απόλυτη ξεγνοιασιά». Σ.Δ.: «Ποιο μαγαζί πουλάει ήλιο και ξεγνοιασιά; Κανένα και ας έχεις εκατομμύρια ευρώ! Τα πιο πολύτιμα αγαθά δεν έχουν κόστος. Και αυτά που έχουν κόστος πολλές φορές μας μπερδεύουν. Μια γάτα στον ήλιο. Υπάρχει πιο ωραία εικόνα;».
– Η ειρωνεία είναι ότι η ιστορία έχει πει ότι οι μεγαλύτερες συγκρούσεις στη δημιουργία του κινηματογράφου έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα σε συγγραφείς και σκηνοθέτες που ασχολήθηκαν με βιβλίο τους.
Ν.Π.: «Για μένα αυτό που μετράει σε έναν δημιουργό δεν είναι η ιστορία που αφηγείται, αλλά η ματιά που ρίχνει πάνω στην ιστορία. Με ενδιέφερε η ματιά του Σωτήρη πάνω στην Αθήνα, στους ανθρώπους, στην τέχνη. Και ο Σωτήρης είχε τη μεγαλοψυχία να πει ότι δεν τον ενδιαφέρει να αποδοθεί το βιβλίο του πιστά αλλά ότι ελπίζει να τον εκπλήξει η ταινία. Μακάρι να δει το βιβλίο του να γίνεται και κάτι άλλο».
– Η πλειοψηφία του κοινού όμως συγκρίνει τα δύο μέσα.Και συνήθως τάσσεται υπέρ του βιβλίου όπου βασίζεται μια ταινία.
Σ.Δ.: «Δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ βιβλίου και ταινίας. Είναι ανόητο».
Ν.Π.: «Και ο μεγαλύτερος εχθρός των καλλιτεχνών είναι το κοινό».
– Ο καλλιτέχνης όμως δεν χρειάζεται το κοινό;
Ν.Π.: «Αυτό είναι παραψυχολογία. Το κοινό θέλει να αναγνωριστεί μέσα σε μια ταινία. Αν δεν αναγνωριστεί είναι σαν να μην υπάρχει το έργο. Γιατί το κοινό δεν έχει τη μεγαλοψυχία, τη γενναιοδωρία, να μπει στη θέση ενός άλλου, να κοιτάξει έναν που κοιτάζει. Κανείς σήμερα δεν μπαίνει στη θέση του άλλου».
Σ.Δ.: «Αμα δεν αναγνωρίσει τη ζωή του ο θεατής ή ο αναγνώστης το έργο της τέχνης ακυρώνεται, θεωρείται αποτυχημένο. Οι τολμηροί συγγραφείς δεν είναι ποτέ αρεστοί στην εποχή τους. Ο θεατής ή ο αναγνώστης περιμένει να βρει κάτι από τον εαυτό του, κάτι από αυτά που ξέρει ήδη. Ο αποδέκτης της τέχνης κάνει ασυνείδητες αναγωγές και αν δεν βρει κοινό σημείο με τη ζωή του, το έργο δεν τον αφορά. Αυτό συνάμα είναι και το καλό μιας μορφής τέχνης γιατί με μια κοινή αναγωγή δημιουργείται ένας κοινός τόπος, μια αίσθηση διαχρονικότητας».
ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗΣ
– Ζούμε σε μια εποχή άστατη,η οικονομία μας αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Εχουν επηρεάσει τον τομέα της Τέχνης σας; Ν.Π.: «Δεν είναι αντικείμενο της Τέχνης το πρόβλημα της κρίσης που αντιμετωπίζουμε σήμερα, παρ΄ ότι πολύ σοβαρό. Ξέρεις πότε γράφτηκε η “Κάρμεν” του Μπιζέ; Φοβερές κοινωνικές αναταραχές. Η Τέχνη έχει να κάνει με πράγματα πιο βαθιά, ουσιαστικά, ανθρώπινα. Ενα άλλο παράδειγμα: Εναν που αυτή τη στιγμή πεθαίνει σε νοσοκομείο πόσο μπορεί να τον νοιάζει η κρίση;».
