Μυστικισμός και ψηφιακή τέχνη
Φανταστείτε ότι βρίσκεστε στην Πάδοβα του 1310 μ.Χ. Μόλις έχετε μπει στο παρεκκλήσι που έχτισε για την οικογένειά του ο πλούσιος ιδιώτης Ενρίκο Σκροβένι επάνω στα θεμέλια αρχαίας ρωμαϊκής αρένας. Με ένα βήμα περνάτε από το φως της ημέρας στο ημίφως ενός χώρου που δημιουργεί το δικό του θάμβος: τους τοίχους καλύπτουν λαμπερές νωπογραφίες του Τζιότο που απεικονίζουν σκηνές από τον βίο του Χριστού. Η εκφραστική κινητικότητα και η συναισθηματική φόρτιση των μορφών υπερβαίνουν τα όρια της στατικής απεικόνισης, με αποτέλεσμα να στέκεστε στο μέσον ενός «κινηματογραφικού αρχιτεκτονήματος» έξι αιώνες προτού εφευρεθεί ο κινηματογράφος. Τώρα βρίσκεστε στο Βερολίνο του 2002, στο Μουσείο Deutsche Guggenheim, όπου φιλοξενήθηκε πρόσφατα η τελευταία δουλειά του Μπιλ Βαϊόλα.
Ο χώρος είναι σκοτεινός και η μοκέτα στο δάπεδο σβήνει τους ήχους των βημάτων. Απευθείας επάνω στους τοίχους – όπως απευθείας επάνω στον υγρό γύψο ζωγραφίζονταν οι αναγεννησιακές νωπογραφίες – προβάλλονται πέντε ψηφιακά φιλμ με τίτλο «Going forth by day» («Προχωρώντας με το φως της ημέρας»).
Αριστερά σας – ή δεξιά σας, ανάλογα με το πού θα επιλέξετε να σταθείτε – το Μονοπάτι: μια αδιάκοπη ροή ανθρώπων που διασχίζουν ένα δάσος χωρίς ορατή προέλευση ή προορισμό. Μπροστά σας η Πλημμύρα: ένα σπίτι πλημμυρίζει εκ των έσω παρασέρνοντας ανθρώπους και αντικείμενα στα βίαια ορμητικά νερά του. Δεξιά σας το Ταξίδι: ένας ηλικιωμένος άνδρας ψυχορραγεί στο κρεβάτι του και μετά τον θάνατό του επιβιβάζεται σε βάρκα που αποπλέει προς το άγνωστο σκίζοντας την επιφάνεια μιας ονειρώδους λίμνης. Λίγο πιο πέρα Το πρώτο φως: αμίλητοι, εξαντλημένοι άνθρωποι στις όχθες μιας άλλης λίμνης ατενίζουν με βλέμμα παραιτημένο τα νερά που έπνιξαν ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ενώ έχουν αποκοιμηθεί, ξεπροβάλλει μέσα από το νερό η αγγελική μορφή του νεκρού, ο οποίος αναλαμβάνεται στους ουρανούς προκαλώντας ξαφνική μπόρα. Με το καθαρό φως της νέας ημέρας οι ζωντανοί ξυπνούν και φεύγουν. Πίσω σας η Γέννηση από τη φωτιά: ένα ανθρώπινο σώμα αιωρείται – ως ενήλικο έμβρυο – μέσα σε υγρό πυρ, σε μια κατάσταση μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, γέννησης και θανάτου.
Το ταξίδι της ζωής
Για τον Μπιλ Βαϊόλα το βίντεο είναι προέκταση της φύσης του. Ο ίδιος το περιγράφει ως μέρος του σώματός του που λειτουργεί ενστικτωδώς και ασύνειδα. Το αποτέλεσμα είναι έργα λυρικά, διαποτισμένα από μια αισθητική απαλλαγμένη από μεταμοντέρνα κλισέ «ρήξης» με τη συναισθηματική υπόσταση του κόσμου που μας περιβάλλει. Οπως λοιπόν ο Τζιότο εξανθρώπισε τις χριστιανικές μορφές γυρνώντας την πλάτη στη βυζαντινή αυστηρότητα, έτσι και ο Βαϊόλα απαρνείται την ψυχρή ομφαλοσκόπηση άλλων καλλιτεχνών.
