H αποικία των Ανδρίων στη Βόρεια Ελλάδα


Αφορμή για το σημερινό άρθρο στάθηκε πρόσφατο ταξίδι μου στην Καβάλα, όπου κατά τη διάρκεια της παραμονής μου είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Εκεί με υποδέχθηκε ο διευθυντής της ΙΗ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων και διευθυντής του Μουσείου κ. Ζήσης Μπόνιας. Ομως, εκτός της ξενάγησης στο Μουσείο, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μία άγνωστη για το ευρύ κοινό πολιτεία, την αρχαία Αργιλο.


Γεωγραφικά, η αρχαία Αργιλος βρίσκεται 4 χιλιόμετρα δυτικά των εκβολών του Στρυμόνα, σε απόσταση περίπου 6 χιλιομέτρων από την αρχαία Αμφίπολη. H πόλη καταλαμβάνει τον λόφο «Παλαιόκαστρο» και εκτείνεται σε έκταση περίπου 150 στρεμμάτων. Κατά τη φιλολογική παράδοση ιδρύθηκε στα 655 π.X. από Ανδρίους, γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι ανασκαφικές έρευνες. H Ανδρος είχε στην ευρύτερη περιοχή άλλες τρεις αποικίες, τη Σάνη, την Ακανθο και τα Στάγειρα, πατρίδα του Αριστοτέλη. H Αργιλος όμως ήταν η παλαιότερη αποικία στην αιγαιακή ακτή και η ανατολικότερη της Ανδρου.


Ο σκοπός της ίδρυσής της ήταν ο έλεγχος της εισόδου της κοιλάδας του Στρυμόνα, της πλούσιας σε αγροτικά προϊόντα, σε ξυλεία και σε μεταλλεύματα ενδοχώρας καθώς και του πλούσιου σε μεταλλεύματα όρους Δυσώρου. Για την περιοχή αυτή έδειξαν αργότερα ενδιαφέρον οι Θάσιοι, με την ίδρυση της Ηιόνας στα παράλια του Στρυμονικού κόλπου, οι Πέρσες στην έστω βραχύχρονη παραμονή τους στην περιοχή και φυσικά οι Αθηναίοι, μετά την κατάλυση του κράτους των Θασίων. Ωστόσο η Αθήνα μόλις στα 437 π.X. κατόρθωσε να εισχωρήσει στην περιοχή ιδρύοντας την Αμφίπολη στην ομώνυμη θέση, καθώς προηγουμένως είχε ηττηθεί κατά κράτος σε αιματηρούς αγώνες με τα θρακικά φύλα της περιοχής.


Οικονομική ευρωστία


Αρχικά οι κάτοικοι της Αργίλου ­ έχοντας το μονοπώλιο του ελέγχου της κοιλάδας του Στρυμόνα – χαιρέτισαν το γεγονός της ίδρυσης της Αμφίπολης. Το κλίμα βέβαια αναστράφηκε μόλις οι τελευταίοι αντιλήφθηκαν ότι η Αμφίπολη εξελισσόταν σε μεγάλο κέντρο της περιοχής με διαθέσεις απόλυτης κυριαρχίας, πολλώ μάλλον που ο έλεγχος ήταν απόλυτος και στους θαλάσσιους δρόμους του Βορρά, τόσο στο Αιγαίο όσο και στον δρόμο για τον πλούσιο Εύξεινο Πόντο.


Κι έτσι, ενώ στα χρόνια που δεν υπήρχε η Αμφίπολη η Αργιλος ήταν μια πόλη οικονομικά εύρωστη, μετέπειτα σταδιακά τίθεται στο περιθώριο μέχρις ότου στα τέλη του 3ου αιώνα π.X. ερημώνεται. Στο τελευταίο συνηγόρησε και η κατάληψη της πόλης από τον Φίλιππο B’ (357 π.X.) στο πλαίσιο εκστρατείας του στη Μακεδονία και στη Θράκη. H Αργιλος μετά από αυτήν την κατάληψη και καταστροφή δεν συνέρχεται και δεν ανοικοδομείται. H ακρόπολη είναι το μόνο τμήμα της πόλης που επανακατοικείται. Εδώ ακριβώς είναι και το σημείο όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ελληνιστικής εποχής καθώς και ανασκάφηκε ένα από τα σπουδαιότερα κτίσματα της πόλης.


