Ο μαγικός,μυστηριώδης και πάντα θελκτικός κόσμος της νύχτας.Η διαδρομή του μεροκαματιάρη μικρομεσαίου από τον πάτο στον αφρό της κοινωνίας- αλλά και των καινούργιων προβλημάτων.Οι οικογενειακές αντιθέσεις,οι μεταλλάξεις,οι συναδελφικές έριδες.Οι ευαισθησίες κάτω από τα γυμνασμένα «μούσκουλα»,οι πονεμένες καρδιές δίπλα στα 45άρια.Αλλά και οι έξυπνες ατάκες,το άψογο
κάστινγκ,το ατέλειωτο γαϊτανάκι χαμόγελου- συγκίνησης,τα στοιχεία ταινίας μυστηρίου,οι ξεχωριστοί δεύτεροι ρόλοι.
Τα «Μαύρα μεσάνυχτα» από πέρυσι είχαν δείξει τη δυναμική τους,όμως εφέτος κατέκτησαν πανηγυρικά το ενδιαφέρον των τηλεθεατών.Το σίριαλ του Μega έγινε το νέο «Παρά πέντε» της τηλεοπτικής σεζόν που έκλεισε, έστω και αν δεν κατάφερε να καταρρίψει
τα ρεκόρ τηλεθέασης της σειράς του Γιώργου Καπουτζίδη- ίσως διότι απευθυνόταν σε ένα πιο υποψιασμένο κοινό.O…επτάλογος που ακολουθεί ίσως εξηγεί την επιτυχία του πιο πολυσυζητημένου σίριαλ,τουλάχιστον με θετικό πρόσημο απόψεων και γνώμης, διότι αρκετά άλλα θα μπορούσαν επάξια να διεκδικήσουν τον ρόλο του πιο πολυσυζητημένου (π.χ.,«Εχω ένα μυστικό») για το αντίθετο.

1. Η ΣΥΛΛΗΨΗ
Ο κόσμος της νύχτας πουλάει. Η νύχτα γοητεύει, η παρανομία ελκύει, ειδικά εκείνους που δεν τη γνωρίζουν. Αν στην πολιτική ισχύει το ότι υπάρχουν πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται και πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται, στη νύχτα σίγουρα ισχύει το ότι… γίνονται σαφώς λιγότερα από όσα λέγονται. Κάθε επεισόδιο που λαμβάνει χώρα στη νυχτερινή Αθήνα συνοδεύεται από πλούσιες δόσεις «σάλτσας», φημών και σεναρίων τα οποία ουδέποτε αποδεικνύονται διότι κανείς δεν μοιάζει πρόθυμος να τα επιβεβαιώσει.

Ο χώρος δε ενός (κατά Γιαννόπουλο) «πολιτιστικού κέντρου» προσφέρεται για σκέψεις και παραμύθια, φαντασιώσεις και διαδόσεις. Το μπουζουξίδικο, οι κανόνες του, οι κόντρες και οι κακίες των παρασκηνίων, τα υπερμεγέθη μπράτσα και τα φουσκωμένα σακάκια, η νύχτα και οι νόμοι(;) της είναι από μόνο του πεδίο καλπάζουσας φαντασίας για τον μέσο άνθρωπο. Η σκιά της μαρκίζας κρύβει το μυστήριο και όχι το φως.

2. ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Η Ράνια Παπαδάκου με τον συγγραφέα της σειράς και ηθοποιό Βασίλη Ρίσβα (κάτω αριστερά) και τον Ευθύμη Παπαδημητρίου

Χαρακτήρες καλοφτιαγμένοι, μετρημένοι με ακριβή δοσολογία στη συμμετοχή τους στο σίριαλ, αυθεντικοί εκφραστές της νύχτας και της ημέρας. Ο ταλαίπωρος Θράσος (Στέλιος Μάινας) που μεταβάλλεται σε εν δυνάμει «νονό» κατά τύχη. Η καθημερινή Λένα (Μπέσυ Μάλφα) που από γκρινιάρα και μίζερη ζει επιτέλους την ονειρεμένη ζωή αλλά και την ερωτική ζήλεια. Η φιλόδοξη Σιλβή (Παναγιώτα Βλαντή) που για ένα CD και μια μαρκίζα αυθυποβάλλεται ότι (αλλά και) ζει έναν μεγάλο έρωτα. Ο Λάζαρος και ο Ζαν-Κλοντ. Σκληροί αλλά και τίμιοι. Πιστά σκυλιά στο (όποιο) αφεντικό τους. Μύες αλλά και συναίσθημα: Ο μεν για τη ζωή που δεν έζησε, ο δε για τη Σιλβή. Τα παιδιά, η Πέννυ (Γιούλικα Σκαφίδα) και ο Βασίλης (Παναγιώτης Καρμάτης), η goth κόρη και ο παχύσαρκος ξαναμμένος έφηβος που μεταμορφώνονται σταδιακά εξαιτίας του έρωτα. Ακόμη και ο πανταχού παρών και ελάχιστα εμφανιζόμενος Μάτσουλας (Ηλίας Μαμαλάκης), φόβος και τρόμος κατ΄ όνομα, όμως άκακο αρνάκι μπρος στην αυταρχική μαμά.

3. ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΟΙ ΡΟΛΟΙ

Αν ο πρωταγωνιστής δίνει τη λάμψη, δείχνει τον δρόμο και παίρνει το χειροκρότημα, οι δεύτεροι ρόλοι είναι εκείνοι που προσθέτουν τη λεπτομέρεια. Η… Αμαλία («Παρά πέντε») για τα «Μαύρα μεσάνυχτα» είναι ο Ζαν -Κλοντ. Οι ατάκες του, η κομμένη γλώσσα και η ψευδής ομιλία, η αστείρευτη διάθεσή του να πλακώσει στα χαστούκια και να σκοτώσει (αν και ποτέ δεν το κάνει), αλλά και το… λιωμένο φουσκωτό κορμί του στη θέα της Σιλβή. Ο Λάζαρος, η Τζία, τα παιδιά, η Αγγέλα. Ρόλοι που δεν συμπληρώνουν το τυπικό κάστινγκ ενός εξίσου τυπικού σίριαλ, αλλά που έχουν τη δική τους συμβολή στην πλοκή, στη χαρμολύπη, στην ατάκα και στον τελικό καμβά της ιστορίας αυτής.

4. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ

Η αδίστακτη Σιλβή με την εξίσου αδίστακτη αλλά σε αμυντική… επίθεση Λένα. Τα δυο αδέλφια σε μια οικογένεια (Πέννυ- Βασίλης). Τα μεγαλύτερα αδέλφια που αγαπιούνται αλλά έχουν χαθεί (Θράσος- Αποστόλης). Οι δύο συνεργάτες που τελικά συγκατοικούν (Λάζαρος- Ζαν-Κλοντ). Οι άσπονδοι συνάδελφοι στα καμαρίνια (Τζία- Σιλβή και Σία). Ο άπληστος δικηγόρος και η σέξι μηχανορραφούσα (Ερρίκος- Σιλβή). Η μαμά και η κόρη (Αγγέλα- Λένα). Ο γαμπρός και η πεθερά (Θράσος- Αγγέλα). Η goth και ο «μπάτσος». Η καθημερινότητα της ζωής με προβολή στον χώρο της νύχτας και των μπουζουκιών. Τυπικές ιστορίες που «αναβαθμίζονται» με φόντο τα διόλου μυρωδάτα γαρίφαλα.

5. ΤΟ ΚΑΣΤΙΝΓΚ

Αν σεναριακά οι ρόλοι ήταν μετρημένοι σωστά στη δομή του σίριαλ, η ταυτοποίησή τους με τα πρόσωπα των ηθοποιών ήταν εξίσου επιτυχημένη. Δύσκολα βρίσκει κανείς ρόλο που έπρεπε να δοθεί σε άλλον από τους συντελεστές του σίριαλ. Ακόμη και ο Κέντας (Χρήστος Τριπόδης), ο παρκαδόρος της μπουζουκερί, μοιάζει βγαλμένος για τον ρόλο αυτόν στη συγκεκριμένη σειρά. Από την ημέρα που υποδέχεται με… κλωτσιές και απειλές τον Θράσο ως τη φιλία με την Αγγέλα, τα δίλεπτα περάσματα του Κέντα δεν ξεχνιούνται εύκολα. Αψογη διανομή και στους μεγάλους ρόλους. Ο ανθρώπινος Στέλιος Μάινας, με τη φυσικότητα του λαϊκού τύπου αλλά και του νυχτόβιου. Η υπέρμετρα φιλόδοξη Σιλβή, με την Παναγιώτα Βλα ντή σε ερμηνεία-έκπληξη για τα ως σήμερα δεδομένα της. Η Μπέσυ Μάλφα ως υστερική αλλά και ονειροπόλα μάνα. Ακόμη και η Γιούλικα Σκαφίδα είτε ως goth που αδικεί την ομορφιά της είτε ως κούκλα «κανονική» 20άρα. 6. Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ

Η ατμόσφαιρα ενός μπουζουξίδικου. Τα σκοτεινά γραφεία της νύχτας. Το ξηροκαρπάδικο και η βίλα. Οι τόποι των εγκλημάτων, οι διακοπές της πλοκής ως το επόμενο επεισόδιο. Οι ανατροπές του σεναρίου κεντημένες όμορφα τηλεοπτικώς. Τα πρόσωπα και τα κοντινά πλάνα στις γκριμάτσες τους. Η σημασία στη λεπτομέρεια κάθε εικόνας. Υπάρχουν σίριαλ που παρακολουθείς με κλειστά μάτια- αρκεί η ατάκα τους για να τα καταλάβεις, να γελάσεις, να αισθανθείς. Είναι όμως φτωχά, λειψά. Στα «Μαύρα μεσάνυχτα» η απουσία της εικόνας θα τα υποβάθμιζε, παρά την αδιαμφισβήτητη αξία του σεναρίου. Αν ήταν βιβλίο, θα έχανε στο χαρτί.