Το «Going forth by day» μπορεί να ιδωθεί ως χωροχρονική τομή σε δύο επίπεδα: από τη μία ο Βαϊόλα χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά την πιο πρωτοποριακή ψηφιακή τεχνολογία για να ταξιδέψει τον θεατή στο μέλλον της τέχνης και από την άλλη ανοίγει έναν πολυεπίπεδο διάλογο με το παρελθόν της. Η γέννηση και ο θάνατος, η ζωή ως ταξίδι με άγνωστη αφετηρία και άγνωστο προορισμό, το «τέλος» του κόσμου και η αναγέννησή του, η αδιάσπαστη ροή της καθημερινότητας και η απότομη ανατροπή της, η πίστη ως η άλλη όψη της απελπισίας είναι θέματα που ανέκαθεν τον απασχολούσαν αλλά και συνειδητές αναφορές στην ιστορία της τέχνης. Εχοντας ζήσει στη Φλωρεντία και στη Σιένα ο Βαϊόλα επηρεάστηκε βαθιά από την ιταλική Αναγέννηση και ειδικά από τη fantasia, δηλαδή τη ρεαλιστική πάντοτε απεικόνιση του κόσμου, όχι όπως τον βλέπει το μάτι αλλά όπως τον εισπράττουν οι αισθήσεις. Πηγή έμπνευσης υπήρξαν οι νωπογραφίες του Τζιότο στην Πάδοβα (1310) και του Λούκα Σινιορέλι στο Ορβιέτο (1499-1504), ακριβώς γιατί αποτελούν το τρισδιάστατο πάντρεμα λόγου – ή φιλοσοφίας ζωής – και εικόνας που ο Βαϊόλα επιδιώκει στο έργο του. Ο διάλογος με το παρελθόν όμως δεν σταματά εκεί: η Κόλαση του Δάντη, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, το αιγυπτιακό Βιβλίο των Νεκρών, το ζεν και o βουδισμός έχουν διαμορφώσει τη βασική επιδίωξή του, όπως ο ίδιος τη συνοψίζει σε μια εξαιρετική συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στον ιστορικό τέχνης Τζον Χάνγκαρτ: «Δεν θέλω να περιγράψω μια εμπειρία στον θεατή, θέλω ο ίδιος να τη βιώσει μέσα από το έργο μου».
Η έκθεση στο Deutsche Guggenheim όμως φέρει το στίγμα μιας ιδιαίτερης συγκυρίας που ο Βαϊόλα ανάγει σε μεταφυσικό επίπεδο. Το έργο, κεντρικός άξονας του οποίου είναι το πριν και το μετά μιας «Αποκαλυπτικής» καταστροφής, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί όταν έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Οι εικόνες και η θεματολογία του «Going forth by day», σύμφωνα με τον ίδιο, «ξαφνικά απέκτησαν ζωή με τον πιο συγκλονιστικά προφητικό και συνάμα με τον πιο ελπιδοφόρο τρόπο. Πάντα πίστευα ότι το έργο τέχνης φωλιάζει σε μια κρυφή διάσταση, έξω από τον χρόνο, αλλά ποτέ πριν δεν είχα τόσο έντονη την αίσθηση της διαχρονικότητάς του».
Το ταλέντο του Μπιλ Βαϊόλα πάντως εκεί ακριβώς εντοπίζεται: στη χρήση ενός μέσου απολύτως ριζωμένου στο παρόν και στο μέλλον – της πλέον πρωτοποριακής ψηφιακής τεχνολογίας δηλαδή – για τη δημιουργία μιας τέχνης τόσο πανανθρώπινης και οικουμενικής που γίνεται σχεδόν α-χρονική.
