«Κύριοι, αποκαλυφθείτε! Ιδού μια νέα μεγαλοφυΐα!». Ηταν Δεκέμβριος του 1831 όταν με τις παραπάνω φράσεις ο νεαρός Ρόμπερτ Σούμαν υποκλινόταν στο χάρισμα του συνομηλίκου του Φρειδερίκου Σοπέν. Τρεις μήνες αργότερα, καίτοι θριαμβευτικό, το επίσημο ντεμπούτο του τελευταίου στο Παρίσι στάθηκε αιτία να συνειδητοποιήσει ότι οι μεγάλοι συναυλιακοί χώροι δεν του ταίριαζαν. Τα υπόλοιπα χρόνια της σύντομης ζωής του θα επιλέξει να εμφανίζεται κυρίως σε ιδιωτικές συναθροίσεις προς τέρψιν της οικονομικής και πνευματικής ελίτ της εποχής, και ακόμη συχνότερα στο σαλόνι του σπιτιού του, παίζοντας πιάνο για τους φίλους του: τον Λιστ, τον Μπερλιόζ, τον Μπελίνι, τον Μέντελσον , τον Ντελακρουά.
Ανεξάντλητη ευρηματικότητα
Οπως έχει χαρακτηριστικά γραφεί, ως πιανίστας ο Σοπέν «κατόρθωσε να κατακτήσει τη μέγιστη δυνατή αναγνώριση με τις ελάχιστες δυνατές δημόσιες εμφανίσεις:λίγο περισσότερες από τριάντα σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του». Ως συνθέτης- ένας από τους σημαντικότερους της περιόδου του Ρομαντισμού- έχει πλέον απεκδυθεί οριστικά τη «βικτωριανή» ετικέτα του «λυρικού φυματικού καλλιτέχνη των σαλονιών» και έχει εκτιμηθεί για τον ποιητικό και ηρωικό του χαρακτήρα και για τις μεγάλες καινοτομίες τις οποίες επέφερε σε είδη όπως η σονάτα για πιάνο, η μαζούρκα, το βαλς, το νυχτερινό, η πολωνέζα, οι σπουδές, το πρελούδιο. Γραμμένες κυρίως για το πιάνο ως σολιστικό όργανο, οι συνθέσεις του είναι σαφώς απαιτητικές από τεχνικής απόψεως, ωστόσο η έμφαση δίνεται στο ύφος, στις αποχρώσεις και στο εκφραστικό τους βάθος. Ο Σοπέν γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1810 (κάποιο εκκλησιαστικό έγγραφο το οποίο βρέθηκε το 1892 αναφέρει ως ημερομηνία γεννήσεως την 22α Φεβρουαρίου, αλλά ο ίδιος ο συνθέτης χρησιμοποιούσε την πρώτη) στη Ζελάζοβα Βόλα, περίπου 50 χιλιόμετρα δυτικά της Βαρσοβίας, από εξόριστο γάλλο πατέρα και πολωνέζα μητέρα. Ηταν το δεύτερο παιδί της οικογένειάς του και το μοναδικό αγόρι. Καίτοι ο πατέρας του δίδασκε γαλλικά σε παιδιά της αριστοκρατίας, ήταν η πολωνική γλώσσα και κουλτούρα που κυριαρχούσε στο σπίτι του και αυτό τον επηρέασε βαθιά για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι γονείς του ασχολούνταν με τη μουσική: ο πατέρας του έπαιζε φλάουτο και βιολί και η μητέρα του πιάνο. Σε ό,τι αφορά μάλιστα τη δεύτερη, πηγές αναφέρουν ότι ο μικρός συγκινούνταν μέχρι δακρύων ακούγοντάς την να παίζει, ενώ σε ηλικία έξι ετών ήταν κιόλας σε θέση να αναπαράγει ό,τι άκουγε ή να φτιάχνει καινούργιες μελωδίες. Ωστόσο πρώτη του δασκάλα υπήρξε η μεγαλύτερη αδελφή του Λουντβίκα.
Αναφορικά με τα παιδικά χρόνια του Σοπέν- ο οποίος γρήγορα ξεχώρισε ως παιδί-θαύμα στο πιάνο, συγκρινόμενος μάλιστα με τον Μότσαρτ στην αντίστοιχη ηλικία- οι βιογραφίες κάνουν λόγο για ένα ώριμο παιδί το οποίο εκμεταλλευόταν κάθε ερέθισμα και εμπειρία για την περαιτέρω βελτίωσή του. Ηταν πνευματώδης, διέθετε οξεία αίσθηση του χιούμορ, ταλέντο στη μιμική αλλά και στο σκίτσο. Χαρακτηριστικός ο ενθουσιασμός ενός δασκάλου του στο σχολείο αντικρίζοντας την επιτυχημένη προσωπογραφία που του είχε φτιάξει ο νεαρός μαθητής του.
