Ο καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς, ο λόγιος, ο υποψήφιος βουλευτής, ο άνθρωπος
που διάγει αισίως το 104ο έτος και ετοιμάζεται να δει τη 12η δεκαετία της ζωής του, έχει τη διάθεση ένα μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη να μας μιλήσει για τα δύο μεγάλα πάθη του και τη σχέση του με τον χρόνο που περνάει.
Ηκυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του «Μακράς ζωής αγωνίσματα» και η τιμητική θέση την οποία κατείχε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠαΣοΚ στις τελευταίες εκλογές έφεραν τον διάσημο για τους γλωσσικούς του αγώνες καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά στην επικαιρότητα. Τα μέσα ενημέρωσης ξέχασαν προς στιγμήν τη λαγνεία τους για τα νιάτα και έτρεξαν στο κατώφλι του υπερήλικου λόγιου για να του πάρουν δυο κουβέντες – ειδικά μόλις έγινε γνωστή τον περασμένο Οκτώβριο η επίσκεψη του τότε νεοεκλεγέντος Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στην οικία του κυρίου Κριαρά. Σε αυτό το κλίμα ταξιδέψαμε ως τη Θεσσαλονίκη. Εκτός από το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, που βρίσκεται πρώτο στην ατζέντα των συζητήσεων του καθηγητή, αδημονώ να συζητήσω μαζί του για τη χαρά και τη λύπη τού να μακροημερεύεις ξεγελώντας το τέλος με μια νέα αρχή, αλλά και για την αιώνια αγάπη, αυτή που κάνει δύο ανθρώπους να γίνονται ένα, όπως περίπου περιγράφει στην αυτοβιογραφία του τη σχέση του με τη σύζυγό του Αικατερίνη Στριφτού. Στο πίσω κάθισμα ενός μποτιλιαρισμένου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ταξί διαβάζω το ακόλουθο απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του: «Απόψε 27 Νοεμβρίου 2004, παραμονή των γενεθλίων μου (γίνομαι 99 χρόνων) άναψα όλα τα φώτα του σπιτιού μου, κάθισα στην πολυθρόνα μου, δε διάβασα κείμενα της ημέρας, ούτε την εφημερίδα μου, αισθάνθηκα πάλι μόνος και αναπόλησα…». Ο κύριος που έγραψε αυτά τα λόγια μερικά χρόνια πριν κάθεται απέναντί μου λουσμένος στο αμείλικτο πρωινό φως που προδίδει τα χρόνια του. Η πολυθρόνα του – είναι η αγαπημένη του – τον υποδέχεται σαν αγκαλιά, στο σπίτι όπου δεν μένει πια η γυναίκα του. Πάνε περίπου δέκα χρόνια από τον χαμό της. Εξαιρετικά ευγενικός ο ίδιος αλλά όχι εξαρχής εγκάρδιος, κάνει νόημα να ξεκινήσουμε. Η οικιακή βοηθός θα σπάσει τον πάγο λέγοντας «εδώ που κάθεστε καθόταν και ο Πρωθυπουργός και τα ’λεγε με τον καθηγητή».
Αν σας έλεγαν κάποτε ότι θα φτάνατε και θα περνούσατε τα 100, τι θα θέλατε να έχετε επιτύχει σε αυτή την ηλικία-ορόσημο;
«Να είμαι περισσότερο επιτυχημένος στη ζωή και στα γράμματα. Το 1948 ήμουν υποψήφιος για την έδρα της Νέας Ελληνικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όταν με κέρδισε για λόγους στους οποίους δεν θα ήθελα να επανέλθω ένας συνυποψήφιος. Ηταν μια φιλοδοξία που δεν κατάφερα να πραγματοποιήσω. Εγινα βέβαια καθηγητής της Μεσαιωνικής Φιλολογίας, αλλά στο Αριστοτέλειο δίδαξα τελικά Νέα Ελληνικά μόνο μία χρονιά, όταν έλειψε ο καθηγητής. Είχα όμως τη χαρά να τα διδάξω ως φιλοξενούμενος καθηγητής στην Αυστραλία, μακριά από την Ελλάδα. Περίεργο δεν είναι; Πολλά, λοιπόν, κανείς ονειρεύεται αλλά δεν τα πετυχαίνει. Η ζωή είναι σκληρή».
