Πριν από λίγο καιρό επισκέφθηκα το Αρχαιολογικό Μουσείο του Αστρους. Ενα καλοβαλμένο και περιποιημένο μικρό μουσείο με πλούσια ευρήματα, πολλά από τα οποία προέρχονται από την έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού. Ηταν η πρώτη φορά που άκουγα για το κτίσμα αυτό – συγχωρέστε μου την άγνοια – και έτσι αποφάσισα να το επισκεφθώ. Η έκταση βρίσκεται στην Εύα, αρχαία Κώμη της Κυνουρίας, τέσσερα χιλιόμετρα ΒΔ του Αστρους και 1.500 μέτρα νοτιοανατολικά των Κάτω Δολιανών. Ενας ευγενικός φύλακας πρόθυμα με ξενάγησε. Εμεινα άφωνος θαυμάζοντας για πολλές ώρες, κάτω από τον θερμό αρκαδικό ήλιο, τα εκπληκτικά μωσαϊκά αλλά και τον πλούτο των αρχιτεκτονικών καταλοίπων του κτίσματος. Πλήρης απογοήτευση όμως με κατέλαβε διαπιστώνοντας ότι η ανάδειξη του λαμπρότερου και περικαλλέστερου έργου των ρωμαϊκών χρόνων στην Ελλάδα έχει αφεθεί… στην τύχη του.


Ο Ηρώδης Αττικός υπήρξε, αναμφισβήτητα, η σημαντικότερη προσωπικότητα των ρωμαϊκών χρόνων στην Ελλάδα. Εζησε από το 103 ως 179 μ.Χ., ήταν ρήτορας, φιλόσοφος, πολιτικός και η τεράστια περιουσία του τού έδωσε τη δυνατότητα να αναδειχθεί ως Μαικήνας της εποχής του. Ο Ηρώδης αποφάσισε να επεκτείνει την έπαυλη που κληρονόμησε από τον πατέρα του, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη στον ελλαδικό χώρο έπαυλη, εφάμιλλη των επαύλεων των ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ιταλία. Εκεί συγκέντρωσε ένα μεγάλος μέρος από τη συλλογή του σε έργα τέχνης της εποχής όπως και προγενέστερα, μετατρέποντάς την έτσι σε ένα είδος μουσείου αρχαίας τέχνης και σε καλλιτεχνικό και επιστημονικό ίδρυμα, αντάξιο των μεγάλων ιδρυμάτων της Ελληνιστικής Ανατολής.


Η έπαυλη της Εύας απέβη τελικώς τεράστιο συγκρότημα που ξεπερνά τα 20.000 τ.μ. Περιλαμβάνει μέγαρο, τεράστιο αίθριο με στοές, λουτρικό συγκρότημα και ιερό. Την κεντρική αυλή της περιέβαλλε μια τεχνητή τάφρος που έδινε την ψευδαίσθηση ενός ποταμού, πέρα από την οποία υπήρχαν οι στοές της έπαυλης.


Το εκπληκτικότερο όμως όλων είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα – η συνολική επιφάνεια των ως τώρα ανακαλυφθέντων υπερβαίνει τα 1.300 τ.μ. -, τα οποία κοσμούν τους σημαντικότερους από τους χώρους της έπαυλης. Λέγεται μάλιστα ότι τα ψηφιδωτά αυτά με τις διακοσμητικές και εικονιστικές παραστάσεις απαράμιλλης εικαστικής αρτιότητας αποτελούν τη μεγαλύτερη σχετική πινακοθήκη σε όλη την Ελλάδα. Αλλού απλά διακοσμητικά και γεωμετρικά σχέδια και θέματα εμπνευσμένα από τη ραψωδία Ρ της Ιλιάδας, αλλού παραστάσεις μικρών παιδιών που πατούν σταφύλια και η απεικόνιση των Αθλων του Ηρακλή ξετυλίγονται για χάρη των εκλεπτυσμένων καλεσμένων του ιδιοκτήτη και για τη χαρά των δικών μας ματιών. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές οι χρωματικές διαφορές που αποδίδουν τις επιθυμητές φωτοσκιάσεις οι οποίες τονίζουν τον όγκο των μορφών και δημιουργούν ψευδαίσθηση της τρισδιάστατης απεικόνισης. Η σπουδαιότητα της ανακάλυψης των ψηφιδωτών αυτών είναι πρωταρχική. Μας δίνει χαρακτηριστική εικόνα για τη ζωή και τον πολιτισμό στους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, είναι ένας μικρόκοσμος που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία αυτού του πολιτισμού, ο οποίος συνδέει τον Αρχαίο με το Μεσαιωνικό κόσμο.


