Εχουν περάσει περίπου οκτώ χρόνια από τότε που ο σκηνοθέτηςΧρήστος Δήμαςυπέγραψε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Οι ακροβάτες του κήπου». Από τότε ο 40χρονος σήμερα δημιουργός βρισκόταν βυθισμένος στην κινηματογραφική σιωπή βγάζοντας το ψωμί του από την τηλεόραση («Κόκκινος κύκλος», «Λύσε τη σιωπή», «10η Εντολή», «Το κλειδί του Παραδείσου») και το θέατρο. Κάπως περίεργο για έναν καλλιτέχνη ο οποίος πολύ πριν από τους «Ακροβάτες» είχε κερδίσει τον τίτλο του πολλά υποσχόμενου της νέας γενιάς σκηνοθετών του κινηματογράφου χάρη στις μικρού μήκους δουλειές του «Ενας ουρανός γεμάτος αστέρια», «Τender», «Ανάσα» και «Αμερικάνος». Βέβαια στα οκτώ χρόνια που έχουν περάσει από το 2001 το όραμα της ταινίας «Longsdale» δεν έπαψε να ακολουθεί τον Δήμα. Ωστόσο λόγοι οικονομικής (και γραφειοκρατικής) φύσεως δεν του επέτρεψαν να την υλοποιήσει στην Αυστραλία, όπως ήταν αρχικώς το σχέδιό του (σήμερα το ίδιο σχέδιο έχει «μεταφερθεί» στη Γερμανία με τίτλο «Αltona»).
Εν μέσω όλης αυτής της κινηματογραφικής «αποχής» ο διευθυντής παραγωγής των «Ακροβατών του κήπου»Γιάννης Ιακωβίδηςπροσέγγισε τον Δήμα με ένα σχέδιο-«παραγγελιά»: τη «Νήsos». Ο Δήμας- που δεν ήταν η πρώτη επιλογή σκηνοθέτη αυτής της ταινίας- ένιωσε ότι το εγχείρημα μιας μεγάλης, εμπορικών προδιαγραφών, παραγωγής της Village Films τον ενδιέφερε.«Η πρόκληση των πολλών ηθοποιών σε μια ταινία ήταν νομίζω αυτό που αρχικώς μου κίνησε το ενδιαφέρον,ασχέτως του αν με κάποιους ηθοποιούς είχα ήδη δουλέψει.Μου άρεσε που η ιστορία της “Νήσου” δεν στηριζόταν σε ένα πρόσωπο:μια Ελένη Ράντουή έναν Βασίλη Χαραλαμπόπουλο.Ηταν μια ιστορία με πολλά πρόσωπα,άρα στοίχημα όλων των ηθοποιών. Συνεπώς μπορεί στη “Νήσο” να μην είχα την απόλυτη δημιουργική ελευθερία,είχα όμως την απόλυτη συνεργασία».
Τα γυρίσματα της «Νήsos» έγιναν το καλοκαίρι που μας πέρασε στη Σίφνο (το νησί δεν αναφέρεται στην ταινία) και η μεγαλύτερη πρόκληση του Δήμα ήταν να κοντρολάρει αυτόν τον πολύ μεγάλο αριθμό ηθοποιών σε περιορισμένο χώρο (ανάμεσά τους οιΕλένη Καστάνη,Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος,Ελισάβετ Κωνσταντινίδου,Μιχάλης Μαρίνος,Αντίνοος Αλμπάνης, Τάνια Τρύπη, Δημήτρης Τζουμάκης, Κώστας Βουτσάς).«Στην Αθήνα έχουμε και το σίριαλ,έχουμε και την πρόβα στο θέατρο,έχουμε και την παράσταση μετά, έχουμε και ένα ραδιόφωνο,έχουμε εκατό χιλιάδες πράγματα.Εκεί όμωςείχαμε μόνο την ταινία.Αρα οι “κραδασμοί” έπρεπε να μείνουν μέσα στο νησί».