Να μην ονειρευόμαστε δηλαδή;
«Να ονειρευόμαστε, αλλά ρεαλιστικά, έχοντας μια προοπτική, ένα σχέδιο. Γιατί έχουμε αρκετούς οι οποίοι και ξύπνιοι ονειρεύονται. Ο Τρίτσης, για παράδειγμα, που επανέφερε τα αρχαία ελληνικά στο γυμνάσιο, ήταν ονειροπόλος. Νόμιζε ότι τα αρχαία ελληνικά είναι ικανά να αναγεννήσουν την Ελλάδα. Αυτό ήταν όνειρο θερινής νυκτός. Δεν ήταν ευγενής φιλοδοξία, αλλά φαντασία».
Γράφοντας την αυτοβιογραφία σας μπήκατε στον πειρασμό να εξωραΐσετε κάποια πράγματα ή να αποκρύψετε κάποια άλλα;
«Ο χρόνος εξωραΐζει, διότι μας γυρίζει πίσω στα αμέριμνα χρόνια της νεότητας. Λέμε συνήθως: “Ηταν παράδεισος τότε”. Μας φαίνεται έτσι, γιατί ήμασταν πιο νέοι “τότε”. Εσκεμμένα, πάντως, στην αυτοβιογραφία μου δεν εξωράισα, ούτε απέκρυψα. Ορισμένες αδυναμίες μου, μάλιστα, τις άφησα να φανούν».
Η άποψη «τα δικά μας χρόνια ήταν καλύτερα» δεν οδηγεί σε συντηρητισμό; Δεν υπονομεύει τα νιάτα;
«Πολλές φορές ο άνθρωπος αυτά που ζει τα ανέχεται δύσκολα. Και γι’ αυτό λέει: “Παλιότερα ήμασταν ευτυχισμένοι”. Για να έχουμε το επιχείρημα ότι τα σημερινά είναι άσχημα. Είναι ψυχολογικό το θέμα».
Ζούμε στην εποχή όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν στον ειδικό για να λύσουν ψυχολογικά θέματα. Τι συμβαίνει;
«Η ζωή είναι τραγικό γεγονός, γιατί από τη στιγμή που αισθάνεστε τον εαυτό σας ξέρετε ότι θα πεθάνετε. Μπορεί να λέτε “δεν φοβάμαι τον θάνατο”, το λέω και εγώ, αλλά η αλήθεια είναι ότι τον φοβόμαστε. Είστε γεννημένη για να ζήσετε, αλλά είστε γεννημένη και για να πεθάνετε. Ε, δεν μπορεί να συμφωνήσει ο άνθρωπος με αυτό. Είσαι άρρωστος, και θέλεις να γίνεις καλά για να χαρείς τον κόσμο που μπορεί να σου δίνει και λύπες ή μόνο λύπη και όχι χαρά ή τη χαρά με το σταγονόμετρο. Ολα αυτά όμως εσύ θέλεις να τα γευτείς γιατί είσαι έτσι καμωμένος… Το μυαλό και η ψυχή, αυτά που κυβερνούν τον άνθρωπο, “παθαίνουν” από τη σύλληψη αυτής της τραγικότητας, ειδικά σήμερα που με την επικράτηση του τεχνικού πολιτισμού ξεχνιέται η ανθρωπιστική αγωγή. Σήμερα, μαθαίνουμε όλοι να χειριζόμαστε μηχανές και δεν μπορούμε να εξυψώσουμε την ψυχή μας. Αυτό είναι επίσης τραγικό».
Ως διακεκριμένος λεξικογράφος τι θα γράφατε σήμερα δίπλα στη λέξη σοσιαλισμός;
«Πραγματική πολιτική για όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Αγνοημένοι είναι ακόμη, δυστυχώς, οι αδύνατοι, και αυτοί θέλουν ενίσχυση».
Το σημερινό λούμπεν είναι χρεωμένο στις τράπεζες…
«Ο καταναλωτισμός βοηθάει μόνον εκείνον που παράγει αγαθά, όχι τον καταναλωτή. Μας ξεγελάει όμως όλους, υποσχόμενος ότι θα διευκολύνει περισσότερο τη ζωή μας με καινούργια και εντυπωσιακά πράγματα».
«Διδάσκαλος του Γένους», «τελευταίος μεγάλος δημοτικιστής»: Ποιον τίτλο από αυτούς που σας έχουν αποδώσει κατά καιρούς αποδέχεστε με μεγαλύτερη ικανοποίηση;
«Τον πρώτο δεν τον δικαιούμαι. Δεν ξέρω και αν υπήρξα μεγάλος στον δημοτικισμό μου. Πίστεψα, πάντως, απόλυτα σε αυτόν όπως τον κατάλαβαν οι τρεις μεγάλοι του εκπαιδευτικού δημοτικισμού: Ο Γληνός, ο Δελμούζος και ο Τριανταφυλλίδης».
