«Θέλω να μιλήσω για το σώμα»
H Χριστιάνα Σούλου δεν ανήκει στο είδος των καλλιτεχνών που αυτοπροβάλλονται. Επιπλέον, έχοντας μόλις δύο ατομικές εκθέσεις στο ενεργητικό της – μία στην Αθήνα και μία στο Παρίσι – η παρουσία της στα εικαστικά πράγματα ήταν, θα έλεγε κανείς, διακριτική. Ωστόσο ήταν η μόνη ελληνίδα καλλιτέχνις που προσείλκυσε το ενδιαφέρον των τριών επιμελητών της επερχόμενης Μπιενάλε του Βερολίνου, γεγονός που είχε αποτέλεσμα ένα εντεινόμενο ενδιαφέρον για τη δουλειά της. Και πράγματι, μολονότι διακριτικά, όπως άλλωστε και η ίδια, τα σχέδιά της αποτελούν ένα αξιοπρόσεχτο μείγμα τρυφερού χειρισμού και υφέρπουσας βίας. Οπως επισημαίνει η διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ Ξένια Καλπακτσόγλου στο κείμενό της για την καλλιτέχνιδα, που δημοσιεύεται στον οδηγό της Μπιενάλε, «με σχεδόν αφοπλιστική αθωότητα, η Χριστιάνα Σούλου δεν εύχεται να ήταν οπουδήποτε αλλού παρά εδώ. H ματιά της για τη φρίκη και τα μυστήρια της ζωής δεν είναι ούτε πικραμένη ούτε απορριπτική. Δέχεται τον κόσμο με όλες τις αντιφάσεις και τις αθετημένες υποσχέσεις του και, παρά τη μελαγχολία, αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία μέσα από το μυστήριο και την αυθεντικότητα των εικόνων που έχουν διασωθεί». H Χριστιάνα Σούλου θα μας απασχολήσει λοιπόν. Και ως πρόγευση της συμμετοχής της στην Μπιενάλε του Βερολίνου, βρήκαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για το τι επιδιώκει στην ιδιότυπη τέχνη της.
– Ο τρόπος που σχεδιάζεις είναι επίμονος και συνεπής εδώ και αρκετά χρόνια. Θα έλεγες ότι υπάρχει μια κυρίαρχη οπτική στην οποία βασίζεται όλη η δουλειά σου;
«Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Θέλω να μιλήσω για το σώμα. Το φυσικό σώμα, το ανθρώπινο σώμα, το σώμα μας, αλλά και το σώμα των πραγμάτων. Πιστεύω ότι το σώμα, στην προσπάθεια να αναπαρασταθεί, κατέληξε να γίνει ένα είδος αισθητικού άλλοθι. Το σώμα δεν δείχνει πια το σώμα παρά για να το κρύψει. Δεν δείχνουμε παρά τα όριά του, αυτά που το περιορίζουν: το δέρμα και τη σιλουέτα. Οι θεωρίες ικανοποιούνται, όχι όμως και εγώ που θα ήθελα να θέσω μιαν άλλη άποψη: Πιστεύω ότι το σώμα μας συνδέεται με έναν κόσμο τον οποίο αγνοούμε γιατί δεν κατέχουμε παρά υποτυπώδη στοιχεία του λεξιλογίου του. Στην πραγματικότητα, όλα έχουν γίνει προτού μεταβιβαστούν προς τα έξω. Τίποτε λοιπόν πιο επείγον από το να επιχειρήσουμε μιαν ανατομία».
