» Με γοητεύει να δίνω συνεντεύξεις »
«Αυτό που χρειάζομαι τώρα είναι μια αναπαυτική πολυθρόνα» λέει ο σερ Μπεν Κίνγκσλεϊ τεντώνοντας σαν κουρασμένο παιδί τα χέρια και απλώνοντας νωχελικά τα πόδια του στον καναπέ μιας πολυτελούς σουίτας του ξενοδοχείου «Ντόρτσεστερ» στο Λονδίνο. Ο Κίνγκσλεϊ ωστόσο δεν έχει σημάδια κόπωσης. Απεναντίας, ο διάσημος ηθοποιός δηλώνει ότι ακόμη και αυτό το κομμάτι της δουλειάς του (άχαρο για τους περισσότερους καλλιτέχνες) του προσφέρει ευχαρίστηση. Είναι απόγευμα – της περασμένης Δευτέρας – και από το πρωί ο πάλαι ποτέ κινηματογραφικός Γκάντι παραχωρεί συνεντεύξεις με αφορμή την ταινία «Σπίτι από άμμο και ομίχλη». Στο ιδιαίτερο αυτό κοινωνικό θρίλερ του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Βαντίμ Πέρελμαν (για το οποίο ο βραβευμένος με Οσκαρ βρετανός ηθοποιός διεκδικεί τη Χρυσή Σφαίρα) υποδύεται έναν ιρανό πρώην στρατιωτικό ονόματι Αμίρ Μπεράνι ο οποίος, έχοντας εγκαταλείψει την πατρίδα του συν γυναικί και τέκνοις, προσπαθεί να ξεκινήσει νέα ζωή στην Αμερική. Τα σχέδιά του θα χαλάσει μια πρώην τοξικομανής (Τζένιφερ Κόνελι) η οποία αρνείται να παραδεχθεί ότι το πατρικό της, εξαιτίας μιας γραφειοκρατικής ατασθαλίας, κατέληξε στον μετανάστη και άφησε εκείνη στον δρόμο…
Ο Κίνγκσλεϊ δηλώνει ιδιαιτέρως υπερήφανος γι’ αυτή την ταινία που βασίζεται στο ομότιτλο μπεστ σέλερ του Αντρέ Ντουμπούς (σύμφωνα με τον οποίο ο Αμίρ Μπεράνι σκιαγραφήθηκε με πρότυπο τον Κίνγκσλεϊ). «Ηθελα να λάβω μέρος στην αφήγηση αυτής της ιστορίας» λέει. «Μιλάει για την αγωνία του μετανάστη σε μια ξένη χώρα αλλά και για το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να νιώθει σαν μετανάστης στην ίδια την πατρίδα του. Ποιος δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με κάτι τέτοιο;».
– Στην υπόθεση ότι αυτή την ώρα βαριέστε μέχρι θανάτου θα συμφωνούσατε;
«Κάθε άλλο! Δεν βαριέμαι καθόλου».
– Το ρωτάω γιατί αυτή είναι μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις που δίνετε σήμερα και απ’ ό,τι ξέρω έχετε δώσει πολλές.
«Οντως έχω μιλήσει με πάρα πολλούς ανθρώπους. Οσο περνούν τα χρόνια όμως ανακαλύπτω ότι αυτή η διαδικασία των συνεντεύξεων με γοητεύει».
– Σας διαβεβαιώ ότι αυτό ακούγεται παράξενο και αρκετά ασυνήθιστο για ανθρώπους του χώρου σας.
«Αναρωτιέμαι για ποιον λόγο. Μου δίνεται το προνόμιο να μιλήσω σε πολλούς ανθρώπους για μια τέχνη που αγαπώ, για τη σημασία τού να λες ιστορίες, για τη θέση του δράματος στο μεγάλο σχήμα της ζωής, για τη δράση της σκηνοθεσίας και την τεχνική της υποκριτικής, για την αγάπη, για τον έρωτα, για τη ζωή, για τον θάνατο, για τη θρησκεία (σ.σ.: παύση αρκετών δευτερολέπτων, σκέφτεται). Ναι, θα έλεγα ότι αυτή ήταν μια πράγματι σπουδαία ημέρα για μένα. Θα μπορούσα να την πετάξω λέγοντας ότι βαριέμαι, ότι δεν θέλω να ακούσω άλλες ερωτήσεις. Θα ήταν όμως τρομερή σπατάλη».
