Η ζωή του είναι συνυφασμένη με το έργο του.
Το επώνυμό του έχει δώσει όνομα στα χειρότερα σεξουαλικά ένστικτα. Ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ (1740-1814) επαναπροσδιόρισε
τις διαστροφές της σάρκας και τις μετέτρεψε σε λογοτεχνία. Πέρασε τη μισή του ζωή σε φυλακές και άσυλα φρενοβλαβών. Ο θρύλος του είναι εντυπωσιακός.
Για να φιλοτεχνήσουμε ένα πορτρέτο του Μαρκήσιου ντε Σαντ, ακόμη και αν δεν θέλουμε να τον κρίνουμε, η δυσκολία έγκειται στον βαθμό του πάθους μας και όχι στα στοιχεία που υπάρχουν άφθονα. Πολλά από τα κείμενά του, συμπεριλαμβανομένου αυτού που θα μπορούσε να θεωρηθεί το πλέον μεμπτό του μυθιστόρημα, «Τα ταξίδια της Φλορμπέλ», χάθηκαν ή κάηκαν, αλλά ο Ντε Σαντ υπήρξε πολυγραφότατος και οι χιλιάδες σελίδες που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του δεν φτάνουν στο ελάχιστο το σύνολο όσων έγραψε. Μετά το 1900 άρχισαν να εμφανίζονται και βιογράφοι του, οι οποίοι γνωρίζουν από την πρώτη κιόλας ματιά στα τότε ακόμη ανέκδοτα χειρόγραφα ότι υπήρχε υλικό που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ατελείωτες κριτικές αναλύσεις ψυχιατρικής φύσεως: ο «Θείος Μαρκήσιος» υπήρξε κλινική περίπτωση. Συγχρόνως όμως πολύ γρήγορα βρέθηκαν τον 20ό αιώνα και εκείνοι που τυφλώθηκαν από τον «μαύρο ήλιο» του, που με αφέλεια ή με κακοβουλία είδαν σε αυτόν το «πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ» όπως αναφέρει ο Απολινέρ στην αποφασιστικής επιρροής λογοτεχνική βιογραφία του που δημοσιεύτηκε το 1909. Ωστόσο, τα λόγια του συγχρόνου του Μπαράς αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, ισορροπημένη μαρτυρία για την προσωπικότητα του Ντε Σαντ. Ενας άνθρωπος που ακροβατούσε ανάμεσα στο κακό και στην ακολασία (δύο έννοιες τελείως διαφορετικές), μεταξύ της πρακτικής μιας εγκληματικής σκληρότητας και της εφαρμογής μιας λαγνείας υπερβολικά βίαιης, αλλά παρ΄ όλα αυτά φανταστικής.
Η «συμβατική» νεότητα
Από ευγενική γενιά και μικροαστικής προέλευσης, αφού ο πρώτος γνωστός πρόγονός του ο Ούγος ντε Σαντ ήταν βιομήχανος κλωστικής κάνναβης, παντρεμένος με κάποια Λορ ντε Νοβ, που παρουσιάζεται όπως η Λάουρα, η μούσα των σονέτων του αναγεννησιακού Πετράρχη, ο μελλοντικός μαρκήσιος Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά γεννήθηκε το 1740 στο Παρίσι. Ο πατέρας του ήταν κόμης, διήγε έκλυτο βίο, ήταν περιστασιακός ομοφυλόφιλος και οι βασικές ασχολίες του ήταν η στρατιωτική ζωή και η διπλωματία, ενώ η μητέρα του ήταν μια γυναίκα αδιάφορη, πολύ πληκτική, και ο γιος της πάντα τη μισούσε. Ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ως παιδί υπήρξε δεσποτικός και ιδιότροπος. Πολλοί απόγονοι της καλής κοινωνίας υπήρξαν έτσι, πόσο μάλλον όταν περνούσαν την παιδική τους ηλικία κλεισμένοι σε πύργους και αργότερα αναγκάζονταν να υποστούν τις παιδαγωγικές μεθόδους των Ιησουιτών.