Τι θα συμβουλεύατε την κυβέρνηση για θέματα Παιδείας;
«Ανακίνησα στη συζήτηση με τον Πρωθυπουργό το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο. Οπως όλοι ξέρουμε, τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας την είχε απομακρύνει από το γυμνάσιο η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, της κυβέρνησης Ράλλη. Ο Τρίτσης τα επανέφερε οδηγώντας σε σύγχυση τους μαθητές, οι οποίοι, καθώς έρχονται με μεγάλες γλωσσικές ανεπάρκειες από το δημοτικό σχολείο, δυσκολεύονται σε μεγάλο βαθμό να δεχτούν τη διδασκαλία αρχαίας και νέας γλώσσας συνάμα».
Παρ’ όλα αυτά, τάσσεστε υπέρ τού να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά στο λύκειο.
«Φυσικά, και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν ξέρω όμως αν γίνεται αυτό».
Στη μάχη σας για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας παλαιότερα, αλλά και στον αγώνα σας εδώ και αρκετά χρόνια να καταργηθούν τα αρχαία ελληνικά στο γυμνάσιο, ποιος είναι ο μεγαλύτερος «εχθρός» σας;
«Δεν έχω εχθρούς. Εκείνος με τον οποίο συζήτησα πολύ το γλωσσικό ζήτημα είναι ο καθηγητής κύριος Μπαμπινιώτης. Μετά το 1974, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1980-85, συζητούσαμε πολύ και διαφωνούσαμε, ας πούμε, ριζικά. Τώρα, όμως, ο κύριος Μπαμπινιώτης έχει προσέλθει στον δημοτικισμό, γράφει στη δημοτική. Δεν τη γράφει όπως ακριβώς τη γράφω εγώ, τη γράφει συντηρητικότερα, με τη δική του νοοτροπία. Ε, η νοοτροπία μας διαφέρει. Αυτή είναι η αλήθεια. Αλλά έχουμε αγαθές σχέσεις. Οταν με ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο ίδιος μίλησε πολύ καλά για μένα».
Πώς σας φαίνεται η γλώσσα που μιλούν – ή μάλλον γράφουν σε SMS – οι νέοι σήμερα;
«Η γλώσσα των νέων είναι κάτι δικό τους. Δικαιούνται να μιλούν και να γράφουν έτσι, αλλά είναι βέβαιο πως θα ξεχάσουν τη γλώσσα αυτή, την “παιδική”, μόλις ωριμάσουν».
Τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει από την αρχαία ελληνική γλώσσα;
«Οταν μπορούμε να κατανοούμε την αρχαία γλώσσα, μαθαίνουμε πολλά με αυτήν και από αυτήν. Και μας είναι όλα χρήσιμα. Πάντως, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να προπαγανδίζουμε την αρχαία γλώσσα. Και μάλιστα χωρίς να την κατέχουμε. Η αρχαία γλώσσα υπήρξε γλώσσα των αρχαίων. Η νέα μας γλώσσα είναι κόρη της αρχαίας. Αυτός είναι ο σύνδεσμος μαζί της. Αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα η μάνα και η κόρη».
Εχετε πάθος με τη γλώσσα.
«Στη ζωή μου δεν είχα πάθη πολλά, μόνο δύο: για τη γλώσσα και για τη σύζυγό μου. Είχαμε έναν μεγάλο, πολύ μεγάλο, ας τον πούμε σπάνιο δεσμό, ασυνήθιστο για ανδρόγυνο. Την έχασα το 2000».
Ζήσατε μαζί 65 χρόνια. Στη βιογραφία σας, εκεί που μιλάτε για τον γάμο σας με τη συμφοιτήτριά σας Τιτίκα, παραθέτετε μια φράση του Σατομπριάν: «Βρήκα την ηρεμία κοντά σε μία γυναίκα της οποίας η αγνότητα εκτεινόταν γύρω της». Είναι τελικά οι ομοιότητες ή οι διαφορές αυτές που ενώνουν τα ζευγάρια;
«Αλλοτε οι ομοιότητες και άλλοτε οι διαφορές. Κάποιος είναι πιο λογικός, κάποιος πιο συναισθηματικός… Εμάς, εκτός από τον συναισθηματικό δεσμό, πάντως, μας συνέδεε και μια κοινή πολιτική ιδεολογία. Είχαμε τις ίδιες αντιλήψεις ως διανοούμενοι, και αυτό μας έφερνε πιο κοντά».
Στη μεταξύ σας σχέση ποιος ήταν ο πιο συναισθηματικός;
«Υπήρξα μάλλον συναισθηματικότερος από τη γυναίκα μου και μάλιστα πολλές φορές στενοχωριέμαι: Θα ήθελα να συγκινούμαι λιγότερο με κάποια γεγονότα».