– Εφόσον το επάγγελμά σας είναι η υποκριτική, θα ήταν λογικό να σκεφθεί κανείς ότι υποκρίνεστε ακόμη και όταν δίνετε συνεντεύξεις. Το κάνετε;
«Δεν νομίζω. H υποκριτική χρειάζεται έναν ήρωα – τον οποίο ο ηθοποιός οφείλει να υποδυθεί. Εν προκειμένω δεν έχω κανέναν ήρωα· έχω μόνο τον εαυτό μου. Επομένως θα το θεωρούσα σπατάλη χρόνου αν υποκρινόμουν».
– Δίνετε την εντύπωση ότι σας ενδιαφέρει πολύ να παίζετε ήρωες εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους. Λες και το κάνετε επίτηδες. Τι κοινό σημείο έχει ο Μπεράνι στο «Σπίτι από άμμο και ομίχλη» με τον «ψυχάκια» κακοποιό στο «Ερωτικό κτήνος» ή με τον εγκέφαλο του οργανωμένου εγκλήματος Μέιερ Λάσκι στο «Μπάγκσι»; Εχετε ανάγκη να παίζετε διαφορετικά πράγματα;
«Επιτρέψτε μου να σας πω ότι νομίζω πως υπάρχει κοινό σημείο σε όλους αυτούς τους ήρωες».
– Ασφαλώς! Υπάρχετε εσείς.
«Ναι. Υπάρχω εγώ και αυτό είναι σημαντικό. Γιατί μαζί με εμένα υπάρχουν το γούστο μου, η κρίση μου, η φαντασία μου, το σώμα μου, η φωνή μου, η πείρα μου με τη γλώσσα· ναι, υπάρχουν όλα αυτά τα πράγματα. Αν όμως κοιτάξουμε ένα ένα τα πρόσωπα που αναφέρατε θα δούμε ότι ο Μέιερ Λάσκι ήταν πατριάρχης (σ.σ.: χρησιμοποιεί τη λέξη και στα ελληνικά). Το ίδιο είναι και ο Μπερανί ο οποίος όμως ταυτοχρόνως είναι μαχητής, όπως και ο Ντον Λόγκαν του «Ερωτικού κτήνους», μόνο που αυτός έχει τρελαθεί. Αποψή μου είναι ότι σε όλους τους ήρωες που κάθε ηθοποιός έχει παίξει κατά κάποιο τρόπο υπάρχουν κοινά σημεία».
– Ας αλλάξουμε λίγο θέμα. Νιώθετε ότι η ζωή σας έχει αλλάξει από τη στιγμή που πήρατε τον τίτλο τού σερ;
«Ναι. Για το πώς ακριβώς όμως δεν είμαι απολύτως βέβαιος. Πάντως, όποτε πλέον ακούω να με αποκαλούν «σερ Μπεν», παρακολουθώ διαφορετικά τα όσα μου λένε. H προσοχή μου έχει αυξηθεί. Αυτό δεν έχει να κάνει με τους τίτλους, το πομπώδες ή τη ματαιοφροσύνη, αλλά με μια βαθύτερη υπευθυνότητα που νιώθω για τον εαυτό μου. Νιώθω υποχρέωση να απαντήσω προσεκτικά, σωστά και με ευγένεια. Ολη αυτή η διαδικασία γίνεται ασύνειδα».
– Γιατί νομίζετε ότι συμβαίνει αυτό;
«Γιατί, κατά τη γνώμη μου, αποκτώντας τον τίτλο τού σερ σε αυτή τη χώρα (σ.σ.: Βρετανία), νιώθεις αυτομάτως ότι σε έχουν αγκαλιάσει ο πολιτισμός και η γλώσσα της, και κατά μία έννοια γίνεσαι μέρος μιας αρχαίας παράδοσης. Το να γίνω σερ επειδή ως ηθοποιός λέω καλές ιστορίες σημαίνει ότι είμαι μέλος αυτής της αρχαίας παράδοσης. Γι’ αυτό το θεωρώ μεγάλη τιμή μου».