Σε ηλικία 14 ετών ο πατέρας του Ζαν-Μπατίστ απομακρύνει τον μικρό Ντονασιέν από το Κολέγιο Λουί λε Γκραν και τον προορίζει για στρατιωτική καριέρα. Ετσι ξεκινά η μοναδική συμβατική, εποικοδομητική και ένδοξη περίοδος της ζωής του Ντε Σαντ. Μόλις κλείνει τα 18 συμμετέχει ενεργά στον Επταετή Πόλεμο, όπου διακρίνεται σε μάχη κοντά στον Ρήνο και παρασημοφορείται από τον ίδιο τον Λουδοβίκο ΙΕ΄. Ο κόμης είναι ευτυχής, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Επιθυμεί το σύνολοτης συμβατικής «ευτυχίας» για τον γιο του. Δηλαδή τον γάμο. Με αυτόν τον αναγκαστικό γάμο λόγω συμφερόντων αρχίζει, ωστόσο, να διαστρέφεται η χρηστότητα του νεαρού ήρωα, που ήταν τότε εραστής μιας άλλης γυναίκας, λιγότερο πλούσιας αλλά πιο ελευθερίων ηθών, της δεσποινίδος Ντε Λορίς, την οποία καταλήγει να εγκαταλείψει, μη δίνοντας σημασία στα φλογερά ερωτικά γράμματά της. Ο Ντονασιέν υποτάσσεται στα δεσμά του γάμου και – παρ΄ όλο που του αρέσει περισσότερο μια μικρότερη αδερφή της αρραβωνιαστικιάς του η Αν-Προσπέρ, με την οποία χρόνια αργότερα θα το σκάσει στην Ιταλία- παντρεύεται σε σεμνή τελετή το 1763 με τη Ρενέ-Πελαζί ντε Μοντρέιγ. Συνετή και γλυκιά, άχαρη και ασχημούλα, αποκαλύπτει σε ένα γράμμα της ότι τον Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά τον ενοχλεί κυρίως ότι η σύζυγός του δεν έχει διαβάσει πολύ και είναι ανορθόγραφη. Παρ΄ όλα αυτά θα αποκτήσουν τρία παιδιά και η Ρενέ-Πελαζί στη διάρκεια της πολυτάραχης συζυγικής ζωής τους θα δώσει δείγματα ευαισθησίας και πονηριάς, μεγάλης ανεκτικότητας και μιας πίστης που δεν θα βρει ανταπόκριση.
Η αρχή της ακολασίας
Ο Απολινέρ, πάντα πρόθυμος να υποστηρίξει τον Μαρκήσιο που θαύμαζε, δίνει μια συνοπτική και ειλικρινή εξήγηση της ξαφνικής αλλαγής στάσης του Ντε Σαντ: τη μικρότερη αδελφή την Αν-Προσπέρ την κλείνουν σε μοναστήρι και ο Ντονασιέν «εξοργισμένος και συντετριμμένος παραδίδεται στην ακολασία». Τα γεγονότα δεν φαίνεται να δικαιώνουν μια τόσο συναισθηματική προσέγγιση. Στις 29 Οκτωβρίου του ιδίου έτους, όταν συμπληρώνονται πέντε μήνες από τον γάμο, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ συλλαμβάνεται με εντολή του βασιλιά και οδηγείται στο φρούριο του Βενσέν το οποίο θα αποτελέσει την πρώτη φυλακή του. Σύμφωνα με την αστυνομική κατάθεση της Ζαν Τεστάρ, νεαρής πόρνης, θύματος και κατηγόρου του Ντε Σαντ, αυτός, με τη βοήθεια στην αρχή του υπηρέτη του, την πήγε στην ιδιωτική κατοικία του της οδού Μουφτάρ, και όταν η κοπέλα τού δήλωσε ότι είναι έγκυος, χριστιανή και φοβισμένη, ο Ντε Σαντ την καθησύχασε και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Το δωμάτιο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ζαν, είναι διακοσμημένο με εσταυρωμένους από ελεφαντόδοντο, εικόνες της Θεοτόκου και σκηνές από τον Γολγοθά, κρεμασμένες στον τοίχο ανάμεσα σε άσεμνες γκραβούρες και μια σειρά μαστίγια, ραβδιά και φραγγέλια από σχοινί και μέταλλο. Ενώ της δείχνει πώς να τον μαστιγώσει με πυρωμένες σιδερένιες μπάλες, ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ζητάει από την κοπέλα να διαλέξει το μαστίγιο με το οποίο εκείνος θα την τιμωρήσει. Η Ζαν αρνείται, ο Ντε Σαντ εξοργίζεται, βγάζει το πιστόλι και την απειλεί με ένα στιλέτο ενώ, εκστασιασμένος από τον τρόμο της κοπέλας, εκσπερματίζει πάνω σε δύο εσταυρωμένους από ελεφαντόδοντο. Αφού υπέκυψε στις επόμενες επιθυμίες του Μαρκήσιου, που περιλαμβάνουν και τον σοδομισμό του ίδιου με χρήση «βοηθημάτων» καθώς και με καθαγιασμένες όστιες που τις βεβηλώνουν, πηγαίνουν στο κρεβάτι, όπου για να τη νανουρίσει ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά διαπράττει το ανοσιούργημα να της διαβάσει στίχους «βλάσφημους και εντελώς αντίθετους προς τη θρησκεία». Εκείνος αποκοιμιέται, αλλά αυτή όχι, κατορθώνει να δραπετεύσει από το σπίτι και να καταφύγει σε ένα αστυνομικό τμήμα.
