Π οια «επέτειο» να πρωτοθυμηθούμε; Οταν ο Ελγιν τεμάχιζε τον Παρθενώνα για να αποσπάσει τα Γλυπτά του; Οταν οι Κόκερελ,Φόστερ,Χάλερ και Λινκ λεηλατούσαν πρώτα τον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα και στη συνέχεια τον Ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες; Ή μήπως όταν οι Γάλλοι άρπαζαν την Αφροδίτη από τη Μήλο; Είναι και πολλές άλλες φυσικά, αλλά αυτή την τελευταία θυμήθηκε η βρετανική εφημερίδα «Τhe Ιndependent», καθώς Απρίλιος κατά μία άποψη, 8 του μήνα συγκεκριμένα, ήταν τότε που ανακαλύφθηκε το άγαλμα, το οποίο επρόκειτο να αποκτήσει στα νεότερα χρόνια παγκόσμια φήμη. Βεβαίως η Αφροδίτη ήρθε στο φως το 1820, λίγους μήνες δηλαδή πριν από την Ελληνική Επανάσταση, όταν η εθνική συνείδηση ήδη εξεγειρόταν στις προσπάθειες αποψίλωσης της χώρας από τους θησαυρούς της, και όχι το 1840, όταν πλέον η Ελλάδα ήταν οργανωμένο κράτος. Μια παραδρομή σημαντική αναφορικά με την ελληνική Ιστορία.

Πριν από 188 χρόνια λοιπόν οι ξένοι άρπαγες συναντούσαν στην περίπτωση της Αφροδίτης της Μήλου την πρώτη ουσιαστική και επίσημη αντίσταση. Χωρίς αποτέλεσμα όμως, καθώς οι Γάλλοι κατόρθωσαν να πάρουν τελικώς το άγαλμα που θα αποτελούσε και το σημαντικότερο λάφυρό τους εκείνη την εποχή. Οι πληροφορίες οι οποίες έχουν φθάσει ως σήμερα προέρχονται από δημοσιεύσεις των πρωταγωνιστών της ιστορίας, οι οποίοι αφηγούνται τα γεγονότα κατά το δοκούν. Οι ημερομηνίες μπλέκονται, τα ονόματα συγχέονται, οι Γάλλοι έχουν πάντα δίκιο, στους Ελληνες δεν πέφτει λόγος και η όλη πράξη περιβάλλεται από ένα πέπλο ηρωισμού. Εκεί όπου συμφωνούν όλοι όμως είναι η αντίσταση την οποία προέβαλαν οι Ελληνες.

Την πρώτη περιγραφή της ανακάλυψης μας δίνει ο Ντυμόν ντ΄ Υρβίλ (μελλοντικός εξερευνητής της Ανταρκτικής), ο οποίος πάντως είδε το άγαλμα αρκετές ημέρες μετά την τυχαία ανακάλυψή του από έναν αγρότη, ονόματι Θεόδωρο Κεντρωτά, στο χωράφι του:

«Το άγαλμα ήταν σε δύο κομμάτια που ενώνονταν με δύο πολύ δυνατούς σιδερένιους τένοντες. Ο Ελληνας, που φοβόταν μήπως χάσει τον καρπό των εργασιών του, είχε μεταφέρει και τοποθετήσει σ΄ ένα στάβλο το επάνω κομμάτι και τις δύο Ερμές (που επίσης είχαν βρεθεί μαζί). Το άλλο κομμάτι παρέμενε ακόμη στην κρύπτη.Το άγαλμα του οποίου μέτρησα τα δύο κομμάτια ξέχωρα είχε σχεδόν έξι πόδια ύψος,αναπαρίστανε γυμνή γυναίκα με ανασηκωμένο το αριστερό της χέρι που κρατούσε ένα μήλο, ενώ το δεξί συγκρατούσε έναν όλο περίτεχνες πτυχές χιτώνα,που έπεφτε ατημέλητα από τη μέση ως τα πόδια.Εξάλλου και τα δύο χέρια είχαν ακρωτηριαστεί και στη σημερινή κατάσταση είναι αποκομμένα από το σώμα.Τα μαλλιά είναι ανασηκωμένα προς τα πίσω και τα συγκρατεί μία ταινία.Το πρόσωπο είναι πολύ ωραίο και θα ήταν καλά διατηρημένο αν η μύτη της άκρης δεν είχε φθαρεί.Το μοναδικό πόδι που απέμεινε είναι γυμνό. Τα αφτιά ήταν τρυπημένα και πρέπει να είχαν σκουλαρίκια». Τη σκυτάλη στην εξιστόρηση των γεγονότων παραλαμβάνει στη συνέχεια ο διπλωμάτης κόμης Ντε Μαρσελύς, ο οποίος στις αφηγήσεις του δηλώνει κατηγορηματικά ότι οι συμπατριώτες του θα πρέπει να του χρωστούν ευγνωμοσύνη, αφού αυτός κατόρθωσε να πάει την Αφροδίτη της Μήλου στο Λούβρο. Και λέει αλήθεια. Αλλά για να το κατορθώσει χρειάστηκε να κάμψει διά της βίας την αντίσταση των προκρίτων του νησιού.

Ο Μαρσελύς έφθασε στη Μήλο κατ΄ εντολήν του γάλλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να αγοράσει οπωσδήποτε το άγαλμα για το οποίο είχε ακούσει από τον Ντ΄ Υρβίλ. Ηδη όμως η Αφροδίτη είχε πουληθεί για 700 γρόσια σε έναν ιερέα, τον παπαΒεργή, άτομο αμφίβολης εντιμότητας, για λογαριασμό πάντως του πρίγκιπα Νικόλαου Μουρούζη, διερμηνέα του στόλου. Το γεγονός δεν εμπόδισε τον Μαρσελύς να προχωρήσει και αυτός σε διεκδίκηση της Αφροδίτης με αποτέλεσμα κάποιοι να πειστούν αλλά και κάποιοι άλλοι όχι.

Συνέπεια τούτων ήταν μια σύρραξη στην παραλία της Μήλου μεταξύ Γάλλων και Ελλήνων που κατέληξε στην αρπαγή του αγάλματος, το οποίο ήδη είχε φορτωθεί σε ελληνικό πλοίο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Ενεργό συμμετοχή στα γεγονότα αυτά είχε και ο Λεβαντίνος Λουί Μπρεστ, πρόξενος της Γαλλίας με καταγωγή από την Κίμωλο. Στο επεισόδιο μάλιστα αυτός ήταν που, κατά μία μαρτυρία, κτύπησε τον παπα-Βεργή όταν αντιστάθηκε.

Η Αφροδίτη μεταφέρθηκε αμέσως στο πλοίο «Εσταφέτ» και εν συνεχεία ο Μαρσελύς την περιόδευσε διαδοχικά στη Ρόδο, στην Κύπρο, στο Πορτ Σάιντ, στην Αλεξάνδρεια, στον Πειραιά, στη Σμύρνη, όπου πέρασε στο πλοίο «Λυών», με το οποίο έφθασε στις 24 Οκτωβρίου στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί ταξίδεψε στη Γαλλία και προσφέρθηκε στον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄ την 1η Μαρτίου 1821. Εν τω μεταξύ όμως ο Μουρούζης είχε τιμωρήσει αυστηρά τους προκρίτους του νησιού με δημόσιο ξυλοδαρμό στη Σίφνο όπου τους μετέφερε, αλλά και επιβάλλοντάς τους μεγάλο πρόστιμο. Επικήρυξε εξάλλου τον Μπρεστ για την περίπτωση που θα επιχειρούσε ξανά αγοραπωλησίες αρχαιοτήτων. Και βέβαια η Επανάσταση ερχόταν.