– Ακούγεται όμως βαρύ το φορτίο. Είναι;
«Είναι. Και δεν είναι. Αλλά ποιο το κακό στο φορτίο; Τα φορτία της ζωής μας – και κρίμα που δεν το γνωρίζουμε – μπορούν να γίνουν τα καλύτερα δώρα. Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σ’ εμάς είναι ένα φορτίο, μια ευθύνη, κάτι που πρέπει να κάνουμε».
– Πώς ακριβώς το εννοείτε;
«Πάρτε για παράδειγμα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Αν είσαι υπεύθυνος και ηθικός άνθρωπος, και αποφασίσεις να φροντίσεις το πάσχον πρόσωπο, η αφοσίωσή σου κατά μία έννοια είναι ένα φορτίο. Την ίδια στιγμή όμως τα χρόνια τα οποία θα αφιερώσεις στον άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα σου μπορούν να είναι τα καλύτερα της ζωής σου, γιατί θα έχουν αποφέρει κάτι πανέμορφο. Αν δεν είχες αυτό το φορτίο, δεν θα γνώριζες ποτέ την ομορφιά τού να προσφέρεις. H παροχή της ευχαρίστησης σε έναν άνθρωπο που αγαπάς – όποια κι αν είναι η κατάστασή του – είναι το καλύτερο δώρο για εκείνον αλλά και ένα στάδιο ωρίμανσης για σένα».
– Φορτίο είναι και αυτό που κουβαλάει ο ήρωας τον οποίο υποδύεστε στο «Σπίτι από άμμο και ομίχλη». Είναι Ιρανός, έχει εκδιωχθεί από την πατρίδα του και προσπαθεί να αρχίσει ξανά τη ζωή του στην Αμερική, όπου δυσκολεύεται. Κάποια στιγμή τον ακούμε να λέει: «Οι Αμερικανοί έχουν τα μάτια μικρού παιδιού, είτε όταν διασκεδάζουν είτε όταν καταστρέφουν». Ποια είναι η δική σας γνώμη;
«Είναι τα λόγια ενός κινηματογραφικού ήρωα και δεν θα ήθελα να τον κρίνω. Μπορώ να πω όμως ότι αντιλαμβάνομαι τη θέση του, τη σκοπιά του, την εξορία του, τον αφόρητο πόνο που νιώθει γιατί έχει χάσει την πατρίδα του. Οταν πονάς επειδή έχεις χάσει την πατρίδα σου νιώθεις παράπονο βλέποντας ότι η χώρα που σε φιλοξενεί δεν εκτιμά την προσπάθειά σου, τη μάχη σου. Δεν εκτιμά την απώλεια, την ελευθερία, τη δημοκρατία. Ισως εν τέλει τα λόγια του Μπεράνι αυτά ακριβώς να εκφράζουν. H ιστορία έχει αποδείξει ότι μόνο όταν ένα έθνος έχει βιώσει την απώλεια μπορεί να ωριμάσει αληθινά και να αποκτήσει διαφορετική αντίληψη όσον αφορά αυτή την έννοια, αντιμετωπίζοντας κατά προέκταση διαφορετικά τους λαούς που έχουν βιώσει την απώλεια. Από την εποχή του εμφυλίου πολέμου – και με την εξαίρεση της επίθεσης των Ιαπώνων στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν θέλετε και την πρόσφατη επίθεση στους Δίδυμους Πύργους -, δεν έχει γίνει ούτε μία μάχη σε αμερικανικό έδαφος. Αυτό που ο Μπεράνι προσπαθεί να πει είναι ότι οι Αμερικανοί δεν εκτιμούν αυτά που έχουν. Δεν εκτιμούν τη ζωή».
H ταινία «Σπίτι από άμμο και ομίχλη» διανέμεται από την Odeon ΑΕ και θα αρχίσει να προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από την Παρασκευή 16 Ιανουαρίου.