«H ζωή είναι στην κουίντα»





Σχεδόν δύο χρόνια λείπει από το θεατρικό σανίδι η Αμαλία Μουτούση, αν και δεν ήταν μια προκαθορισμένη απουσία. Αλλωστε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου πάλι η τέχνη ήταν στο επίκεντρο της ζωής της. H «Τέταρτη αδελφή» στο Εθνικό Θέατρο τον χειμώνα του 2004 και η συνεργασία της στη συνέχεια με τη Μικρή Πόρτα και τον Γιώργο Λάνθιμο έδωσαν τη θέση τους στην ενασχόλησή της με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και κατά τη διάρκεια του 2005 με την «Κασσάνδρα», μαζί με τους φοιτητές της από την Πάτρα. H «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, μια σκέψη που επρόκειτο να υλοποιηθεί το περασμένο καλοκαίρι, τελικά μετατέθηκε για το επόμενο, οπότε αναμένεται με ενδιαφέρον η κάθοδός της στην Επίδαυρο στο φεστιβάλ του 2006. Αμεσα όμως το κοινό περιμένει να τη δει στη «Βερενίκη», την τραγωδία του Ρακίνα, που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς και θα παρουσιασθεί στο Αμόρε – Θέατρο του Νότου στις αρχές Φεβρουαρίου.



Το θεατρικό βάπτισμα της Αμαλίας Μουτούση έγινε με τη «Βεντάλια της Λαίδης Ουίδερμιρ» του Οσκαρ Γουάιλντ, σε μια παράσταση προδιαγραφών αστικού θεάτρου. Εκτοτε, με μοναδική εξαίρεση τα μονόπρακτα που μοιράστηκε με τη Νόνικα Γαληνέα στο Κόβεντ Γκάρντεν, οι επιλογές της κινήθηκαν στον χώρο του πειραματισμού και της έρευνας… Ως ιδρυτικό μέλος, μαζί με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, του θεάτρου Διπλούς Ερως δούλεψε χρόνια και όταν στη συνέχεια αποχώρησε οι επιλογές ακολούθησαν αντίστοιχα μονοπάτια. Σήμερα νιώθει έντονα την έλλειψη της δημιουργικής δουλειάς στην ομάδα.


«Αυτή την έλλειψη προσπαθώ να την κάνω κάτι, να τη συμπληρώσω. Ο κύκλος με το θέατρο Διπλούς Ερως έκλεισε. H ενασχόλησή μου σε μια ομάδα και η δουλειά μου με αυτόν τον ολοκληρωτικό τρόπο είναι κάτι που πάντα θα ψάχνω. Δεν έχει να κάνει ούτε με την ενέργεια ούτε με τη νεανικότητά μου και τώρα που ωρίμασα πέρασε. Νομίζω ότι έχει να κάνει με τον τρόπο που θα μου άρεσε να σχετίζομαι με αυτή τη δουλειά. Θα ήθελα να μπορώ να αφιερώνομαι. Εξω από αυτό το δεδομένο είναι πολύ χαοτικά τα πράγματα. Γυρίζω από θέατρο σε θέατρο, παίζοντας κάποιον ρόλο, συμμετέχοντας απλώς σε μια παράσταση. Στην άλλη περίπτωση, όπου πάλι παίζεις ρόλους, χτίζεις παράλληλα μια πορεία. Δεν είναι σαν να ξεκινάς από την αρχή. Το ότι κάνεις και πολλά άλλα πράγματα δεν σημαίνει ότι δεν αφιερώνεσαι πιο πολύ στον ρόλο. Με ξεκουράζει αυτό που κάνω τώρα, χωρίς να σημαίνει ότι το άλλο με κουράζει. Εγώ δεν κάνω αυτή τη δουλειά μόνον για τους ωραίους ρόλους. Εμένα με κινεί η ελευθερία που μπορεί να μου παρέχει η ποιητική μου φύση. Και αυτή την ελευθερία δεν θέλω να τη χάσω ποτέ. Ουσιαστικά την ποίηση ψάχνω στη ζωή μου και στο θέατρο». Ομολογεί όμως ότι θεωρεί τον εαυτό της τυχερό, γιατί «αν υποθέσουμε ότι έχω κάποια χαρίσματα για αυτή τη δουλειά, μου δόθηκαν και οι δυνατότητες. Πρέπει να είναι πολύ σκληρό για έναν άνθρωπο να έχει χαρίσματα και να μην μπορεί να τα κάνει κάτι, να μην μπορεί να βρεθεί στις συνθήκες ή να συναντήσει τους κατάλληλους ανθρώπους. Μιλώ για τις αυθεντικές περιπτώσεις» συμπληρώνει.


«Σε ό,τι με αφορά, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το ηθοποιός, μια έννοια που εμπεριέχει ό,τι έχω κάνει, όλη την πορεία μου. Ωστόσο κάθε ηθοποιός στέκεται διαφορετικά απέναντι στην τέχνη του. Για μένα είναι πρώτα απ’ όλα αυτό το ακατέργαστο πράγμα, αυτό που θυμάμαι από τότε που κράταγα τα λόγια στη μαμά (σ.σ.: Νόνικα Γαληνέα) για τα έργα που έπαιζαν με τον Αλέκο (σ.σ.: Αλέκο Αλεξανδράκη) σε εκείνα τα καταπληκτικά μεγάλα θέατρα. Αυτή είναι πάντα η κινητήρια δύναμή μου, αυτό είναι το παιδί που δεν μπορεί να πάψει να υπάρχει, εκτός και αν αποφασίσεις να το σκοτώσεις. Εκτός αυτού, για μένα η τέχνη του ηθοποιού έχει να κάνει με την ακρίβεια και τη σαφήνεια. Πώς είναι ένας ζωγραφικός πίνακας που κάθεσαι και αναρωτιέσαι πώς γίνεται και τον έκανε κανείς… Αυτή είναι η πηγή. Θες να παίξεις, αυτή είναι η αρχή όλων. Το δεύτερο είναι ότι πρέπει να μάθεις να παίζεις».


Ενας ξεχωριστός άνθρωπος


Ηδη από την εποχή του θεάτρου Διπλούς Ερως η Αμαλία Μουτούση συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Βογιατζή στο πρώτο ανέβασμα του έργου των Δημήτρη Κεχαΐδη Ελένης Χαβιαρά «Με δύναμη από την Κηφισιά». Αργότερα ήρθε η στιγμή της Σάρας Κέιν και του «Καθαροί πια» ενώ, όπως λέει η ηθοποιός, για να μπορεί να δουλεύει μαζί του πρέπει να παίρνει τις αποστάσεις από εκείνον. «Ο Λευτέρης Βογιατζής φέρει το παρελθόν και το γεννάει στο παρόν, σαν να ενώνει τη θεατρική παράδοση. H γενιά μου οδηγήθηκε κατευθείαν στην άρνηση της θεατρικής μας παράδοσης. Μόνο με τον Λευτέρη αισθάνομαι ότι καταλαβαίνω αυτή την παράδοση, και τελικά νιώθω ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο σύγχρονο από τη δική του ματιά. Μια ματιά που την υλοποιεί με πολύ κόπο και προσπαθεί να τα ξαναγεννήσει όλα από την αρχή. H εμμονή του με τη γλώσσα και τις μεταφράσεις άλλωστε δεν είναι τυχαία» τονίζει.


Θεωρίες συνωμοσίας


«Πάντα μου λείπει το θέατρο. Ακόμη και ως θεατής θέλω να ανέβω να παίξω. Ομολογώ ότι στη ζωή μου υπάρχουν και θεατρικές πλευρές, αν και παραμένω μοναχικός άνθρωπος που δύσκολα εκτίθεται. Ομως με τους δικούς μου ανθρώπους όλο και κάτι θα σκαρώσω. Μου αρέσει να παίζω και στη ζωή. Δεν μπορεί η ζωή να είναι μόνον αυτό που βλέπουμε. Δεν το αντέχω, δεν γίνεται. Αυτό που βλέπουμε είναι μπροστά από την αυλαία. H ζωή είναι πίσω, στην κουίντα. Και αυτή η συνωμοσία ανάμεσα στους ανθρώπους, να βρούμε αυτό που δεν φαίνεται, αυτό είναι που με γοητεύει. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η ζωή μας είναι δυόμισι ώρες μέσα στο αυτοκίνητο για να κατέβω στην Αθήνα…».


Στο σκοτάδι του Ρακίνα


Με δεδομένη την επιθυμία συνεργασίας με τον Γιάννη Χουβαρδά, και έχοντας στα χέρια της τη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, η Αμαλία Μουτούση βυθίστηκε στον θεατρικό κόσμο του Ρακίνα, «έναν ούτως ή άλλως δυτικό κόσμο, όπου όλα διαβάζονται υπό το πρίσμα της ψυχολογίας, και αυτό είναι που κάνει τη διαφορά με την αρχαία τραγωδία. Εκεί είναι όλα προς τα έξω, υπάρχει διαύγεια. Στον Ρακίνα υπάρχει σκοτάδι παντού» μου λέει. «Τη «Βερενίκη» δεν την ήξερα ουσιαστικά. Την πήρα στα χέρια μου, όπως όλοι μας, σαν ένα τραγούδι. Προσπάθησα να αποκτήσω μια σχέση με τη μετάφραση σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Ξαφνικά ανάμεσα στα τραγούδια άρχισαν να έρχονται τα κενά και εκεί άρχισε να αναδύεται ζωή. Ετσι προέκυψε και το πρόσωπο της Βερενίκης…», μιας γυναίκας που θυμίζει πολλές γυναίκες.


Ξένη σε ξένο τόπο, η Βερενίκη διώκεται. Είναι μια Παλαιστίνια στη Ρώμη, που ακούει τον αγαπημένο της να της ανακοινώνει ότι τώρα που εκείνος στέφθηκε αυτοκράτωρ η αγάπη τους πρέπει να τελειώσει. «Το έργο μιλάει για ένα τέλος, το τέλος μιας αγάπης, το τέλος των πραγμάτων. Νομίζω τελικά ότι το θέμα του έργου είναι το τέλος. H Βερενίκη είναι σε μια αέναη κίνηση, σαν να εκπροσωπεί την ίδια την αγάπη» λέει η Αμαλία Μουτούση. «Σχεδόν δεν προλαβαίνεις να τη δεις, τρέχει πάντα γύρω από την αγάπη της. Είναι ένα πλάσμα που ανήκει στον ποιητικό κόσμο, ένα πλάσμα που προσφέρεται για θέατρο, ένα πλάσμα με ανθρώπινα πάθη. Μου αρέσει αυτή η πλευρά όταν είναι αυθεντική. Με αυτή την ποίηση μπορείς να σκύψεις πάνω από τα ανθρώπινα. Δεν μου αρέσει μια τέχνη που μιλάει για την ιδέα, για το ωραίο. Μου αρέσει η τέχνη όταν φωτίζει τα σκοτάδια του ανθρώπου. Εστω, για να μπει μια αχτίδα φωτός και να κάνει τη διαφορά» καταλήγει.


H «Βερενίκη» του Ρακίνα θα παρουσιασθεί στις αρχές Φεβρουαρίου από το Θέατρο του Νότου στο Αμόρε.