Λίγο προτού οι «300» γίνουν το φαινόμενο της εποχής μας, μια άλλη ταινία, και μάλιστα ελληνική, είχε κάνει το μικρό θαύμα της. Από τα τέλη του Φεβρουαρίου ως σήμερα ο Μικρόκοσμος της λεωφόρου Συγγρού γεμίζει καθημερινά για την «Ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη. Η 200 θέσεων αίθουσα έχει απασχολήσει παραπάνω από 8.000 θεατές. Η ασυγκράτητη ορμή του 39χρονου Κυπρίου είχε φανεί από την πρώτη ταινία του, το κλειστοφοβικό «Σπιρτόκουτο». Ισως η εμμονή του με τη βωμολοχία να ξεπερνά τα όρια αλλά δεν μπορείς να αμφισβητήσεις την ικανότητά του να σε κρατά σφηνωμένο στο κάθισμα με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά. Και δεν μπορείς να αγνοήσεις την πολιτική σκέψη του, την ανάγκη του να κοιτάξει κατάματα μια ελληνική κοινωνία που οι περισσότεροι επιλέγουμε να αγνοούμε: κρυπτοφασισμός, απόγνωση στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, συσσωρευμένη οργή που ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί σαν βόμβα. Οπως οι ταινίες του, έτσι και ο Οικονομίδης, τον οποίο συναντήσαμε στα Εξάρχεια, είναι στ’ αλήθεια οργισμένος. Ρουφώντας τον έναν εσπρέσο μετά τον άλλον μιλάει με πάθος, δεν μασάει τα λόγια του, αφήνει την ψυχή του να εκφραστεί ελεύθερα.





– Από πού πηγάζει η οργή σου;


«Δεν διατηρείς εύκολα την ψυχραιμία σου βλέποντας τι συμβαίνει γύρω σου. Κατά βάθος ψύχραιμοι είμαστε – δεν έχουμε πάρει τα μαχαίρια και τα πιστόλια για να βγούμε στον δρόμο, αν και θα ‘πρεπε, για να πάρουμε το αίμα μας πίσω. Απορρίπτω την ψεύτικη, την υποκριτική ειρήνη, την ειρήνη τού «να ισορροπήσω με τον εαυτό μου και με την ψυχασθένειά μου και ας καίγεται όλος ο κόσμος»».


– Η κινηματογραφική έκφρασή σου είναι προέκταση αυτής της οργής;


«Είναι, αν και θα έλεγα ότι και οι δύο ταινίες μου είναι μια κραυγή απελευθέρωσης. Σε μια κραυγή εμπεριέχονται οργή, απελπισία, θρήνος, τρόμος, όλα αυτά μαζί. Οπως η «Κραυγή», ο πίνακας του Μουνκ, τον οποίο ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει διαφορετικά».


– Η απελευθέρωσή σου είχε συνέπειες; Απομονώθηκες από το σύστημα;


«Είναι το μόνο βέβαιο και το περίμενα. Ή θα έκανα όμως το άλμα για να απελευθερωθώ ή θα έμπαινα στον τάφο και θα κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου».


– Θεωρείς ότι η ελληνική κινηματογραφία σήμερα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου;


«Νομίζω πως ναι. Μετρίως μέτρια και πάντα μετρημένα. Να αρέσουμε σε όλους, άτολμοι, ανελεύθεροι και πολλές φορές ανεγκέφαλοι. Γι’ αυτό και ο ελληνικός κινηματογράφος έχει περιπέσει σε τόσο μεγάλη ανυποληψία».


– Ωστόσο ταινίες όπως η «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα», οι «Νύφες», το «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο», το «Straight story» και το «Μια μέλισσα τον Αύγουστο» «μίλησαν» στον κόσμο.


«Παντού και πάντα θα υπάρχει το καλό και το κακό εμπορικό σινεμά. Καλό εμπορικό σινεμά με κινηματογραφικούς όρους ήταν οι «Νύφες» και η «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα». Ολες οι άλλες είναι ταινίες απλά διασκεδαστικές, ποπ προϊόντα, προσδιορισμένα να καταναλωθούν εύκολα, εύπεπτα και να χαθούν μέσα στη λήθη. Κερδίζουν την αισθητική τους με τηλεοπτικούς όρους και το κοινό τους με διαφημιστικούς. Εγώ μιλώ για έναν κινηματογράφο-φωτιά, τσεκούρι και επανάσταση, τον ρωμαλέο, τον πραγματικά λαϊκό».


– Δεν είναι όμως πειρασμός οι «εύκολες» ταινίες; Ολοι δεν πρέπει κάπως να ζήσουν;


«Δεν ξέρω τι κάνει ο καθένας. Ξέρω ότι όταν ξεκίνησα να κάνω σινεμά είπα στον εαυτό μου «θα κάνεις σινεμά για να βρεις την ψυχή σου, όχι για να τη χάσεις». Το μελόδραμα τύπου «έγινα πουτάνα για να σώσω το παιδί μου» μπορεί να ισχύει κάποιες φορές αλλά τις περισσότερες φορές δεν ισχύει. Αν αγαπάς πραγματικά αυτό που κάνεις, δεν κοπρίζεις πάνω του, δεν ασελγείς. Κάνεις κάτι άλλο. Ανοίγεις ένα καφενείο. Είναι πιο τίμιο. Αλλά για ποιους μιλάμε τώρα; Γι’ αυτούς που πραγματικά είχαν ταλέντο και το πούλησαν στη διαδρομή ή για τους ανέκαθεν ατάλαντους που διαφεντεύουν; Γιατί αυτό που έχουμε ξεχάσει σε αυτόν τον τόπο είναι ότι ο καλλιτέχνης είναι και πολιτικό ον και το να υπηρετήσεις τον κινηματογράφο, όχι την μπίζνα του, είναι πολιτική στάση».