Ο Μαρκήσιος έμεινε μόνο δεκαπέντε ημέρες στη φυλακή: η Ζαν ήταν μια κοπέλα του δρόμου, ο Ντε Σαντ ένας ευγενής που είχε ακόμη επιρροές στην Αυλή, και η «προεπαναστατική» εποχή ήταν πολύ ανοιχτή σε όλες τις ερωτικές παρεκκλίσεις. Επειτα από αυτό το συμβάν και τη σύντομη φυλάκιση στη Βενσέν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ζωή του Μαρκήσιου ντε Σαντ μπαίνει σε μια φάση γεμάτη συνεχείς επιθέσεις, βιασμούς ανηλίκων, καταγγελίες, φυλακές, υπεκφυγές, διώξεις, υποσχέσεις συζυγικής αναμόρφωσης, μοιχείες, οικονομική στενότητα, λογοτεχνικό πάθος. Δεν έχει έρθει ακόμη ο καιρός να γίνει γνωστός για τα έργα του, όχι λιγότερο ακόλαστα από τις πράξεις του, αλλά ήδη ο Ντονασιέν αρχίζει να ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας.
Το επόμενο αντικείμενο του πόθου του υπήρξε μια εξαπατημένη ζητιάνα, την οποία ο Ντε Σαντ τραυματίζει μανιωδώς με χαρτοκόπτη, ρίχνοντας μετά στις ανοιχτές πληγές λιωμένο κερί: Επτά μήνες φυλάκισης σε ένα μικρό φρούριο.
«Ισπανική μύγα»
Ελεύθερος και πάλι ο Ντε Σαντ εκμεταλλεύεται την ελευθερία του: η Ρενέ-Πελαζί τού χαρίζει (το 1771) ένα τρίτο παιδί, κορίτσι. Το ζευγάρι εμφανίζεται συχνά μαζί δημόσια, ο Μαρκήσιος ταξιδεύει και ερευνά την πιθανότητα επιστροφής του στον στρατό, κερδίζοντας έτσι την επιείκεια και τη βοήθεια της πεθεράς του τής ισχυρής Μαντάμ ντε Μοντρέιγ, η σκιά της οποίας τον κυνηγά σε όλη την ενήλικη ζωή του. Ωσπου έπειτα από λίγο συμβαίνει το πιο γνωστό ίσως επεισόδιο στο εγκληματικό ιστορικό τού Ντε Σαντ: η «υπόθεση της Μασσαλίας», γνωστή επίσης και ως «η υπόθεση με τα σοκολατάκια με ισπανική μύγα (κανθαριδίνη)» . Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν ούτε πληγές ούτε βεβηλωμένοι εσταυρωμένοι, αλλά μια περίπλοκη τροφική δηλητηρίαση με γλυκά παραγεμισμένα με σκόνη προερχόμενη από εκείνο το έντομο, τη Lytta vesicatoria, ουσία γνωστή στη φαρμακολογία ως διουρητικό, και μεταξύ των σεξομανών- με την ονομασία ισπανική μύγα- για τις αφροδισιακές ιδιότητές του. Τα θύματα ήταν κοπέλες ελευθερίων ηθών που τις βρήκε στο λιμάνι της Μασσαλίας ο Λατούρ, υπηρέτης του Μαρκήσιου, οι οποίες σοβαρά άρρωστες αφού έφαγαν τα σοκολατάκια κατήγγειλαν εκείνον που με αυτόν τον αριστοτεχνικό τρόπο προσπάθησε να τις προτρέψει να διαπράξουν πράξεις «ενάντια στη φύση».
