Την ημέρα της εκτέλεσης του Ιλ, όλοι είναι ντυμένοι με καινούργια, γιορτινά ρούχα- οι άνδρες με φράκο. Παντού φωτογράφοι, δημοσιογράφοι, κινηματογραφικές κάμερες. Το θέατρο του ξενοδοχείου «Χρυσός Απόστολος» είναι κατάμεστο. Είναι το ξενοδοχείο όπου διανυκτέρευσε ο Γκέτε. Ανυπομονησία άνευ προηγουμένου. Σε λίγα λεπτά θα συντελεστεί «ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά πειράματα της εποχής μας», όπως το περιγράφει στους ακροατές του ο ραδιοφωνικός ανταποκριτής. Σε όλα τα πρόσωπα είναι ζωγραφισμένη η πιο δυνατή συγκίνηση. Ο γυμνασιάρχης του Γκύλεν παίρνει το μικρόφωνο: « Θα πρέπει,για τ΄ όνομα του Θεού,να πάρουμε επιτέλους στα σοβαρά τα ιδανικά μας.Πάρα πολύ στα σοβαρά.Είναι τα ιδανικά τα οποία αποτελούν τη βάση του δυτικού πολιτισμού μας » διακηρύσσει ενώπιον των κατοίκων της αδημονούσας κωμόπολης, εκφωνώντας έναν από τους ειρωνικότερους λόγους που έχουν γραφτεί ποτέ στην ιστορία του θεάτρου.

Μια τοπική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με την πιο δελεαστική πρόταση που της έχει γίνει ποτέ: ένα δισεκατομμύριο δολάρια για ένα πτώμα. Σαν μεταδοτική ασθένεια εξαπλώνεται στις ψυχές των φτωχών κατοίκων η λαχτάρα για την παντοδυναμία του χρήματος. Δεν είναι κάτι που το συζητούν ανοιχτά, δεν είναι κάτι που το παραδέχονται- ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό. Κατά βάθος όμως ξέρουν πως, έπειτα από χρόνια στέρησης, θα έκαναν οτιδήποτε προκειμένου να είναι σε θέση και πάλι να πίνουν την ακριβή μπίρα, να αγοράζουν τα ακριβά τσιγάρα και να φορούν καινούργια δερμάτινα παπούτσια. Θα έφταναν ως τον φόνο; Θα δέχονταν να θυσιάσουν τον συμπολίτη τους, τον μπακάλη Αλφρεντ Ιλ; Αυτόν που πριν από σαράντα πέντε χρόνια αδίκησε κατάφορα τη νεαρή αγαπημένη του και αυτή τώρα επιστρέφει, γηραιά κυρία πλέον, δισεκατομμυριούχος, ζητώντας «την κεφαλή του επί πίνακι»;

Αν δεν είναι αυτό κόλαση, τότε τι είναι; Να διαβάζεις σε κάθε πρόσωπο την επιθυμία για τον θάνατό σου. Να αισθάνεσαι σε κάθε φράση μια ευχή για τον αφανισμό σου. Να αντικρίζεις σε κάθε περαστικό, σε κάθε γνωστό, ακόμη και στα μέλη της ίδιας σου της οικογένειας, τον υποψήφιο δολοφόνο σου.

Τι συμβαίνει όταν οι αξίες της ανθρωπιστικής παράδοσης αδυνατούν να υπερασπιστούν τη βασικότερη προϋπόθεσή τους, τον σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή;

«Τhings fall apart· the center can not hold» γράφει ο Γέιτς στο ποίημά του Τhe Second Coming (Η Δευτέρα Παρουσία). « Το κέντρο δεν μπορεί να κρατήσει »: ο πυρήνας των ιδανικών, οι υψηλές ηθικές επιταγές στις οποίες απέβλεπε ο δυτικός πολιτισμός, οι αρχές του Διαφωτισμού, τα όνειρα της προόδου, της ανέλιξης και της πνευματικής εξύψωσης, ο πυρήνας αυτός αποδεικνύεται ανίσχυρος. Στη μεσοευρωπαϊκή αυτή πόλη όπου διανυκτέρευσε ο Γκέτε, ο Μπραμς συνέθεσε ένα κουαρτέτο και ο Σβαρτς ανακάλυψε την πυρίτιδα, σε αυτή τη μικρή, κάποτε ζηλευτή «θέση κάτω από τον ήλιο», όπως ήταν γνωστό το Γκύλεν, τα πράγματα καταρρέουν. « Οι καλύτεροι έχουν

Ολος ο θίασος σε στιγμιότυπο από την παράσταση.Καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι η Μπέτυ Αρβανίτη

χάσει κάθε πεποίθηση,ενώ οι χειρότεροι/ είναι γεμάτοι παθιασμένη ένταση » συνεχίζει ο Γέιτς. « Το νιώθω,το νιώθω σιγά σιγά,όλο και πιο πολύ πως γίνομαι δολοφόνος » εκμυστηρεύεται ο μεθυσμένος γυμνασιάρχης στον απελπισμένο Ιλ.