– Μια ανατομία με την έννοια της ανάλυσης;
«Στα σχέδιά μου βλέπεις ανθρώπους σε διαρκή κίνηση αλλά δεν ξέρεις ακριβώς τι κάνουν. Θα ήθελα λοιπόν να αντιπαραθέσω στην κλασική ενότητα χρόνου και χώρου που καταλήγει στο στιγμιότυπο, την ιδέα μιας ανθρώπινης προβολής σε ένα πλαίσιο χρονικά ουδέτερο, όπου οι παρούσες, οι παρελθούσες και οι μέλλουσες όψεις της θα συνεργάζονται και θα διατηρούνται. Ετσι, αντί να επιλέξω ανάμεσα σε τρεις ή τέσσερις στιγμές μιας κίνησης ή μιας χειρονομίας, μπορώ να τις προσθέσω. Το αποτέλεσμα στο σχέδιο έχει τη μορφή αντικειμένου, είναι μια οπτική σύνθεση από καμπύλες και επιφάνειες, πάνω στις οποίες κάθε σημείο του σώματος μπορεί να μετατοπίζεται, να κινείται και να δονείται. Το σώμα τότε θα μπορούσε να συγκριθεί με μια φράση, η οποία θα μας προκαλούσε να την εξαρθρώσουμε, ώστε να ανασυνθέσουμε μέσα από μια σειρά ατέλειωτων αναγραμματισμών τα αληθινά της νοήματα».
– Υποθέτεις δηλαδή ότι πίσω από αυτό που βλέπουμε – το δέρμα και τη σιλουέτα – κρύβεται ένας αληθινός κόσμος;
«Οπως λες, το υποθέτω. Πιστεύω μάλιστα ότι αυτός ο άλλος κόσμος συμπίπτει με την ίδια τη λειτουργία του σώματος και, μέσα από τη λειτουργία, με το είδος μας και με τη γλώσσα μας».
– Μιλώντας όμως για τη «γλώσσα μας» προφανώς εννοείς μιαν άλλη γλώσσα από αυτή που χρησιμοποιούμε, γιατί αλλιώς πώς θα ήταν δυνατόν να κατέχουμε, όπως είπες προηγουμένως, μόνον «υποτυπώδη στοιχεία του λεξιλογίου» της;
«Ναι, εννοώ μιαν άλλη γλώσσα. Ολοι αναγκαστικά έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε μια γλώσσα επιφάνειας. Μάθαμε να διαβάζουμε, μάθαμε να γράφουμε, μάθαμε να σχεδιάζουμε. Αυτά απέχουν από το να μάθουμε ποια είναι η γλώσσα αυτή για την οποία μιλάω εγώ».
– Και πώς τη βρίσκει κανείς αυτή τη γλώσσα; Πώς υποψιάζεται την ύπαρξή της;
«Πάντα υποθέτουμε ότι υπάρχει ένα «μέσα». Πολλές φορές το λέμε κιόλας, λέμε: «το μέσα μου» ή «ο εαυτός μου». Οπως σου είπα προηγουμένως, πιστεύω ότι όλα έχουν γίνει προτού υπάρξει οποιαδήποτε εκφορά, προτού μεταφραστεί οτιδήποτε προς τα έξω. Δεν χρειάζεται να σε δω για να καταλάβω ότι υπάρχεις».
– Είναι ενδιαφέρον το ότι προϋποθέτεις μια σταθερή «αλήθεια» πίσω από ένα γλωσσικό σύστημα. Εγώ θα αισθανόμουν ότι η «αλήθεια» θα ήταν το ίδιο το σύστημα ή, για να είμαι πιο ακριβής, ότι θα μπορούσες να ανασυνθέσεις όλα τα στοιχεία του συστήματος με αυθαίρετο τρόπο και να καταλήξεις με ένα εξίσου λειτουργικό σύστημα, άσχετα με το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει «αλήθεια». Αν όλοι συμφωνήσουμε να αποκαλούμε ένα πράγμα, λόγου χάρη ένα τασάκι, όχι «τασάκι» αλλά «βιολοντσέλο», όλα θα ήταν μια χαρά γιατί απλούστατα το «βιολοντσέλο» για μας θα ήταν το τασάκι. Εσύ όμως λες ότι υπάρχει κάτι μέσα στο τασάκι, μια δική του γλώσσα, που το καθιστά σταθερά και αναλλοίωτα τασάκι και τίποτε άλλο. Πρόκειται σχεδόν για αισιοδοξία…
«Μα, ουσιαστικά για έναν αναπροσδιορισμό ενός ανθρώπινου στοιχείου πάω να μιλήσω. Και εδώ υπάρχει μια σύνδεση με το θέμα της Μπιενάλε του Βερολίνου, «Ανθρωποι και ποντίκια». Διαβάζοντας το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ, διαπιστώνουμε ότι ο ήρωας διαπράττει μια θηριωδία. Καθώς είναι χαζούλης, του αρέσει να χαϊδεύει τα ποντικάκια και τα πνίγει. Το ίδιο κάνει και με μια κοπέλα. Στην πραγματικότητα, δεν το έκανε επίτηδες. Δεν το έκανε όμως ούτε κατά λάθος. Για εμένα μπερδεύει το δέρμα με το σώμα. Δεν έχει τον πολιτισμό να δει τη διαφορά. Και εκεί έχει σημασία η ανθρωπιά, στο πώς αντιμετωπίζουμε τη ζωή ως κάτι κοινό. Ο ήρωας του βιβλίου, αντί να είναι άνθρωπος, περνάει στην πλευρά του τέρατος. Αυτό είναι κάτι ακραίο, ωστόσο το βλέπουμε σε πολλές συμπεριφορές».