Η υπόθεση πήρε εθνικές διαστάσεις, μάλλον για τις γαργαλιστικές λεπτομέρειές της, περισσότερο κωμικές παρά μακάβριες. Αποκαλύφθηκε (σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση των κοριτσιών) πως όταν εκείνες αρνήθηκαν να έρθουν σε πρωκτική επαφή, παρά την επίδραση της «ισπανικής μύγας», είδαν τον υπηρέτη Λατούρ να σοδομίζει αγρίως τον ίδιο τον Μαρκήσιο, εν μέσω μιας ηδονιστικής έξαρσης.
Οι κατηγορίες της υπόθεσης της Μασσαλίας αποδείχθηκαν πολύ σοβαρές: δηλητηρίαση και σοδομισμός. Για το πρώτο αδίκημα η τιμωρία ήταν ο αποκεφαλισμός, για το δεύτερο το κάψιμο στην πυρά. Ο Ντε Σαντ το σκάει και, προκλητικός όσο και λάγνος, ζει την ιταλική του περιπέτεια με την κουνιάδα του Αν-Προσπέρ, βρίσκοντας καταφύγιο, στη συνέχεια, στη Σαρδηνία. Αλλά η εκδικητική μανία της πεθεράς του της Μαντάμ ντε Μοντρέιγ φτάνει ως εκεί, και ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά συλλαμβάνεται από τον βασιλιά της Σαρδηνίας και κλείνεται στο φρούριο του Μιολάν. Η σύζυγός του Μαντάμ ντε Σαντ τον υπερασπίζεται δημοσίως ενάντια στην ίδια της τη μητέρα: «Δεν είναι εγκληματίας ο άνθρωπος που κυνηγάει αλλά ένας άνθρωπος που δεν έσκυψε το κεφάλι στις εντολές και στις βουλές της». Ο θάνατος του Λουδοβίκου ΙΕ΄ και οι κυβερνητικές αλλαγές του νέου μονάρχη Λουδοβίκου ΙΣτ΄ είναι ευνοϊκές για τον φυλακισμένο. Η καταδίκη του ακυρώνεται, και έτσι μπορεί πλέον να επιστρέψει προστατευόμενος και με τη συνοδεία της συζύγου του Ρενέ-Πελαζί στη Γαλλία, όπου το 1774 εγκαθίσταται στον πύργο του Λα Κοστ, στην Αβινιόν.
Σκάνδαλα και φυλακή
Ησυμφιλίωση με τη σύζυγό του δεν σημαίνει ότι κατευνάστηκε και η σεξουαλική αδηφαγία του Ντε Σαντ. Περιτριγυρισμένος από μικρό χαρέμι με κοπέλες ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ασκεί τις θεατρικές του ικανότητες, σκηνοθετώντας μαζί τους (έχοντας πείσει και τη Ρενέ-Πελαζί να συμμετέχει στα ομαδικά όργια) λάγνες παντομίμες. Διαβάζει επίσης αχόρταγα, και αρχίζει τη συγγραφική του καριέρα με τη συγγραφή του έργου «Ταξίδι στην Ιταλία». Αυτή η γαλήνια ζωή διαταράσσεται μια ημέρα του Ιανουαρίου του 1777, όταν εισβάλλει στον πύργο ο πατέρας μιας από τις μαγείρισσες, μιας κοπέλας με το συμβολικό όνομα Ζυστίν, και απαιτεί την επιστροφή της κόρης του, την οποία σύμφωνα με τα λεγόμενά του έχει απαγάγει ο Μαρκήσιος. Αυτός αρνείται τα πάντα, ενώ η Ζυστίν, υπηρέτρια κυρίως στο κρεβάτι του παρά στην κουζίνα, πέφτει στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος αδειάζει το πιστόλι του πάνω στον Μαρκήσιο, που βγαίνει αλώβητος, αλλά η αδυσώπητη Μαντάμ ντε Μοντρέιγ εκμεταλλεύεται το νέο σκάνδαλο. Ο Ντονασιέν εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου οι δολοπλοκίες της πεθεράς του και ο απόηχος των αδικημάτων του τον ενοχοποιεί: δικάζεται για «ακολασία και παιδοφιλία», αλλά επειδή τελικά καταδικάζεται για «ακολασία και υπερβολική ελευθεριότητα», του γίνονται μόνο επιπλήξεις και τον εξορίζουν. Ο Ντε Σαντ επιστρέφει στο Λα Κοστ, βρίσκει καινούργια ερωμένη, και ενώ κάνει περίπατο μαζί της ένα απόγευμα του 1778 διακρίνει ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου, γύρω από το κάστρο, απειλητικές σκιές. Χωρίς δεύτερη σκέψη αποφασίζει να ξεφύγει. Μάταια όμως: με την υποκίνηση της Μαντάμ ντε Μοντρέιγ θα επανεξετασθούν όλες οι δικαστικές υποθέσεις που εκκρεμούν εις βάρος του και το σωρευτικό αποτέλεσμα τόσων σκανδάλων είναι θανατηφόρο: ο Ντε Σαντ συλλαμβάνεται και κλείνεται στη φυλακή της Βενσέν, η οποία θα είναι, όπως και η Βαστίλλη και το Σαραντόν, η κατοικία του για τα επόμενα δώδεκα χρόνια.