7. ΤΟ GREEK DREAM

Ποιος δεν ονειρεύεται να βρεθεί από το ταπεινό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην αχανή βίλα με την πισίνα και τις ευκολίες; Ποιος δεν θέλει να αλλάξει το σαραβαλάκι Fiat με μια λιμουζίνα; Ποιος δεν επιζητεί κάτι διαφορετικό από το μεροκάματο ενός πρατηρίου ξηρών καρπών και ζαχαρωδών; Ποιος θα έκανε τα πάντα για να το πετύχει; Η διαφορά του ονείρου που απολαμβάνει(;) ο Θράσος με το όνειρο των περισσότερων είναι ότι εκείνος επέλεξε να το ζήσει δίχως να ξεπουλήσει τις αρχές του. Ο καθαρός και άμαθος σε «κόλπα» Θράσος, που βλέπει τη Σιλβή ως σύμμαχο και όχι ως wannabe «κληρονόμο», που ως σήμερα τη νύχτα κοιμόταν ή έσπρωχνε το σαραβαλάκι του και τώρα πρέπει μέσα της να δουλέψει. Αλλά και ένα greek dream μέσα στον ιδεατό για αρκετούς κόσμο: Των μπουζουκιών, του τραγουδιού, της δόξας, των εύκολων χρημάτων, της δύναμης, των όπλων. Ιδεατός διότι είναι παραμυθένιος αλλά και πολυσυζητημένος. Οπως και τα «Μαύρα μεσάνυχτα» τις δύο τελευταίες σεζόν…

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ
«Δεν είναι όλοι οι Ελληνες λαμόγια»
O συνδυασμός της χημείας μεταξύ σεναρίουσκηνοθεσίας- κάστινγκ αλλά και timing ήταν το μυστικό της επιτυχίας για τον «Θράσο», Στέλιο Μάινα. Συμπεράσματα…

«κατόπιν εορτής βέβαια», όπως τονίζει μιλώντας στο «Βήμα», «διότι προ της προβολής ουδείς μπορεί να στοιχηματίζει για την επιτυχία μιας σειράς». Η χρονική συγκυρία της προβολής της, «σε μια εποχή που η ίδια η ζωή μας εξελίσσεται σε μαύρη κωμωδία, έκλεισε το μάτι στον θεατή δίχως να τον υποτιμήσει. Του άνοιξε πόρτες, χτύπησε καμπανάκι, άναψε ένα φως μέσα σε αυτό που ούτως ή άλλως ζει καθημερινά».

Ο Στέλιος Μάινας χαρακτηρίζει «αξιοπρεπή» την τηλεθέαση του σίριαλ, σημειώνοντας ότι η ειδοποιός διαφορά για τα «Μαύρα μεσάνυχτα» ήταν «η ποιότητα του κοινού που την παρακολουθούσε.

Ανθρωποι που συνήθως είχαν κλειστή την τηλεόρασή τους εκείνη την ώρα, που απείχαν του καναπέ για χρόνια». Οσο για τον Θράσο, τον…

άλλο του εαυτό για τα δύο προηγούμενα χρόνια, ο κ. Μάινας δηλώνει ευγνώμων προς τους σεναριογράφους της σειράς, «διότι μέσα από τον χαρακτήρα του ρόλου προέβαλλαν έναν μέσο Ελληνα που είναι έτοιμος να κάνει το βήμα παραπάνω, κρατώντας όμως την αξιοπρέπειά του. Δεν είναι όλοι οι Ελληνες λαμόγια, θέλουν να βγάλουν λεφτά και να “ανέβουν” κοινωνικά αλλά όχι με όνειρο την αρπαχτή».

Το πεδίον δόξης στα «Μαύρα μεσάνυχτα» ήταν η νύχτα: «Εννοια πιασάρικη, με χαρακτήρες άγνωστους αλλά και κοντινούς ταυτόχρονα. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που το βράδυ αλλάζει κοστούμι και προσωπείο. Η ματιά σε αυτή τη ζωή που τόσα πρεσβεύει αλλά και τόσο διαφορετική είναι τελικά».