Αυτή η κιβωτός των καλλιτεχνικών κειμηλίων καταστράφηκε επανειλημμένα από σεισμούς και βαρβαρικές επιδρομές και μετατράπηκε σε χριστιανικό ίδρυμα στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους. Από τότε συνεχίστηκε η καταστροφή του ως τη συστηματική του ανασκαφή όπου και αποκαλύφθηκαν εκατοντάδες γλυπτά και θραύσματα γλυπτών, που αποδεικνύουν τον συλλεκτικό και διακοσμητικό οίστρο του ιδρυτού της έπαυλης.


Είναι οδυνηρό το γεγονός ότι πολλά αριστουργήματα καταστράφηκαν εξαιτίας της αδιαφορίας και της ελαφρότητας που μας διακρίνει. Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν από τις συστηματικές ανασκαφές οι καλλιεργητές του χώρου όργωναν στις Στοές των ψηφιδωτών και ως το 1960 λειτουργούσε μέσα στα σπλάχνα της βίλας ένα μεγάλο ασβεστοκάμινο που αποτέφρωνε τους θησαυρούς της. Στα ψηφιδωτά μάλιστα της βόρειας στοάς ο ΟΤΕ είχε τοποθετήσει κολόνα τηλεφώνου καταστρέφοντας μέρος της παράστασης. Οι ανασκαφές κατέστησαν εφικτές χάρη στην ένταξη του έργου στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, γεγονός που προκαλεί την πικρή διαπίστωση ότι για να αξιοποιήσουμε τους θησαυρούς μας χρειάστηκε το έναυσμα από την Ευρώπη. Ωστόσο πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας ότι μόνο η καταγραφή και η έρευνα στους αρχαιολογικούς χώρους δεν αποτελεί εγγύηση για τη διατήρηση και την προστασία τους. Είναι αναγκαία η αξιοποίησή τους. Αντί όμως να αξιοποιήσουμε τους θησαυρούς που τόσο καιρό προστάτευε στα σπλάχνα της και στη συνέχεια απλόχερα μας αποκάλυψε η αρκαδική γη, τους καταστρέφουμε με την αδιαφορία και την απραγία μας.


Οι ανασκαφές


Για πρώτη φορά ο μεγάλος και εντυπωσιακός αυτός ερειπιώνας έγινε γνωστός το 1809 από τον άγγλο περιηγητή W. Leake. Ηταν η περίοδος που ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός οδηγεί τα βήματα των ταξιδευτών στην Αρκαδία των ονείρων τους. Γύρω στα 1850 επισκέφθηκε τη θέση ο Ε. Gurtius, ο οποίος και πρώτος αναφέρει ότι τα ερείπια που βλέπει δεν ανήκουν σε οικισμό αλλά σε κάποια έπαυλη. Ο ίδιος μεταφέρει επίσης την πληροφορία ότι ο πασάς της Πελοποννήσου Βελής έσκαψε την περιοχή για να βρει γλυπτά.


Η πρωτιά όμως στις έρευνες για κινητά ευρήματα που αφθονούσαν και ήταν ορατά γύρω ανήκει στους καλογήρους της Μονής της Λουκούς και ανάγεται στα προεπαναστατικά χρόνια.


Στις ημέρες μας μια μικρή ανασκαφή, σωστικού χαρακτήρα, έγινε το 1977 από τον αρχαιολόγο Γ. Σταϊνχάουερ, ενώ από το 1979 ως και το 1996 συστηματική έρευνα του χώρου διενήργησε ο έφορος Αρχαιοτήτων Δρ Θ. Σπυρόπουλος, ο οποίος φρόντισε για την απαλλοτρίωση της απαιτούμενης εκτάσεως καθώς και για τη συντήρηση του ανασκαμμένου χώρου.