Υμνητής της διαστροφής
«Στη φυλακή μπαίνει άντρας και βγαίνει συγγραφέας» δήλωσε η Σιμόν ντε Μποβουάρ στην ενδιαφέρουσα μελέτη της «Πρέπει να κάψουμε τον Ντε Σαντ»; Κατά τα πρώτα δύο έτη φυλάκισης ο Μαρκήσιος τακτοποιεί και καθαρογράφει το χειρόγραφο του έργου του «Ταξίδι στην Ιταλία», αφιερώνοντας μεγάλο μέρος της ημέρας στο διάβασμα: διαβάζει Μαριβό, Βολταίρο, Λακλό, μαζί με τους κορυφαίους κλασικούς, Βιργίλιο, Μοντέν, Τορκουάτο Τάσο. Διαβάζει επίσης βιβλία Ιστορίας και φιλοσοφίας, ενώ αφοσιώνεται με ενθουσιασμό και πάθος στο θέατρο, επιθυμώντας διακαώς να δει τα έργα του να ανεβαίνουν στη σκηνή – κάτι που δύσκολα θα πετύχαινε. Το 1784 η φυλακή της Βενσέν έκλεισε και ο Ντε Σαντ μεταφέρθηκε στο φρούριο της Βαστίλλης. Πήρε μαζί του το τελειωμένο πλέον σύντομο έργο «Διάλογος μεταξύ ιερέα και μελλοθανάτου», ένα δυνατό εγκώμιο υπέρ του αθεϊσμού, και τα πρώτα προσχέδια του πιο γνωστού και δυσφημισμένου από τα έργα του, το «120 μέρες στα Σόδομα».
Στη Βαστίλλη ολοκληρώνει τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Αρχικά γράφτηκε σε διάστημα 37 ημερών σε ρολό από χαρτί μήκους 12 μέτρων, το οποίο στη συνέχεια ο Ντε Σαντ αντέγραψε με μικροσκοπικά γράμματα (για να αποφευχθεί η κατάσχεσή τους) σε φύλλα 11 εκατοστών που πίστευε πως θα ήταν εύκολο να κρυφτούν. Παρ΄ όλο που οι μελετητές του έργου του προτιμούν άλλα μυθιστορήματα, όπως την προαναφερθείσα «Ζυστίν» που αποτελεί το αποκορύφωμα της διαστροφικής του σκέψης, το κλειστοφοβικό και όχι λιγότερο έκφυλο ροντό της «Φιλοσοφίας στο μπουντουάρ» ή τη φιλοσοφική αλληγορία «Αλίν και Βαλκούρ», εγώ δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το «120 μέρες στα Σόδομα» είναικαι όχι λόγω ποιότητας- το πιο ιδιόμορφο βιβλίο που έχει γραφτεί ποτέ. Είναι ένα έργο, όπως είπε ο γάλλος κριτικός της λογοτεχνίας Μπαρτ, που σου κόβει την ανάσα. Αποτελεί λεπτομερή κατάλογο φρικτών δολοφονιών, ταπεινώσεων, βιασμών και σκηνών κοπροφιλίας, ο οποίος αντί για αηδία ή διέγερση προκαλεί στον αναγνώστη ένα αίσθημα ασφυξίας, και τον οδηγεί, καθώς υπερβαίνει κάθε όριο, σε ασφυκτικά ύψη ή σε ιλιγγιώδες κενό.