– Δεν σε αφορά καθόλου η μπίζνα;


«Οχι, δεν με αφορά. Με ενδιαφέρει να δει τη δουλειά μου ο κόσμος, αλλά είναι αστείο να λέμε ότι από την «Ψυχή στο στόμα» θα βγάλω χρήματα. Αν δεν έβρισκα διανομή για την «Ψυχή», θα την έβγαζα στο Internet. Αν το έργο μου κερδίσει χρήματα, θα τα έχει κερδίσει με το σπαθί του, όχι με συμβιβασμούς του στυλ «δείξε βυζάκια, δείξε κωλαράκια, βάλε τηλεοπτικούς να περιφέρονται, κάνε αλλαξοκωλιές με τα μεγάλα μονοπώλια για να ‘κονομήσουμε»».


– Σε ποια μονοπώλια αναφέρεσαι;


«Μιλώ για τον σκοταδισμό του μονοπωλίου των ενδιαμέσων. Ζούμε στην εποχή του καπιταλισμού των ενδιαμέσων, των κούριερ της εξουσίας, εκείνων που εμποδίζουν εμένα να φτάσω σε εσένα. Είτε λέγονται λογιστές, δικηγόροι, εργολάβοι, τράπεζες είτε κινηματογραφικοί διανομείς. Σήμερα χρειαζόμαστε ενδιάμεσο για να επικοινωνήσουμε και πιο μεγάλη αξία έχει ο κούριερ παρά το προϊόν. Η κινηματογραφική διανομή στην Ελλάδα είναι φοβισμένη, συντηρητική, γεμάτη ταμπού. Ακόμη χειρότερα οι περισσότεροι έλληνες διανομείς είναι μεταπράτες. Στόχος είναι οι προκάτ ταινίες, με έλεγχο από την αρχή ως το τέλος. Ολα να γίνονται μέσα σε ένα μαγαζί: διανομή, ιδιοκτησία κινηματογράφων, παραγωγή. Οπως ο Βασιλόπουλος. Αυτό σημαίνει εξόντωση όλων των υπολοίπων και επιφυλάσσει τον κίνδυνο του μονολιθικού προϊόντος. Τι είναι σήμερα το ελληνικό σινεμά; Η παντοκρατορία των καναλιών και οι παραγωγές της Village. Τύπους σαν κι εμένα αυτά τα μονοπώλια τους κάνουν κιμά».


– Πόσο ψυχοφθόρα είναι όλη αυτή η κατάσταση για έναν σκηνοθέτη;


«Ο Γκαίτε έλεγε ότι όσο δύσκολα γράφεις ένα βιβλίο άλλο τόσο δύσκολα το διαβάζεις. Αν κάποια στιγμή διαπιστώσω ότι σε αυτή την καμένη γη πάψουν να υπάρχουν δέκτες των πομπών, τότε έχει τελειώσει το παραμύθι».


– Γιατί αποκαλείς την Ελλάδα καμένη γη;


«Μέρα με τη μέρα η ελληνική κοινωνία γίνεται όλο και πιο ολοκληρωτική, υποθάλπει κρυφό φασισμό, γίνεται σοβινιστική, ρατσιστική, αποθεώνει το χρήμα ως μοναδική αξία. Χρόνο με τον χρόνο γίνεται comfortably numb (σ.σ.: εν ανέσει ναρκωμένη), ενώ ταυτόχρονα στο εσωτερικό της κυοφορεί μια ασύλληπτη βία η οποία κάποια στιγμή θα ξεσπάσει, για να μην πω ότι έχει ήδη αρχίσει να ξεσπάει. Και την ίδια ώρα δεν τρέχει τίποτε. Είμαστε μια κοινωνία βαθιά βολεμένη, βαθιά εφησυχασμένη, βαθιά διαβρωμένη. Μια κοινωνία ευνουχισμένων ενός καθεστώτος ανελευθερίας. Πλέον δεν χρειάζονται όπλα, μπουντρούμια, ΕΑΤ-ΕΣΑ, Παπαδόπουλοι για να μας έχουν στη γωνία. Ας είν’ καλά οι τράπεζες. Την τελευταία 15ετία δύο θεμελιώδη γεγονότα άλλαξαν το προφίλ αυτής της χώρας: η ιδιωτική τηλεόραση και η εισβολή των τραπεζών που άρχισαν να μοιράζουν χρήμα, με αποτέλεσμα να έχουν τους πάντες στο τσεπάκι τους».


– Πώς εισπράττεις την ενόχληση μερίδας του κοινού για τη βωμολοχία των ταινιών σου;


«Η ελληνική κοινωνία είναι γεμάτη ταμπού, συντηρητισμό και σοβαροφάνεια. Είναι ωραίο να σοκάρονται κάποιοι που δεν μπορούν να δουν πάνω από τη μύτη τους. Οταν οι Sex Pistols έβγαλαν το «God Save the Queen», εννοείτο ότι μια μερίδα της αγγλικής κοινωνίας θα αντιδρούσε. Αλλά έτσι πάει. Είμαστε εδώ για να ρίξουμε σφαλιάρες σε ορισμένους».


– Ποιος σου δίνει αυτό το δικαίωμα;


«Η καλλιτεχνική μου υπόσταση. Μεταφορικά μιλώ, αλλά αν χρειαστεί θα ρίξω ακόμη και χαστούκια. Είναι ρόλος μου να φωνάζω, να αγωνίζομαι ενάντια στη λήθη. Αν κάποιοι θέλουν να εξορίσουν τη βωμολοχία από την ελληνική γλώσσα, από την ελληνική ιστορία, από την ελληνική δραματουργία, ε, δεν θα τους περάσει».