Ηταν 300 ή 1.000; Και οι Πέρσες; Ηταν 5 εκατομμύρια ή μήπως μερικές χιλιάδες; Και τα στενά; Ηταν 100 μέτρα, ήταν 200; Γιατί οι Σπαρτιάτες έμειναν στις Θερμοπύλες γνωρίζοντας το ανώφελον της αυτοθυσίας; Τι έκρυβε η φράση του επιγράμματος του Σιμωνίδη «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι»; Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των αρχαίων ιστορικών κατ’ αρχάς και των σύγχρονων ερευνητών βεβαίως, πολλές απορίες έχουν μείνει αναπάντητες και πολλά… αριθμητικά προβλήματα άλυτα σχετικά με την περίφημη μάχη των Θερμοπυλών. Οι βάρβαροι(!) Πέρσες που ξεκίνησαν από τα βάθη της Ασίας με στρατό εκατομμυρίων ανδρών για να κατακυριεύσουν την πολιτισμένη, μικρή Ελλάδα απετέλεσαν το κλασικό πρότυπο δημιουργίας των ελληνικών εθνικών μύθων.
Γενιές ελληνόπουλων από τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους και εντεύθεν ένιωσαν την υπερηφάνεια να ξεχειλίζει από τις σελίδες των σχολικών βιβλίων και να τις κατακυριεύει καλλιεργώντας το ζητούμενο: την ανάπτυξη του εθνικού φρονήματος. Αλλά η αναζήτηση υποδειγμάτων ανδρείας, θάρρους και αυταπάρνησης στο όνομα της πατρίδος προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για τη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης επέβαλλε συχνά την παραποίηση της Ιστορίας (και όχι μόνον της αρχαίας). Οι πρωταγωνιστές της δεν πρέπει να έχουν προσωπικές αδυναμίες και ελαττώματα, ούτε καν σωματικά και φυσιογνωμικά. Κι όσο για τα υπό ανάδειξη γεγονότα, πάσα παρεκτροπή εκ του άθλου είναι εκ προοιμίου απαγορευμένη.
Γιατί επέμενε να πεθάνει;
Αν για κάποιους ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αυτά για πόσο μπορεί να κρύψουν την αλήθεια; Η διαστρέβλωσή της στο όνομα μιας ιδέας μπορεί να μην τιμωρείται διά νόμου, τιμωρείται όμως από την ίδια την Ιστορία. Ακόμη και οι σύγχρονοι της μάχης των Θερμοπυλών (480 π.Χ.) είχαν απορία σχετικά με την απόφαση του Λεωνίδα, γιατί επέμεινε να πεθάνει μαχόμενος. Η ανδρεία του ήταν σίγουρα μεγάλη (εξασφαλίζοντας και τη διατήρηση του ονόματός του στην αιωνιότητα), πλην όμως και μάταιη. Οι περίφημοι ηθικοί νόμοι της Σπάρτης («ή ταν ή επί τας») και η υπερήφανη απάντηση του Λεωνίδα στον Ξέρξη («Μολών λαβέ») μπορεί να γαλούχησαν τους Ελληνες και να έγιναν πρότυπα μίμησης ακόμη και σε νεότερους καιρούς, δεν είναι όμως βέβαιο ότι ήταν απαραίτητα.
«Μην ξεχνάτε ότι την εποχή εκείνη η Σπάρτη κατείχε ηγεμονική θέση στην Ελλάδα. Αν υποχωρούσε και έφευγε από τη μάχη, θα έχανε αυτομάτως και την ηγεμονία» επισημαίνει ο αρχαιολόγος κ. Γιώργος Σταϊνχάουερ, συγγραφέας του βιβλίου «Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα», δίνοντας την πολιτική διάσταση της μάχης των Θερμοπυλών. Και η αλήθεια είναι ότι οι γραπτοί και άγραφοι νόμοι της Σπάρτης μπορεί να απαγόρευαν την εγκατάλειψη μιας μάχης, επ’ ουδενί λόγω όμως δεν εμπόδιζαν έναν βασιλιά-στρατηγό να την αποφύγει.
Οι απορίες όμως συνεχίζονται: Πώς είναι δυνατόν σε μια τόσο τραγική στιγμή για τους Ελληνες οι ηγεμόνες Σπαρτιάτες να έστελναν 300 μόνον άνδρες για να αντιμετωπίσουν τους χιλιάδες Πέρσες; Πόσο μάλλον που αρχηγός τους ήταν ένας από τους βασιλιάδες τους. Και βέβαια ο χρησμός που «κατασκευάστηκε» μετά τη μάχη, ότι η Σπάρτη θα σωζόταν από τους Πέρσες μόνον αν θυσιαζόταν ο βασιλιάς της, αποτελεί τον κατάλληλο ελιγμό των αρχόντων της προς απάντηση των δικαιολογημένων ερωτηματικών που προκλήθηκαν. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που είχαν ήδη αρχίσει οι φήμες ότι ο Λεωνίδας είχε σταλεί σε αποστολή αυτοκτονίας από τους ίδιους τους εφόρους της Σπάρτης, οι οποίοι ήθελαν να απαλλαγούν από αυτόν. Λέγεται εξάλλου ότι δεν ήταν τυχαίο που και οι 300 πεσόντες είχαν γιους.