Μεταμόρφωση
Στις 2 Ιουλίου 1789 ο Ντονασιέν, ο οποίος έχει ενημερωθεί από τη σύζυγό του για τις εξεγέρσεις και τις ταραχές που συγκλονίζουν το Παρίσι, παρακολουθεί ανήσυχος από το κελί του την ενίσχυση της στρατιωτικής άμυνας του φρουρίου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να του απαγορευτεί, με διαταγή του διοικητή, ο καθημερινός του περίπατος στις επάλξεις. Τότε αρχίζει να φωνάζει από τα ανοικτά παράθυρα που «βλέπουν» στον δρόμο ότι αποκεφαλίζουν τους κρατουμένους και ότι οι δεσμοφύλακες είναι όλοι τους δολοφόνοι. Δημιουργείται αναταραχή και οι φύλακες αναγκάζονται να περιορίσουν τον Μαρκήσιο, να του περάσουν χειροπέδες, και την επομένη, μέσα στη νύχτα, να τον μεταφέρουν στο ψυχιατρείο του Σαραντόν. Δέκα ημέρες μετά τη μεταφορά του, στις 14 Ιουλίου, πέφτει η Βαστίλλη. Η Επανάσταση αδειάζει τις φυλακές, αλλά μέσα στη μαζική επίθεση η προσωπική βιβλιοθήκη του Μαρκήσιου «γίνεται κομμάτια, καίγεται, κατακλέβεται, λεηλατείται». Εξαφανίζονται επίσης τα χειρόγραφά του. Λίγους μήνες αργότερα οι δύο γιοι του πηγαίνουν στο ψυχιατρείο για να ενημερώσουν τον πατέρα τους ότι η νέα τάξη θα τον ελευθερώσει. Λίγο προτού κλείσει τα 50 ο Ντονασιέν βγαίνει από το Σαραντόν.
Σε αυτή τη δεύτερη μετεπαναστατική φάση της ζωής του γίνεται μια εμφανής μεταμόρφωση: επειδή δεν είναι πλέον δυνατόν να επιδίδεται σε διαστροφές, όπως έκανε παλιότερα, ως φεουδάρχης και αριστοκράτης, ο Ντε Σαντ ησυχάζει και (αφού η Ρενέ-Πελαζί αποφασίζει να μην τον αντέξει άλλο και να τον χωρίσει) βρίσκει μια καινούργια και επίσης πιστότατη ερωμένη, τη Μαντάμ Κενέ, την οποία αποκαλεί Σανσίμπλ (ευαίσθητη). Πρόκειται για χρόνια σχετικής σταθερότητας στα οποία, ωστόσο, το δαιμονικό του πνεύμα εξακολουθεί να εκδηλώνεται στα βιβλία, στις μπροσούρες και στις παρεμβάσεις του ως δημόσιου ομιλητή και ρήτορα. Δεν υπάρχουν πια απαγωγές νεαρών κοριτσιών, ούτε προσφέρει «φτιαγμένες» καραμέλες: το ανατριχιαστικό φορτίο της ακολασίας μεταδίδεται με τα γραπτά του και η δημοσίευση των έργων «Ζυστίν ή οι ατυχίες της αρετής» (1791), «Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ» (1795), η «Ιστορία της Ζυλιέτ» (1797) εντείνει τη φήμη του ως επικίνδυνου διαφθορέα και βλάσφημου, προκαλώντας του προβλήματα, κυρίως κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας των Ιακωβίνων, με επικεφαλής τον Ροβεσπιέρο, φανατικό πουριτανό ο οποίος δεν βλέπει με καλό μάτι τις ανεξέλεγκτες ορέξεις του Ντε Σαντ, έναν δημαγωγό ικανό να εκστομίσει τη φράση «ο αθεϊσμός είναι αριστοκρατικός».
