Στην Ιλ Σεγκουίν, μια βιομηχανική νησίδα του Σηκουάνα στο Παρίσι, το παλιό εργοστάσιο της Ρενό επανασχεδιάζεται για να φιλοξενήσει νέες χρήσεις που συνδυάζουν τον πολιτισμό, την κατοικία αλλά και το πράσινο. Στο βιομηχανικό και λιμενικό κέντρο του Μπιλμπάο, όπου από το 1980 έχει αρχίσει μια φιλόδοξη πρόταση αναβάθμισης, έχει ήδη χωροθετηθεί το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης σε σχέδια του διάσημου αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι. Στη Δραπετσώνα, στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά και δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο της Ηετιώνειας Πύλης, τα Λιπάσματα Δραπετσώνας, το εργοστάσιο δηλαδή της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων, ύστερα από έναν αιώνα ζωής κατεδαφίστηκε πριν από μερικά χρόνια. Οι προσπάθειες για τη διάσωση και την επανάχρηση ενός τόσο μεγάλου σε μέγεθος και σημασία νεότερου μνημείου της βιομηχανικής κληρονομιάς είχαν αποβεί μάταιες. Η έκταση και η θέση αυτού του βιομηχανικού συγκροτήματοςτου μεγαλύτερου σε Αθήνα και Πειραιά- λειτούργησαν εις βάρος του αλλά προς όφελος, αντίθετα, των σχεδίων για την αξιοποίηση του οικοπέδου πλέον. Προ της καταστροφής ωστόσο μία ομάδα επιστημόνων πρόφθασε να το καταγράψει με κάθε λεπτομέρεια. Και σήμερα αυτό το συλλογικό έργο παρουσιάζεται σε μία έκδοση του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς, στη σειρά για την «Καταγραφή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς», η οποία διευθύνεται από τον καθηγητή κ. Διονύση Ζήβα.
Σε 245 στρέμματα ανερχόταν η έκταση την οποία κατελάμβανε το εργοστάσιο, το οποίο στην τελευταία φάση της λειτουργίας του περιελάμβανε 109 μονάδες συνολικά δομημένης επιφάνειας 146.000 τ.μ. Μάλιστα η έρευνα στα αρχεία αποκάλυψε δύο ακόμη χαμένες κτιριακές ενότητες που είχαν κατεδαφιστεί από τη δεκαετία του ΄60. Τι έχει απομείνει μετά την κατεδάφιση του 2003; Ελάχιστα κτίρια, μεταξύ των οποίων το υαλουργείο, χωρίς τον εξοπλισμό του αλλά με την καμινάδα του, και το κτίριο του Ινστιτούτου «Νικόλαος Κανελλόπουλος». Ναυαρχίδα της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, στην οποία απασχολήθηκαν εκατοντάδες εργαζόμενοι, θεωρούνταν η επιχείρηση από το 1909 που ιδρύθηκε και σε όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στη σύσταση της εταιρείας μάλιστα συμμετείχαν- σε μία από τις σπάνιες φορές- ελληνικές τράπεζες, απευθείας στη συγκρότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Η εταιρεία μονοπώλησε την παραγωγή λιπασμάτων (θειικό οξύ, θειικός χαλκός, θειικός σίδηρος, υδροχλωρικό οξύ, νιτρικό οξύ, λιπάσματα) και λίγο αργότερα υαλουργικών ειδών για μισό αιώνα. Στην ΑΧΕΧΠΛ οργανώθηκε και γεωπονικό τμήμα με σκοπό τη διδασκαλία για τη χρήση των λιπασμάτων στη γεωργία αλλά και τη μελέτη διαφόρων γεωργικών ζητημάτων. Σε αυτή την εταιρεία άλλωστε εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα στελεχικό δυναμικό με τεχνική επιστημονική παιδεία και οργανωτικές ικανότητες.
Οσον αφορά την αρχιτεκτονική του συγκροτήματος, όπως σημειώνει ο κ. Νίκος Μπελαβίλας , «ό,τι θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ως ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ρεύμα περνά σε δεύτερη μοίρα.Απουσιάζουν τελείως οι κατασκευές ή τα βοηθητικά στοιχεία που κρύβουν και διακοσμούν. Η ισορροπία και η αρμονία είναι δεδομένες.Η ομορφιά βρίσκεται στον κώδικα των κατασκευαστικών μέσων.Η αρχιτεκτονική του εργοστασίου Λιπασμάτων συνεργάζεται με την τυπολογία και τον κανόνα.Δίνει δηλαδή μορφές που πείθουν για την αξία τους,δοκιμασμένες στην αντοχή και στη λειτουργικότητα.Μπορεί λοιπόν να μη διακρίναμε ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικά έργο,όμως είδαμε ένα πολύπλοκο λειτουργικά αλλά ορθολογικά δομημένο περιβάλλον».
Η αρχή του τέλους για τα Λιπάσματα άρχισε ταυτόχρονα με τη διαδικασία εκκαθάρισης της επιχείρησης το 1992, την αγορά της από την Εθνική Τράπεζα και την ίδρυση της θυγατρικής διαχειρίστριας Προτύπου Κτηματικής Τουριστικής – Λιπάσματα Δραπετσώνας ΑΕ. Εκτοτε άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της κατεδάφισης και εν συνεχεία τουριστικής αξιοποίησης του ακριβού ακινήτου, παρά τις εναλλακτικές προτάσεις πολεοδομικής ανάπτυξης διατυπωμένες από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας και παρά τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων και πολλών άλλων. Παρά την αντίθετη εισήγηση των αρμοδίων Εφορειών του υπουργείου Πολιτισμού και τις προσπάθειες κήρυξης των κτιρίων ως διατηρητέων. Ποιες ήταν οι προτάσεις για τα Λιπάσματα; Η διατήρηση των πιο αξιόλογων κτιρίων τους, η ανάμειξη επιχειρηματικών χρήσεων με χρήσεις κατοικίας, πολιτισμού, εκπαίδευσης και αναψυχής, η απόδοση ελεύθερων χώρων στην πόλη. «Η κατεδάφιση του συνόλου σχεδόν του εργοστασίου και η καταστροφή του μηχανολογικού του εξοπλισμού δημιουργούν μεγάλο κενό στη συλλογική ταυτότητα της πόλης.Παράλληλα γεννούν και ένα έλλειμμα στα πολεοδομικά δεδομένα.Η Δραπετσώνα σήμερα κινδυνεύει να αποκλειστεί για άλλη μία φορά πίσω από τα τείχη όχι πλέον της βιομηχανίας αλλά ενός απρόσωπου επιχειρηματικού και ναυτιλιακού κέντρου,το οποίο θα εμποδίζει την έξοδό της στη θάλασσα» σημειώνει στη μελέτη ο κ. Γιάννης Πολύζος. Τη μελέτη υπογράφουν επίσης οι Ελένη Μαΐστρου,Δήμητρα Μαυροκορδάτου, Γιώργος Μαχαίρας και Λήδα Παπαστεφανάκη.
Ετσι σήμερα στην είσοδο του λιμανιού απλώνεται ισοπεδωμένη η έκταση των Λιπασμάτων Δραπετσώνας. Στο κέντρο της υψώνεται μοναχική η καμινάδα του υαλουργείου. «Από τη ρυπαίνουσα βιομηχανία περάσαμε σήμερα στο “αποστειρωμένο” πολεοδομικό κενό» όπως γράφει ο κ. Μπελαβίλας.