– Και αυτό συμβαίνει επειδή δεν βλέπουμε αυτό που κρύβεται, όπως λες, κάπου «μέσα»;
«Μιλάμε για τα πράγματα και δεν πιάνουμε παρά την ούγια τους, δεν πιάνουμε το πάχος τους. Τα πράγματα για μένα είναι ένας φυσικός κόσμος, ακόμη και οι ιδέες. Το ότι εσύ θα ανέβεις στο σπίτι μου με το ασανσέρ, το ξέρει το φυσικό μου σώμα. Αυτό που ξέρω λοιπόν έχει ένα πάχος, έχει μια ένταση. Αυτό είναι τα πράγματα, όχι μια ετικέτα. Αν βάλεις μια ετικέτα, το σώμα των πραγμάτων μένει άδειο γιατί εσύ δεν μίλησες καθόλου για αυτό. Θέλω όμως να αποδείξω ότι αυτό που δεν λέγεται δεν ανήκει στο ανείπωτο, στο ανέκφραστο, στο άφατο, στο πνευματικό, αλλά είναι το ίδιο το φυσικό. Πρόκειται για τη δραστηριότητα του σώματος για την οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιατί έχει καταδικαστεί να μειωθεί στη σιωπή».
4η Μπιενάλε Βερολίνου Ανθρωποι και ποντίκια
H 4η Μπιενάλε του Βερολίνου αποτελεί θέμα προς συζήτηση ολοένα περισσότερο, καθώς πλησιάζουν τα εγκαίνιά της, στις 23 Μαρτίου. Είτε συνταχθεί κανείς με όσους απορρίπτουν την όλη πολιτική της ως σκέτο επικοινωνιακό τέχνασμα είτε θεωρήσει ότι το στοιχείο του παιγνιώδους ενθουσιασμού αποτελεί πλεονέκτημα, η αλήθεια παραμένει ότι η 4η Μπιενάλε του Βερολίνου συζητιέται τόσο πολύ χάρη στους αστέρες επιμελητές της, Μαουρίτσιο Κατελάν, Μασιμιλιάνο Τζιόνι και Αλι Σουμπότνικ. Τα παράλληλα projects, όπως διάφορες στήλες σε εφημερίδες ή ο σφετερισμός της διάσημης γκαλερί Gagosian και η πραξικοπηματική θέσπιση παραρτήματός της στο Βερολίνο, έχουν αρχίσει εδώ και καιρό. Ωστόσο η πραγματική δοκιμασία – όπως ισχύει για κάθε διοργάνωση – είναι η κύρια έκθεση, η οποία έχει δανειστεί τον τίτλο της από το γνωστό βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ «Of Mice and Men» («Ανθρωποι και ποντίκια»). H έκθεση περιλαμβάνει έργα 70 καλλιτεχνών απλωμένα σε 13 χώρους και στοχεύει να θέσει ερωτήματα «για τη γέννηση και την απώλεια, τον θάνατο και την παράδοση, τη θλίψη και τη νοσταλγία».
Πληροφορίες για την Μπιενάλε του Βερολίνου: http: //www.berlinbiennale.de