Αν κάτι χαρακτηρίζει τον Μαρκήσιο και παρέμεινε προφανές πριν και μετά την Επανάσταση είναι ακριβώς αυτή η τάση του στον αθεϊσμό, την οποία εκδήλωνε, όπως ήδη έχουμε πει, με πράξεις ιερόσυλου σαδομαζοχισμού και εξέφραζε στα έργα του με μεγάλη ευφράδεια: «Η θρησκεία πρέπει να βασίζεται στην ηθική και όχι η ηθική στη θρησκεία» γράφει ο Ντε Σαντ στην εκτεταμένη κοινωνική διακήρυξη που παρεμβάλλεται σε σελίδες έκλυτου ερωτικού περιεχομένου του έργου «Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ», απευθυνόμενος στους συμπολίτες του με αυτά τα λόγια: «Γάλλοι, σας επαναλαμβάνω, η Ευρώπη περιμένει από σας να ελευθερωθεί επιτέλους από το σκήπτρο και το θυμιατό ». Γράμμα στον Ναπολέοντα
Ο Ντε Σαντ επέζησε του Ροβεσπιέρου, αλλά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η συμπεριφορά του υπήρξε απογοητευτική: ο Μαρκήσιος απαρνιέται πάνω από τρεις φορές αυτά τα σκανδαλώδη μυθιστορήματα, τα οποία είχαν δημοσιευθεί ανώνυμα. Ωστόσο το 1801 συλλαμβάνεται και πάλι για να οδηγηθεί στην τελευταία και οριστική διαμονή του στη φυλακή, (και πάλι) στο Σαραντόν. Παρ΄ ότι ο φυλακισμένος απολάμβανε εκεί μοναδικά προνόμια λόγω της συμπάθειας που του έδειχνε ο υπεύθυνος του φρενοκομείου (ελευθερία κινήσεων, ερωτικές συνευρέσεις χωρίς περιορισμούς, θεατρικές παραστάσεις, τις οποίες παρακολουθούσε συχνά η παρισινή αριστοκρατία και στις οποίες χρησιμοποιούσε ως ηθοποιούς τους ψυχασθενείς ), ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά νιώθει υποχρεωμένος να γράψει προσωπικά το 1809 στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος, μετά την ιλιγγιώδη άνοδό του στην εξουσία από τότε που εχρίσθη Υπατος της Δημοκρατίας, κατάφερε να αποκαταστήσει σε όλο τους το μεγαλείο το σκήπτρο και το θυμιατό όταν εστέφθη αυτοκράτορας της Γαλλίας.
Η γλοιώδης επιστολή είναι γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο: «Ο κύριος Ντε Σαντ, οικογενειάρχης, με έναν γιο διακριθέντα στον στρατό, προς μεγάλη του παρηγορία, διάγει επί εννέα χρόνια, σε τρεις διαδοχικές φυλακίσεις, τον πλέον δυστυχισμένο βίο αυτού του κόσμου. Εβδομηντάρης, σχεδόν τυφλός, ταλανίζεται από αρθρίτιδα και ρευματισμούς, και υποφέρει από φρικτούς πόνους στο στήθος και στο στομάχι». Ο Ναπολέων δεν συγκινήθηκε από τις αξιολύπητες και στομφώδεις εκφράσεις του Ντε Σαντ.
Εκατό χρόνια σιωπής
1814. Ο διάδοχος του Ναπολέοντα Λουδοβίκος ΙΗ΄ θα αποδειχθεί ακόμη πιο αυστηρός με τον Ντε Σαντ, επιδιώκοντας να τον απομονώσει στο δωμάτιό του εν είδει φυλακής και να αναστείλει τις θεατρικές παραστάσεις στο νοσοκομείο. Ο Ντονασιέν πεθαίνει στις 2 Δεκεμβρίου, παρουσία του γιου του ΚλοντΑρμάν που είχε πάει να τον επισκεφθεί στο Σαραντόν. Ως το τέλος τον συνόδευαν η πιστή του Σανσίμπλ και η Δεσποινίδα Μαντλένμια κοπελίτσα που δούλευε στο ψυχιατρείο, με την οποία γνωρίστηκε όταν εκείνη ήταν 12 χρόνωνήταν η τελευταία του λεία. Πάνω στον τάφο του Μαρκήσιου τοποθετήθηκε ένας σταυρός, ενάντια στην τελευταία του επιθυμία: είχε γράψει μια επιτύμβια επιγραφή, αναφερόμενος στον εαυτό του ως «κρατούμενου κάτω από οποιοδήποτε πολίτευμα».