Για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα έπρεπε να ακολουθηθεί ένα αυστηρότατο,«χολιγουντιανών προδιαγραφών πρόγραμμα», όπως το αποκάλεσε ο σκηνοθέτης.«Είχαμε μπροστά μας ένα όραμα που δεν ήταν κανενός και που έπρεπε να γίνει όλων. Επρεπε να γίνει βίωμα όλων μας ότι η “Νήsos” δεν επρόκειτο να γίνει μία ακόμη τηλεοπτική δουλειάή ένα φτηνό “πακέτο”.Θα έπρεπε να γίνει μια ταινία που με χαρά θα υπογράφαμε όλοι μας.Το καλό άρχισε με το “Βang Βank” που απέδειξε ότι μπορούν να γίνουν εμπορικές ταινίες στην Ελλάδα οι οποίες θα ξεφεύγουν κάπως από το “αγόρι-αγαπά-κορίτσι”».
Τρεις συνθήκες τον βοήθησαν να τα καταφέρει: πρώτον,«όλοι οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί ως άνθρωποι».Ο Δήμας θυμάται με συγκίνηση που την πρώτη ημέρα των γυρισμάτων η εισαγωγή του παιδιού της Καστάνη στο νοσοκομείο (στην Αθήνα) δεν εμπόδισε την ηθοποιό να παραμείνει επί 12 ώρες στο γύρισμα αφήνοντας πίσω το προσωπικό της πρόβλημα για να υπηρετήσει την ταινία. Δεύτερον, υπήρχε ένα δέος από όλους για αυτό που λέγεται σινεμά. «Μπορεί να μην υπάρχει δέος τώρα πια με αυτό που λέγεται τηλεόραση- αν και η τηλεόραση λίγο ως πολύ πληρώνει το νοίκι-,μπορεί κάποιοι ηθοποιοί να έχουν μια ευκολία με τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται σε ένα σανίδι- γιατί λίγο ως πολύ,ιδίως στις κωμωδίες,οι ηθοποιοί έχουν έναν “τρόπο”-,σε αυτό όμως που λέγεται σινεμάεξακολουθεί να υπάρχει ένα δέος.Σε οποιαδήποτε ταινία.Και αυτό βοηθά».
Η τελευταία συνθήκη που βοήθησε την κατάσταση ήταν η παρουσία του Κώστα Βουτσά η οποία έθεσε ένα όριο.«Από μόνοι τους όλοι οι ηθοποιοί δέχθηκαν ότι την απόλυτη αναγνωρισιμότητα του απόλυτου λαϊκού ειδώλου την είχε ο Κώστας Βουτσάς.Θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό που όποτε έμπαινε στο σετ για μια σκηνή ο κόσμος του νησιού χειροκροτούσε.Το βάρος της παρουσίας του Βουτσά αλλά και η σεμνότητά τουέδιναν σε όλους ένα δείγμα συμπεριφοράς».
Τέλος, το γεγονός ότι η κωμωδία εν προκειμένω έχει και μια δραματική βαρύτητα έγινε αντιληπτό από τις πρώτες δύο κιόλας ημέρες των γυρισμάτων και βοήθησε όλους τους συντελεστές«να μην ευτελίσουν το χιούμορ μας».Τα ταμπλό ήταν δύο. Από τη μία η κωμωδία (ο Δήμας την αποκαλεί μπαλαφάρα) και από την άλλη«μια πιο ουσιαστική ταινία. Για μένα το σενάριο της “Νήσου” με τα μυστικά του μικρόκοσμου μου έδωσε μια αίσθηση ηθογραφικής Ελλάδας σε “τζαβελλικό” περιβάλλον»είπε αναφερόμενος στις ταινίες τουΓιώργου Τζαβέλλα,τις οποίες εκτιμά απεριόριστα. «Τα επίπεδα της ιστορίας ήταν περισσότερα από μιας απλής κωμωδίας.Και όλοι οι ηθοποιοί στήριξαν αυτή την άποψη».
Η «Νήsos» του Χρήστου Δήμα προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη.