«Ηταν φθινόπωρο του 1841. Επιστρέφοντας ένιωθα μια απροσδιόριστη δυσφορία, μια βαθιά θλίψη, έναν πόνο στην καρδιά μου!.. Εφτασα σπίτι, πέταξα το χειρόγραφο με μια βίαιη κίνηση στο τραπέζι και στάθηκα μπροστά του. Οπως έπεσε στο τραπέζι, το λιμπρέτο άνοιξε τυχαία σε κάποια σελίδα και τα μάτια μου καρφώθηκαν στη φράση «Πέτα σκέψη σε χρυσά φτερά». Εξακολούθησα να διαβάζω με συγκίνηση, πολύ περισσότερο που το κείμενο αποτελούσε παράφραση της Βίβλου που με συντρόφευε συχνά. Διάβασα ένα πρώτο απόσπασμα και αμέσως ένα δεύτερο. Ωστόσο, σταθερός στην απόφασή μου να μη συνθέσω άλλη όπερα, έκλεισα το λιμπρέτο και έπεσα για ύπνο!.. Ωστόσο, ναι, ο Ναμπούκο γύριζε μες στο κεφάλι μου! Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σηκώθηκα και διάβασα το λιμπρέτο όχι μία αλλά δύο ή τρεις φορές, έτσι ώστε το πρωί ήξερα σχεδόν απ’ έξω το κείμενο του Σολέρα».
Το παραπάνω απόσπασμα της επιστολής, την οποία φέρεται να απηύθυνε ο Βέρντι το 1879 – σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρεμιέρα του «Ναμπούκο» – στον εκδότη του Τζούλιο Ρικόρντι, σηματοδοτεί μια από τις πλέον διαδεδομένες εκδοχές γύρω από τη γέννηση της όπερας η οποία θεμελίωσε τη μετέπειτα δόξα του δημιουργού. Παρ’ ότι μοιάζει μάλλον ωραιοποιημένη – προσαρμοσμένη στην αισθητική και στα πρότυπα του ρομαντισμού -, είναι ταυτόχρονα ενδεικτική του «μύθου» που περιέβαλλε τη σχέση του Βέρντι με το λιμπρέτο του «Ναμπούκο», έργο το οποίο επέλεξε εφέτος η Εθνική Λυρική Σκηνή για τη θερινή της παρουσία στο Ηρώδειο. Μια σχέση η οποία έχει καταγραφεί με διαφορετικούς τρόπους, γεγονός μάλλον φυσιολογικό αν εξεταστεί υπό το πρίσμα μιας σειράς παραγόντων: ο Βέρντι εκείνη την εποχή ήταν μάλλον άγνωστος και ως εκ τούτου οι πηγές είναι λίγες ενώ τόσο εκείνος όσο και ο λιμπρετίστας του Τεμιστόκλε Σολέρα βρίσκονταν στο Μιλάνο και έτσι δεν υπήρχε λόγος να ανταλλάσσουν επιστολές οι οποίες θα αποτελούσαν τεκμήρια αργότερα. Ο Σολέρα, εξάλλου, σε αντίθεση με άλλους λιμπρετίστες οι οποίοι αργότερα θα συνεργάζονταν με τον Βέρντι, είχε αρκετή θεατρική εμπειρία και προφανώς δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη βοήθεια προκειμένου να φτιάξει ένα πειστικό από δραματουργική άποψη κείμενο. Οι αιτίες της «διάνθισης» ωστόσο δεν περιορίζονται εδώ αφού, εκτός από τη σημασία του για τον ίδιο τον Βέρντι και ως εκ τούτου για την ίδια την εξέλιξη της λυρικής τέχνης, ο «Ναμπούκο» κατέλαβε συμβολική θέση για την υπό αυστριακή κατοχή Ιταλία του προπερασμένου αιώνα.
H γέννηση της όπερας
Παρά τις δυσκολίες που επισημάνθηκαν παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να απομονώσει δεδομένα τα οποία μοιάζουν σίγουρα. Μετά την επιτυχημένη πρεμιέρα του «Ομπέρτο», της πρώτης του όπερας, η οποία δόθηκε το 1839 στη Σκάλα του Μιλάνου, ο Βέρντι υπέγραψε συμβόλαιο με τον Μπαρτολομέο Μερέλι, ιμπρεσάριο στο ίδιο θέατρο, για τρία ακόμη έργα. H δεύτερη όπερά του, ωστόσο, με τίτλο «Μία ημέρα βασιλείας», υπήρξε παταγώδης αποτυχία, γεγονός που επέτεινε τη βαριάς μορφής κατάθλιψη από την οποία υπέφερε ο συνθέτης λόγω των αλλεπάλληλων τραγωδιών στη ζωή του: ο θάνατος της κόρης του Βιργινίας (1838), του γιου του Ιτσίλιο (1839) αλλά και της πρώτης γυναίκας του (1840).
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν ο Βέρντι είχε αρχίσει να αμφιβάλει σοβαρά για τις ικανότητές του και σκεφτόταν ακόμη και να εγκαταλείψει τη σύνθεση. Τότε ήταν που ο Μερέλι του πρότεινε το λιμπρέτο του Σολέρα, το οποίο είχε απορριφθεί από τον νεαρό πρώσο συνθέτη Οτο Νικολάι. Επιθυμώντας όμως να εκμεταλλευθεί τον θόρυβο από την επιτυχία ενός μπαλέτου με το ίδιο θέμα το οποίο είχε παρουσιαστεί το φθινόπωρο του 1838, ο Μερέλι αναζητούσε επίμονα έναν συνθέτη να το μελοποιήσει. Χρειάστηκαν ωστόσο αρκετοί μήνες ώστε να καμφθούν οι δισταγμοί του Βέρντι. Οσο για τη σύνθεση, άρχισε όχι από το περίφημο χορωδιακό «Va pensiero» («Πέτα σκέψη») – το οποίο επρόκειτο να τραγουδηθεί ως εθνικός ύμνος από τους υπόδουλους Ιταλούς και χρόνια αργότερα να συνοδεύσει τόσο τον Βέρντι όσο και τον Αρτούρο Τοσκανίνι στην τελευταία τους κατοικία – αλλά από τον θάνατο της Αμπιγκαΐλε, σκηνή η οποία αργότερα κόπηκε.
H σύνθεση της όπερας διήρκεσε μερικούς μήνες, ενώ η πρεμιέρα της δόθηκε στις 9 Μαρτίου 1842 στη Σκάλα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. H υπόθεσή της τοποθετείται στην περίοδο 605-562 π.X., την εποχή όπου αυτοκράτορας των Βαβυλωνίων είναι ο Ναβουχοδονόσωρ (Ναμπούκο), κυρίαρχος της γης των Ιουδαίων. Ο αυτοκράτορας αυτοανακηρύσσεται θεός προκαλώντας την οργή του Θεού των Ιουδαίων, ο οποίος τον τιμωρεί, και έτσι δίνεται η ευκαιρία στη θετή κόρη του, την αδίστακτη Αμπιγκαΐλε – ρόλο που κατά την πρεμιέρα ερμήνευσε η Τζιουζεπίνα Στρεπόνι, μετέπειτα δεύτερη σύζυγος του Βέρντι -, να πάρει την εξουσία στα χέρια της. Στη φυλακή πλέον ο Ναβουχοδονόσωρ αντιλαμβάνεται τις κακές προθέσεις της Αμπιγκαΐλε, προσεύχεται στον Θεό των Ιουδαίων και με τη βοήθειά του καταφέρνει να επιστρέψει στην εξουσία και να επιβάλει το δίκαιο.
H πολιτική διάσταση
Παρά την πολιτική σημασία που του απέδωσαν οι Ιταλοί, οι αυστριακοί κατακτητές μάλλον δεν διέκριναν στον «Ναμπούκο» τίποτε ανησυχητικό. Απόδειξη το γεγονός ότι η όπερα δεν συνάντησε προβλήματα με τη λογοκρισία της εποχής – από την οποία αργότερα ο Βέρντι θα δεινοπαθούσε: όχι μόνο δεν απαγορεύτηκε, αλλά θριάμβευσε ανενόχλητα σε όλη τη χώρα. Μετά τις οκτώ πρώτες παραστάσεις, την άνοιξη του 1842, επαναλήφθηκε το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς 57 φορές, ενώ σχεδόν αμέσως «ταξίδεψε» στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις: στη Βιέννη, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Και πάλι όμως όλα τα παραπάνω πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα μιας σειράς δεδομένων. Το γεγονός ότι ο Βέρντι υπήρξε φλογερός πατριώτης και αφοσιωμένος κήρυκας των εθνικών επιδιώξεων της πατρίδας του είναι βεβαίως αναμφισβήτητο. Το 1842 ωστόσο τα επαναστατικά κινήματα, που επρόκειτο να ξεσπάσουν έξι χρόνια αργότερα, ήταν ακόμη αρκετά μακριά, ενώ το γενικότερο κλίμα ρευστότητας που επικρατούσε στην Ιταλία δεν έδινε το δικαίωμα στους Αυστριακούς να ανησυχούν ιδιαιτέρως.
«Οι αρχές δεν διέκριναν τίποτε το ανησυχητικό σε μια έκφραση συλλογικότητας μέσα στα λογικά όρια – όπως έκριναν -, ακόμη και όταν αυτή στρεφόταν προς την κατεύθυνση του εθνικισμού» διαβάζουμε στο κείμενο του προγράμματος της Λυρικής. «Σε ό,τι αφορά το περίφημο χορωδιακό, υπήρχε το προηγούμενο της «Προσευχής» από τον «Μωυσή» του Ροσίνι. Στην περίπτωση του Βέρντι, βεβαίως, το μήνυμα γινόταν πιο έντονο. […] Οι Αυστριακοί αναγνώριζαν σε αυτό την ομολογία μιας κοινής ταυτότητας αλλά και τον θρήνο για έναν λαμπρό πολιτισμό που ανήκει στο παρελθόν. Δεν έβγαζαν όμως απαραίτητα κάποιο πολιτικό συμπέρασμα. Επιπλέον, είναι βέβαιο ότι την εποχή της σύνθεσης του έργου ο ίδιος ο Βέρντι δεν είχε επενδύσει στην παρτιτούρα όσα σήμερα της χρεώνονται περίπου αυθαίρετα» αναφέρεται σε άλλο σημείο.
Ο πρώιμος Βέρντι
Στο παραπάνω πλαίσιο ωστόσο είναι κοινός τόπος ότι ο «Ναμπούκο» υπήρξε η όπερα η οποία άλλαξε την τύχη του Βέρντι σηματοδοτώντας την πρώτη μεγάλη επιτυχία του. Παρ’ ότι, σύμφωνα με την άποψη της κριτικής, πρόκειται για μάλλον άνιση παρτιτούρα, με πολλές αρετές αλλά και εξίσου αρκετά λιγότερο αξιόλογα στοιχεία, το ύφος της πρώιμης δημιουργίας του Βέρντι καταγράφεται ξεκάθαρα. Ιδιαιτέρως ξεχωρίζει η δυναμική χρήση της χορωδίας, η οποία εν προκειμένω αναδεικνύεται σε ουσιαστικό πρωταγωνιστή του έργου. Αν και, γεγονός ασυνήθιστο για τον συνθέτη, ο «Ναμπούκο» δεν έχει σημαντικό ρόλο τενόρου, τόσο ο πρωταγωνιστικός ήρωας όσο και ο αρχιερέας Ζαχαρίας προσφέρουν πεδίο δόξης λαμπρόν για τον βαρύτονο και τον βαθύφωνο, αντίστοιχα. Οσο για την απαιτητική Αμπιγκαΐλε, αποτελεί πραγματική πρόκληση για την υψίφωνο.
H παράσταση της Λυρικής
Σε μουσική διεύθυνση του καλλιτεχνικού διευθυντή της, μαέστρου Λουκά Καρυτινού, και σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου παρουσιάζει από τις 9 ως τις 12 Ιουνίου τον «Ναμπούκο» στο Ηρώδειο η Εθνική Λυρική Σκηνή. Στον ομώνυμο ρόλο εναλλάσσονται οι βαρύτονοι Αλμπέρτο Μαστρομαρίνο και Μπόρις Στατσένκο, ενώ την Αμπιγκαΐλε ερμηνεύουν διαδοχικά η διεθνώς διακεκριμένη Μαρία Γκουλεγκίνα και η Λουτσία Ματζαρία. Οι βαθύφωνοι Φραντσέσκο Ελέρο ντ’ Αρτένια και Αντρέα Σιλβεστρέλι αποδίδουν τον ρόλο του αρχιερέα Ζαχαρία, του Ισμαήλ οι τενόροι Σταμάτης Μπερής και Δημήτρης Σιγαλός, και της Φενένα οι μεσόφωνοι Βικτόρια Μαϊφάτοβα και Μαρίτα Παπαρίζου. Οπως επισημαίνεται στο ανώτερο κείμενο πολύ σημαντική είναι η συμβολή της Χορωδίας, τη διεύθυνση της οποίας έχει η Φανή Παλαμήδη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης υπογράφει η Αγνή Ντούτση.