Μειώνουν όμως όλα αυτά την αξία της στάσης του Λεωνίδα και τη θυσία του, μαζί με τους άνδρες του; Με όποιον τρόπο και για όποιον κρυφό λόγο, εκείνος έπραξε ένα χρέος, το οποίο θα μπορούσε και να αποφύγει. Και η επιλογή του είναι αυτή που μετράει. Γι’ αυτό ακριβώς η ελληνική ιστορία δεν χρειάζεται ωραιοποιήσεις για να αποδειχθεί ότι είναι μεγάλη.
Τα μυστικά της σύγκρουσης
Στη μάχη των Θερμοπυλών δεν δόθηκε καν η δυνατότητα κανονικής παράταξης των στρατευμάτων, ελληνικών και περσικών. Γιατί ο τόπος μπορεί σήμερα να έχει πλάτος πέντε χιλιομέτρων (από το όρος Καλλίδρομο ως τη θάλασσα) λόγω των προσχώσεων του Σπερχειού, στην Αρχαιότητα όμως πρέπει να ήταν μεταξύ 150 και 200 μέτρων.
«Τακτική μάχης δεν αναπτύχθηκε εξαιτίας αυτού του λόγου. Εγινε μόνο μία παράταξη των ανδρών σε βάθος» λέει ο κ. Γιώργος Σταϊνχάουερ. Οι Ελληνες αρχικώς ήταν περί τους 6.000, δηλαδή η συμμαχία των ελληνικών πόλεων-κρατών υπό την ηγεμονία των Σπαρτιατών. Στην τελική μάχη έμειναν 1.000: Οι 300 του Λεωνίδα και οι 700 Θεσπιείς οπλίτες υπό την ηγεσία του Δημόφιλου του Διαδρόμου. Επεσαν όλοι. Ο Ηρόδοτος λέει ότι αντιστάθηκαν επί τρεις ημέρες επιτυγχάνοντας πραγματικό άθλο, αφού είχαν απέναντί τους πολλαπλάσιο εχθρικό στρατό. Μόνο που σίγουρα δεν ανερχόταν σε 5 εκατομμύρια, όπως προκύπτει από την καταγραφή του Ηροδότου, αλλά σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς στις 200.000 – 300.000 άνδρες (οπλίτες και ιππείς, ενώ το περσικό ναυτικό ήταν απασχολημένο στο Αρτεμίσιο σε ναυμαχία με τον ελληνικό στόλο).
Οι Ελληνες όμως είχαν κάποια βασικά πλεονεκτήματα σε αυτή τη μάχη. Τη γνώση του τόπου αλλά και τον οπλισμό τους: Το «όπλον», δηλαδή την κυκλική ασπίδα με αντιλαβή, τον θώρακα, τις περικνημίδες, το κράνος και επίσης το δόρυ και το ξίφος, κατασκευασμένα με ελάχιστες εξαιρέσεις αποκλειστικά από σίδηρο. Αντίθετα, οι Πέρσες είχαν ελαφρύ οπλισμό με ασπίδα η οποία ήταν σχεδόν ολόκληρη ψάθινη.
Από την άλλη όμως, «το βάρος και η ακαμψία του οπλισμού των Ελλήνων ήταν ωστόσο και το βασικό του μειονέκτημα, αφού σύμφωνα με μετρήσεις που έγιναν σε σωζόμενα αρχαία όπλα το σύνολο της πανοπλίας αντιπροσώπευε βάρος 31 κιλών», όπως επισημαίνει ο κ. Σταϊνχάουερ.
Υπήρχε όμως και άλλη σημαντική διαφορά: «Η μάχη της φάλαγγος είχε αγωνιστικό χαρακτήρα, αποτελούσε και διατηρούσε δηλαδή τα χαρακτηριστικά του αθλητικού αγώνος. Η σύγκρουση πραγματοποιείτο ύστερα από συμφωνία των δύο αντιπάλων ως προς τον κατάλληλο τόπο και χρόνο της σύγκρουσης. Η μάχη συνεπώς αποφασιζόταν όταν και οι δύο αντίπαλοι ήταν έτοιμοι. Ακόμη και τον 2ο αιώνα π.Χ. εθεωρείτο άδικη και αγενής πολεμική συμπεριφορά η μη κατά πρόσωπο αντιμετώπιση του αντιπάλου» λέει ο κ. Σταϊνχάουερ. Κάτι που προκαλούσε ασφαλώς την έκπληξη των ξένων, με χαρακτηριστικό το ειρωνικό σχόλιο του Μαρδόνιου, που έλεγε ότι οι Ελληνες «αφού προαναγγείλουν ο ένας στον άλλον την κήρυξη του πολέμου, διαλέγουν τον πιο ωραίο και τον πιο ομαλό κάμπο, κατεβαίνουν εκεί και μάχονται».
Η μάχη των Θερμοπυλών βεβαίως δεν εξελίχθηκε με αυτόν τον τρόπο. Ο ισχυρότερος όρισε τους κανόνες, για να ηττηθεί όμως μερικά χρόνια αργότερα κατά κράτος και να αφήσει τους Ελληνες να αγωνίζονται μεταξύ τους.