Η μακροβιότητα είναι κάτι στο οποίο ελπίζει ο σημερινός άνθρωπος και οι επιστήμονες αισιοδοξούν και κάνουν λόγο για ανθρώπινα μέλη που θα χαρίζουν πολλά και ποιοτικά χρόνια.
«Η μακροβιότητα είναι ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της εποχής μας. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει η αύξηση των συνταξιούχων σε μια δύσκολη οικονομικά εποχή;».
Αισθάνεστε μοναξιά έχοντας χάσει λόγω δικής σας μακροβιότητας αγαπημένους σας ανθρώπους;
«Εχω χάσει εγκάρδιους φίλους εδώ και δεκαετίες τώρα και μου έχει κοστίσει πολύ. Ευτυχώς, όμως, είμαι σε θέση να αποκτώ και νέους φίλους τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής μου. Aυτό με παρηγορεί. Και επειδή έχω τη βοήθεια των μαθητών μου που κατά καιρούς εργάζονται κοντά μου, νιώθω μια ανακούφιση στα δύσκολα χρόνια της μακροβιότητας».
Παρά τις όποιες αντιξοότητες, η ζωή τελικά είναι γλυκιά;
«Ναι, και αυτό που της προσθέτει τη γλύκα τής δίνει και την τραγικότητα που σας έλεγα πριν».
Ποιο είναι το μυστικό της μακροζωίας;
«Σε έναν γιατρό που κάποτε με ρώτησε το ίδιο, απάντησα: “Καλή γυναίκα και όχι καλό φαΐ”. Σας συμβουλεύω λοιπόν να έχετε αρμονικό οικογενειακό βίο και να προσέχετε τη δίαιτά σας. Εμείς με τη γυναίκα μου αυτό κάναμε».
Η πνευματική ενασχόληση προάγει τη μακροβιότητα, όπως λένε οι ειδικοί;
«Το μυαλό του ανθρώπου θέλει να δουλεύει και όταν δουλεύει συντηρεί τον άνθρωπο».
Ποια είναι η σχέση σας με τα θεία;
«Με συγχωρείτε, αλλά θα αγνοήσω την ερώτηση… Το θέμα είναι τι έχεις στην ψυχή σου. Γιατί είτε το φωνάξεις είτε το αποσιωπήσεις σχολιάζεται. Λοιπόν, καλύτερα να σιωπά κανείς».
Τι έχετε να πείτε για την οικογενειοκρατία στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου;
«Δεν είναι ευχάριστο φαινόμενο και εν γένει είμαι εναντίον. Από την άλλη, είναι άδικο επειδή ο πατέρας σου ήταν Πρωθυπουργός να μην δικαιούσαι εσύ να ασχολείσαι με την πολιτική. Διότι, όπως ο καθένας υποχρεούται να ασχολείται με κοινωνικά ζητήματα, έτσι και ο γιος του Πρωθυπουργού είναι φυσικό να ενδιαφέρεται και αυτός. Και μάλιστα, όταν στο σπίτι του έχει αυτή την κουβέντα κάθε μέρα. Πώς να πεις στον Γιώργο Παπανδρέου, με πατέρα και παππού Πρωθυπουργό, “δεν δικαιούσαι να ασχολείσαι με την πολιτική”; Σήμερα, ακούω τι κηρύττει και, αν ακούω καλά πράγματα, ξεχνώ ότι είναι γιος του Ανδρέα και εγγονός του Γεωργίου».
Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας ένα στιγμιότυπο από την παιδική σας ηλικία στα Χανιά, να παίζετε – ενδεχομένως – μπάλα σε μια αλάνα… «Ως παιδί δεν αγάπησα τον αθλητισμό και για έναν πρόσθετο λόγο: Αισθανόμουν την υποχρέωση και, αντί να πηγαίνω με τα άλλα παιδιά για μπάλα μόλις τελείωνε το σχολείο, δούλευα σε ένα συμβολαιογραφείο για να ενισχύσω τα οικονομικά της οικογένειας».
Στην καθημερινότητά σας, δηλαδή, ή γράφετε ή διαβάζετε;
«Ναι, κάποτε με ρώτησε ένας συνάδελφός σας τι κάνω όταν βαριέμαι. “Αλλάζω διάβασμα” του απάντησα».
Εχετε κάποια από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν μια κρητική ψυχή, λόγω της σφακιανής καταγωγής σας;
«Μπορώ να σας πω δύο χαρακτηριστικά μου. Δεν ξέρω αν είναι κρητικά. Είμαι, όμως, επίμονος και υπομονετικός».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 480, σελ. 26-30, 25-27/12/2009.