« Οι ελπίδες σας ήταν μια ψευδαίσθηση,η καρτερία σας χωρίς νόημα,η θυσία σας μια βλακεία,ολόκληρη η ζωή σας σπαταλήθηκε άχρηστη » καγχάζει η Κλαίρη Τσαχανασιάν, η γηραιά κυρία, η πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο, η σιδηρά Ερινύα που παρακολουθεί τα θύματά της να τυφλώνονται αργά αλλά σταθερά μπροστά στη λαμπερή υπόσχεση του πλούτου της. Η εκδίκηση είναι ο μόνος σκοπός τής ύπαρξής της: ο οίκτος, η συγχώρεση, η συμφιλίωση, έννοιες που έχουν διαγραφεί από το λεξιλόγιό της εδώ και σαράντα πέντε χρόνια. « Η ανθρωπιά,φίλοι μου,είναι φτιαγμένη για το πορτοφόλι των εκατομμυριούχων.Αξιοπρεπής είναι μονάχα όποιος πληρώνει·κι εγώ πληρώνω »: η Δευτέρα Παρουσία είναι τελικά ίσως κάτι τόσο απλό όσο μια εβδομηντάχρονη ημιανάπηρη σκύλα που θέλει να καταστρέψει αυτόν που την κατέστρεψε.

Που φοράει μαύρο βινίλ σύνολο, ιριδίζουσες ψεύτικες βλεφαρίδες και μασάει βαριεστημένα πατατάκια, ενώ ανεμίζει αδιάφορη τα χαρτονομίσματά της μπροστά στα μάτια μας. Ετσι την ενσαρκώνει η Μπέτυ Αρβανίτη και από την πρώτη στιγμή δεν αφήνει αμφιβολία ότι ο ρόλος είναι κομμένος στα μέτρα της. Ψυχρή, παγερή, απρόσιτη, ανέκφραστη, η μοναδική αστραφτερή παρουσία μέσα στον γκρίζο ορίζοντα του Γκύλεν, σαν ατσάλι που αστράφτει λίγο προτού προσγειωθεί στον αυχένα.

Οσο δυνατή κι αν είναι η εικόνα της όμως δεν αρκεί να συντηρήσει μια ολόκληρη παράσταση. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο από όπου να κρατηθούμε: και εμείς, όπως και οι κάτοικοι του Γκύλεν, κρεμόμαστε πάνω της. Τόσο το χειρότερο για τον σκηνοθέτη, όμως, που εξαντλεί την έμπνευσή του στην Κλαίρη.

Δεν είναι ότι ο Λιβαθινός δεν έχει συναίσθηση του κειμένου και των προθέσεών του. Αδυνατεί όμως να τις αναδείξει με θεατρικό τρόπο, τις συρρικνώνει, τις αφυδατώνει. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση αγωνίας, έντασης, επικείμενου κακού: κανένα ρίγος δεν προκαλεί ο λόγος του γυμνασιάρχη ή η επίκληση του δημάρχου προς τον Ιλ να αφαιρέσει μόνος του τη ζωή του. Αν η πόλη αυτή παραπαίει ηθικά στο χείλος της αβύσσου, δεν το αισθανόμαστε ποτέ. Η μονοτονία ρυθμού, υποκριτικής και συναισθημάτων αποδυναμώνει οποιαδήποτε αίσθηση ότι όσα διακυβεύονται- μέσα στην τραγελαφικότητά τους- είναι εξαιρετικά σοβαρά. Οι ασθενείς ερμηνείες δεν βοηθούν την κατάσταση: ο Νίκος Αλεξίου (δήμαρχος), ο Βασίλης Καράμπουλας (δάσκαλος), ο Θανάσης Δήμου (πάστορας), ο Μπάμπης Σαρηγιαννίδης (αστυνόμος), μοιράζονται τέσσερις ρόλους-«κλειδιά» με περισσή έλλειψη πειθούς, σαφήνειας και φαντασίας. Οσο για τον Γιάννη Φέρτη στον ρόλο του Αλφρεντ Ιλ αποδεικνύεται μια σαφώς αξιοπρεπής παρουσία που φέρει με καρτερία τα δεινά του, δεν προχωράει όμως παραπέρα, ως τον υπαρξιακό πανικό.

larkoumanea@dolnet.gr