Η Γεωργία Σάνδη
Σημαντική ημερομηνία στη ζωή του Σοπέν στάθηκε η 2α Νοεμβρίου 1830, όταν- έχοντας ήδη γνωρίσει επιτυχία ως πιανίστας και συνθέτης- αποφάσισε να φύγει για την Αυστρία με απώτερο προορισμό αρχικά την Ιταλία, παίρνοντας μαζί του ένα ασημένιο κουπάκι με χώμα από την αγαπημένη του Πολωνία. Το ξέσπασμα της Επανάστασης του Νοεμβρίου στη χώρα του λίγες ημέρες αργότερα και η συνακόλουθη κατάπνιξή της από τους Ρώσους τον έκαναν να συνειδητοποιήσει για άλλη μία φορά, εξ αποστάσεως, την αγάπη του για αυτήν. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 1831 έφτασε στο Παρίσι μη γνωρίζοντας ακόμη αν θα εγκατασταθεί οριστικά εκεί.
Στο Παρίσι ο Σοπέν ζούσε άνετα, συνθέτοντας και παραδίδοντας μαθήματα. Το 1836, σε μια κοινωνική εκδήλωση, γνώρισε τη γυναίκα η οποία- ύστερα από κάποιες άτυχες ιστορίες με συμπατριώτισσές του- θα έπαιζε μοιραίο ρόλο στη ζωή του: τη γαλλίδα συγγραφέα και φεμινίστρια Γεωργία Σάνδη. Στην αρχή εκείνος την αντιπάθησε, εν τούτοις ως το καλοκαίρι του 1838 ο δεσμός τους ήταν κοινό μυστικό. Στη Σάνδη οφείλονται ορισμένες πολύ χρήσιμες περιγραφές του Σοπέν. Σχολιάζοντας τον φλογερό πατριωτισμό του, εκείνη τον είχε κάποτε χαρακτηρίσει «πιο Πολωνό κι από την ίδια την Πολωνία», ενώ σε ό,τι αφορά τη δημιουργική διαδικασία είχε αναφερθεί στη γέννηση της έμπνευσης και στην επίπονη επεξεργασία της- ορισμένες φορές μέσα από πραγματική ψυχική ταλαιπωρία, δάκρυα και παράπονα- με αμέτρητες αλλαγές στην αρχική σύλληψη μόνο και μόνο για να επιστρέψει, κάποια στιγμή, στο σημείο εκκίνησης.
Καθώς η- ανέκαθεν εύθραυστηυ γεία του Σοπέν χειροτέρευε, η Σάνδη μεταβαλλόταν σταδιακά από ερωμένη σε νοσοκόμα. Το 1845 η σχέση τους πέρασε μια σοβαρή κρίση η οποία επιδεινώθηκε την επόμενη χρονιά, με αποτέλεσμα το 1847 να χωρίσουν οριστικά. Για τη μεταξύ τους ιστορία έχουν κυριολεκτικά χυθεί τόνοι μελανιού. Εντυπωσιακή είναι πάντως η μαρτυρία μιας κοινής τους φίλης η οποία την έζησε από κοντά από την αρχή ως το τέλος: «Αν δεν είχε γνωρίσει τη Σάνδη, η οποία δηλητηρίασε όλη του την ύπαρξη» έγραφε «ο Σοπέν θα έφτανε ως τα βαθιά γεράματα».
Τον Φεβρουάριο του 1848 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο Παρίσι. Ακολούθησαν κάποιες συναυλίες στο Λονδίνο και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου επέστρεψε στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου έζησε στερημένα το τελευταίο διάστημα της ζωής του, έχοντας στο πλευρό του τη μεγαλύτερη αδελφή του. Αφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 17ης Οκτωβρίου 1849, σε ηλικία 39 ετών, από φυματίωση, περιστοιχισμένος από λίγους εκλεκτούς φίλους. Αργότερα, πολλοί ήταν εκείνοι που δήλωναν ότι βρέθηκαν κοντά στον Σοπέν τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, καθώς κάτι τέτοιο θεωρούνταν τεκμήριο κύρους.
Σύμφωνα με επιθυμία του, η καρδιά του αφαιρέθηκε και μεταφέρθηκε στη Βαρσοβία, ενώ το σώμα του αναπαύθηκε στο νεκροταφείο Ρere-Lachaise του Παρισιού, όπου ο τάφος του αποτελεί έκτοτε πόλο έλξης αναρίθμητων επισκεπτών…