Σ.Δ.: «Πρέπει να φύγουμε από αυτό το μοντέλο ζωής που έχει ανάγκη συνεχώς από πράγματα. Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να αγοράσεις όλα αυτά τα μπιχλιμπίδια. Πρώτον, χάνεις χρόνο· ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε και που θα έπρεπε να τον ξοδεύουμε αλλιώς, στη θάλασσα, σε βόλτες. Δεύτερον, αγοράζεις πράγματα που απαιτούν μέριμνα, που σημαίνει διπλό κόστος, άρα διπλός χαμένος χρόνος. Είμαστε καθημερινά βυθισμένοι σε δουλειές και τα πράγματα που αγοράζουμε μας φέρνουν διαρκώς επιπλέον ανησυχία. Νομίζω ότι η κοινωνία πρέπει να κάνει γενική αναθεώρηση και να πάει προς το ελάχιστο που θα αποδειχθεί μέγιστο.
Ν.Π.: «Ανθρώπινη ευφορία είναι η έκσταση. Μπορείς να έρθεις σε έκσταση μέσα από αντικείμενα; Από ένα αυτοκίνητο, από μια καφετέρια; Δεν νομίζω. Σε έκσταση μπορείς να έρθεις μέσα από ένα πρόσωπο, μια ανθρώπινη σχέση. Αυτό έχει σημασία. Τα αντικείμενα έχουν θεοποιηθεί γιατί έχει θεοποιηθεί το χρήμα. Το χρήμα έχει γίνει μια αξία. Στην εποχή μου, ο πατέρας μου μάς απαγόρευε να μιλάμε για λεφτά μέσα στο σπίτι. Τώρα οι Αμερικάνοι λένε αυτός είναι “money maker” εννοώντας ότι ξέρει να βγάζει χρήματα και ότι αυτό θεωρείται αξία. Αφού είναι αξία το χρήμα όλα επιτρέπονται. Πού είναι το κακό λοιπόν που η Τζούλια Αλεξανδράτου κάνει πορνό; Αφού η δουλειά έχει χρήμα τη δικαιώνει. Παλιά έλεγαν “αυτός είναι νεόπλουτος” εννοώντας ότι έχει χρήματα αλλά όχι την ανάλογη αγωγή, ότι έκανε χρήματα χωρίς να προοδεύσει. Τώρα καταργήθηκε το νεόπλουτος. Ολοι είναι αυτοδημιούργητοι. Το νεόπλουτος αντικαταστάθηκε από το αυτοδημιούργητος και αυτό είναι μαγκιά. Είναι περίεργη κοινωνία και έχει φτάσει στα όριά της. Και πρέπει να την ξανασκεφτούμε από την αρχή». – Πώς φτιάχνεις μια κοινωνία από την αρχή;
Ν.Π.: «Η ανάγκη θα το κάνει». Σ.Δ.: «Κάθε κρίση σε βάζει να σκεφτείς. Διευρύνει τον ορίζοντα, σκέφτεσαι και αυτό είναι καλό».
Ν.Π.: «Το αυτομαστίγωμα όμως το ελληνικό, είναι ίδιον της φυλής. Στο βάθος κρύβει μεγάλο κόμπλεξ εναντίον των Ευρωπαίων, τους οποίους οι Ελληνες φθονούν και αγαπούν ταυτόχρονα. Εναντίον των Αμερικανών που θα ήθελαν πολύ να είναι αλλά δεν είναι. Φθονείς αυτό που θέλεις να είσαι και δεν μπορείς. Ο μεγάλος Πασκάλ έλεγε “οι άνθρωποι αλληλομισούνται εκ φύσεως”».
Σ.Δ.: «Είμαστε όμως υβριστές εναντίον των Αλβανών διότι τους θεωρούμε πιο κάτω από εμάς. Διακρίνουμε τους πάνω από τους κάτω και αντίστροφα».
Ν.Π.: «Ωραία διατυπώνει το ελληνικό πρόβλημα ο Σεφέρης στον στίχο του “Ερχεστε εξ Ομονοίας; Οχι ερχόμεθα εκ Συντάγματος”- δηλαδή υπάρχουν δύο κόσμοι, η Ομόνοια μισεί το Σύνταγμα και το Σύνταγμα την Ομόνοια. Οι αρετές των ανθρώπων είναι μεταμφιεσμένες κακίες». Σ.Δ.: «Με το κακό του διπλανού μας “ανεβαίνουμε”. Εχουμε θεοποιήσει την ύπαρξή μας και μόνο εντός της παιδικής μας οικογένειας ταυτίζουμε το κακό των άλλων. Εκεί λυπούμαστε πραγματικά. Ολοι οι άλλοι είναι για το σπορ του φθόνου και της κακίας. Διότι δεν υπάρχει κοινή στέγη να μας ταυτίσει».