Μια τόσο θυελλώδη ζωή ακολούθησαν εκατό χρόνια σιωπής. Ωσπου το 1904 ένας ψυχίατρος από το Βερολίνο δημοσιεύει μια περιορισμένη έκδοση του αντιγράφου τού «120 μέρες στα Σόδομα», το οποίο χωρίς να το γνωρίζει ο συγγραφέας του είχε διασωθεί από την επίθεση στη Βαστίλλη. Σύντομα αρχίζει να εκπληρώνεται η προφητεία του Απολινέρ ότι ο Μαρκήσιος ντε Σαντ θα κυριαρχούσε στον 20ό αιώνα. Ορισμένοι από τους μεγαλύτερους συγγραφείς αυτού του αιώνα τον μελέτησαν διεξοδικά και τον εκτίμησαν, ο σουρεαλισμός τον θεώρησε σύμβολο συνταρακτικής επαναστατικότητας και καθώς τα έργα του διασώθηκαν από την κόλαση των εξειδικευμένων συλλεκτών ποτέ δεν έπαψαν να εκδίδονται και ενδεχομένως και να διαβάζονται, επιτυγχάνοντας πρόσφατα την ύψιστη τιμή των κλασικών: να αποτελέσουν μέρος της αξιοσέβαστης συλλογής τής περί τον Ρονσάρ ποιητικής ομάδας με την ονομασία «Πλειάς». Απαλλάσσουν όλα αυτά τον Ντε Σαντ; Τον κάνουν καλύτερο άνθρωπο, λιγότερο εγκληματία; Καμία άφεση αμαρτιών
Από λογοτεχνικής απόψεως ο Ντε Σαντ υπήρξε πολύ ιδιαίτερος. Θεμελίωσε ξεχωριστό είδος λογοτεχνίας, διαφορετικής, συνταρακτικής και αυθεντικά πρωτογενούς, την οποία από ό,τι γνωρίζω καμία άλλη γλώσσα δεν διαθέτει. Ως προσωπικότητα γοητεύει με τις αντιφάσεις του. Υπήρξε φλογερός πρωτοστάτης στους αγώνες κατάργησης της θανατικής ποινής, δημιουργός γυναικείων προτύπων με ξεδιάντροπη ανεξαρτησία που εξομοιώνονταν σε διαστροφή με τους άντρες, γενναίος και πρωτοπόρος υπερασπιστής της ομοφυλοφιλικής επιλογής. Μια τέτοια μορφή μπορεί να μας παρασύρει σε ρομαντική πλάνη, την ίδια που έχει «εξευγενίσει», καλύπτοντάς τους με μυθική αύρα, δολοφόνους όπως ο Λαντρύ, ο Ρομπέρτο Ζούκο ή ο Στραγγαλιστής της Βοστώνης. Δύο σημαντικοί παράγοντες διαφοροποιούν τον Ντε Σαντ από παρόμοιους «αντιήρωες».
Παρ΄ όλο που στα μυθιστορήματά του αφθονούν οι βίαιες σκηνές δολοφονιών και βασανιστηρίων, η χειρότερη εγκληματικότητα του Ντε Σαντ έγκειται στις προθέσεις του. Και αν υπάρχει μια διαστροφή που τον χαρακτηρίζει- πάνω από όλες τις υπόλοιπες που διέθετε-, αυτή είναι το γράψιμο. Κανένας διεφθαρμένος εγκληματίας δεν έχει τεκμηριώσει τα εγκλήματά του με 20.000 σελίδες μνημειώδους πληκτικότητας και αξιοσημείωτης ανησυχητικής δύναμης. Ωστόσο αυτά δεν συνιστούν επαρκή κίνητρα για να του δώσουμε άφεση αμαρτιών και να αποφύγει την Κόλαση, ένα μέρος το οποίο χωρίς αμφιβολία θα άρεσε ιδιαιτέρως στον Ντε Σαντ. Τα τεκμηριωμένα ιστορικά γεγονότα κυριαρχούν της μυθοπλασίας: ο Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά υπήρξε αντιπαθητικός άνθρωπος που καταχράστηκε στο έπακρο τη δύναμή του, τα χρήματά του και την πανουργία της φοβερής ευφυΐας του για να βλάψει, να βιάσει, να εξαπατήσει και να εξευτελίσει τους αδύναμους, τους φτωχούς και τους αφελείς.