Εντυπωσιακό τετράγωνο


Οι Μακεδόνες καταλαμβάνοντας την περιοχή μοίρασαν τη γη στους εταίρους του βασιλιά. Ενας από αυτούς, ο οποίος πήρε στην κατοχή του τη γη της Αργίλου, έκτισε το ενδιαίτημά του στην κορυφή του λόφου. Από τη θέση αυτή είχε οπτικό έλεγχο όλου του Στρυμονικού κόλπου και ορατότητα από τη Θάσο μέχρι το Αγιο Ορος και τις ακτές της Χαλκιδικής. Το ίδιο το κτίσμα ήταν εντυπωσιακό: τετράγωνο, με πλευρά 14 μ., χοντρούς τοίχους και δύο ορόφους. Στον όροφο κατοικούσε ο κύριος του οικήματος, στο ισόγειο υπήρχε μια πλήρης βιοτεχνική εγκατάσταση, ένα λιοτριβιό. Το κτίσμα είχε, για λόγους ασφαλείας, στενή πόρτα για να προστατεύεται τόσο ο κύριος του οικοδομήματος όσο και ο θησαυρός του ισογείου που ήταν το λάδι του οικισμού. Το οίκημα ήταν οργανωμένο κατά τα πρότυπα της ελληνικής κατοικίας: υπαίθρια αυλή στο κέντρο και γύρω γύρω δωμάτια. Μια σκάλα, εξ ολοκλήρου λίθινη, οδηγούσε στον όροφο. Στη δεξιά πλευρά του σπιτιού βρέθηκε ολόκληρη η εγκατάσταση του λιοτριβιού. Σώζεται μάλιστα στη θέση του το τροπείο όπου αλεθόταν ο καρπός ενώ στην αυλή βρέθηκαν δύο λίθινες μυλόπετρες. Σημειωτέον ότι το λιοτριβιό της Αργίλου είναι άψογα διατηρημένο. Το δε τροπείο είναι το παλαιότερο που μέχρι στιγμής έχει αναδείξει η αρχαιολογική σκαπάνη. Για τον λόγο αυτόν το Πολιτιστικό Ιδρυμα του Ομίλου Τραπέζης Πειραιώς κατασκεύασε αντίγραφό του για το Μουσείο Ελιάς και Λαδιού στη Σπάρτη.


Το ενδιαφέρον όμως δεν περιορίζεται μόνο στο οικοδόμημα αυτό. Στον νότιο τομέα της πόλης, που εκτείνεται από την παραλία ως τα ριζά του λόφου της ακρόπολης, έχουν ανασκαφεί δημόσια αλλά και ιδιωτικά κτίσματα. Επίσης έχουν αποκαλυφθεί τμήματα πλακόστρωτων δρόμων που οδηγούν από την περιοχή του λιμανιού ως την ακρόπολη. Ενας από αυτούς, πλάτους περίπου 5 μέτρων, διασχίζει τον νότιο τομέα, ενώ άλλος, μικρότερος, ελίσσεται μέσα στον οικισμό. Στην παρειά του μεγάλου δρόμου και με ανοίγματα σε αυτόν έχουν ανασκαφεί τέσσερα οικήματα (ιδιωτικά σπίτια και δημόσια οικοδομήματα). H χρονολόγησή τους εκτείνεται από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.X. μέχρι το έτος 357 π.X. Σ’ αυτά παρατηρούνται οικοδομικές φάσεις, που συνδέονται με μεγάλα ιστορικά γεγονότα, όπως το πέρασμα της στρατιάς του Ξέρξη, τα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου και η σαρωτική εκστρατεία του Φιλίππου B’. Τέλος, στην περιοχή του λιμανιού η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε σπίτια του 7ου αιώνα π.X., εποχή της πρώτης εγκατάστασης των ελλήνων αποίκων στον χώρο.


Οι άποικοι και οι ντόπιοι


H ανασκαφή των κτισμάτων του νότιου τομέα βοηθά στην κατανόηση του τρόπου που κτιζόταν μια ελληνική πόλη στον θρακικό χώρο. Πώς οι άποικοι συνυπήρχαν με τον ντόπιο πληθυσμό για περίπου 100 χρόνια και στη συνέχεια τον αφομοίωσαν πλήρως με αποτέλεσμα τα μεταγενέστερα χρόνια να γίνεται λόγος για καθαρά ελληνική πόλη σε περιοχή που έχει εξ ολοκλήρου εξελληνιστεί. Και ακόμη, πώς δημιουργείται ο οικιστικός ιστός μιας νησιωτικής αποικίας, που μεταφέρει στον νέο τόπο την αρχιτεκτονική των σπιτιών της και την οργάνωση του χώρου κατά τα πρότυπα της μητρόπολης, καθώς τα σπίτια της Αργίλου ανακαλούν οικήματα του αιγαιοπελαγίτικου τόπου και οι δρόμοι θυμίζουν σοκάκια νησιών. Αξιοθαύμαστη είναι και η οργάνωση της αποχέτευσης των ομβρίων υδάτων που φέρει αγωγούς οι οποίοι διασχίζουν τα οικήματα και ανοίγονται στους δρόμους.


Η εγκατάλειψη – και όχι καταστροφή – των κτισμάτων και το γεγονός ότι αυτά μπαζώθηκαν από χώματα που κύλησαν από την πλαγιά του λόφου βοήθησαν στο να διατηρηθούν οι τοίχοι τους σε ύψος που πολλές φορές ξεπερνά και τα 4 μέτρα και παράλληλα να διασωθούν σημαντικά στοιχεία που αποκαλύπτουν τον τρόπο κατασκευής των εσωτερικών χώρων τους (πατώματα, διακόσμηση στέγης κτλ.).


Πραγματικά εντυπωσιάστηκα από όλα αυτά. H ανασκαφή της Αργίλου είναι μια συστηματική ανασκαφική έρευνα, στο πλαίσιο κοινού ελληνοκαναδικού προγράμματος που ξεκίνησε το 1992 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αποσκοπεί στη διερεύνηση της αποίκησης του Βόρειου Αιγαίου και του τρόπου εγκατάστασης και στη συνέχεια προώθησης του ελληνικού στοιχείου τόσο στην παραλιακή ζώνη όσο και στη θρακική ενδοχώρα. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι απόλυτα ικανοποιητικά και δείχνουν τον τρόπο οργάνωσης της πόλης, τις σχέσεις της κατ’ αρχήν με το ντόπιο πληθυσμό αλλά και με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, από την Ανατολική και νησιωτική Ελλάδα μέχρι την Κόρινθο και φυσικά την Αττική.


Αργοί ρυθμοί της έρευνας


Οπως με πληροφόρησε ο κ. Μπόνιας, ο ρυθμός της έρευνας είναι σχετικά αργός τόσο για να εξασφαλίζονται τα ανασκαφικά δεδομένα όσο και γιατί η ίδια η ανασκαφή έχει και διδακτικό χαρακτήρα αφού εκπαιδεύει φοιτητές καναδικών, αμερικανικών και ευρωπαϊκών πανεπιστημίων αλλά και έλληνες πτυχιούχους αρχαιολόγους. Πέραν όμως του διδακτικού χαρακτήρα, σκοπός είναι η τελική διαμόρφωση του χώρου ώστε να αποδοθεί στους επισκέπτες. H διέλευση της Εγνατίας σε μικρή απόσταση από την αρχαία πόλη δίνει την ευκαιρία αξιοποίησης του αρχαιολογικού χώρου. H δε αξιοποίηση του αρχαιολογικού χώρου και η σύνδεσή του με τον νέο οδικό άξονα είναι επιβεβλημένη.


Αλήθεια όμως, ποια είναι η αρωγή του υπουργείου Πολιτισμού στις συστηματικές ανασκαφές που γίνονται στην περιοχή; Ποιες είναι οι ενέργειες που έχει κάνει για την προώθηση του αιτήματος της σύνδεσης του χώρου με την Εγνατία οδό; Και, τέλος, γιατί ο κύριος Βενιζέλος στην ιστοσελίδα του υπουργείου του δεν αφιερώνει ούτε μία γραμμή για τον τόσο σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο; Ελπίζω το ΥΠΠΟ και ο κ. Βενιζέλος να έχουν τουλάχιστον γνώση έστω του χώρου και του έργου που επιτελείται εκεί…


Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής, τ. υπουργός και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».