Νέες τεχνολογίες εναντίον χρωστήρα
Χάπενινγκ πολυμέσων (multimedia performances), βίντεο αρτ (video art), βίντεο εγκατάσταση (video installation art), ψηφιακή τέχνη (digital art), διαδραστική ψηφιακή τέχνη (interactive digital art): οι σημερινοί πρωτοποριακοί και συχνά δυσνόητοι πειραματισμοί της τέχνης με τις νέες τεχνολογίες έχουν τις ρίζες τους στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ο μοντερνισμός των Μπρακ και Πικάσο θεμελιώθηκε επάνω στην «πάλη με τον καμβά», δηλαδή την προσπάθεια του καλλιτέχνη να ξεπεράσει τα όρια του παραδοσιακού του μέσου.
Μπορούμε να πούμε ότι το τέλος της τέχνης όπως την ξέραμε ήρθε όταν η ίδια αναγνώρισε πως δεν πρέπει να έχει συγκεκριμένη μορφή – τη στιγμή, δηλαδή, που ο Μαρσέλ Ντυσάν παρουσίασε ως έργο τέχνης ένα ουρητήριο, μετατοπίζοντας έτσι το κέντρο βάρους από το αντικείμενο στην έννοια και καθιστώντας την εξερεύνηση νέων μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης όχι μόνο δυνατή αλλά και αναγκαία. Το 1949 ο Αμερικανός Τζάκσον Πόλοκ έριξε μπογιά πάνω στον καμβά, ο Αργεντινός Λούσιο Φοντάνα τον έσκισε, ο Ιάπωνας Σόζο Σιμαμότο τον τρύπησε: το καλλιτεχνικό δρώμενο αποκτά πρωταρχική σημασία και η εξέλιξη της φωτογραφίας και του κινηματογράφου προσφέρει τη δυνατότητα καταγραφής του δρωμένου αυτού. Παράλληλα όμως με την εποχή της τηλεόρασης γεννάται και η ανάγκη των καλλιτεχνών να την υπονομεύσουν με τα ίδια της τα εργαλεία.
Το 1965 ο Κορεάτης Ναμ Τζουν Πάικ, ηγετικό μέλος του κινήματος Φλούξους και μέντορας του Βαϊόλα, τράβηξε σε βίντεο την επίσκεψη του Πάπα στη Νέα Υόρκη και μετά πρόβαλε το βίντεο σε κοινό ως χάπενινγκ. Η πρόθεση του δημιουργού έτσι επιβάλλεται αυθαίρετα στο – μπανάλ και μαζικό – μέσο βαπτίζοντάς το «τέχνη» και προσφέροντας τη νέα, μοναδική, δυνατότητα της επεξεργασίας και μεταμόρφωσης του ίδιου του χρόνου. Ηδη από το 1962 ο Ναμ Τζουν Πάικ είχε περιγράψει το έργο του ως «ούτε ζωγραφική ούτε γλυπτική αλλά χρονοτέχνη» περικλείοντας σε μία λέξη τη μεγάλη επανάσταση της χρήσης του κινηματογράφου, του βίντεο και αργότερα της ψηφιακής τεχνολογίας στον χώρο των εικαστικών τεχνών.
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ομάδες όπως οι βιεννέζοι ακτιβιστές δημιουργούν παραστάσεις που συνδυάζουν βίντεο, θέατρο, φωτογραφία, εγκατάσταση και χορό με σκοπό να σοκάρουν, να ανατρέψουν δεδομένα, να φέρουν το κοινό αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Ο Μπρους Νάουμαν, η Τζόαν Τζόνας, ο Νταν Γκρέιαμ, ο Βίτο Ακόνσι, ακόμη και ο Αντι Γουόρχολ με τις 60 ταινίες του εγκαινιάζουν έναν ριζοσπαστικό διάλογο με την κάμερα τοποθετώντας τον εαυτό τους στον ρόλο του αντικειμένου και τον φακό στον ρόλο του θεατή, ενώ ο ίδιος ο θεατής μετέχει πολλές φορές άμεσα στο δρώμενο παρακολουθώντας τον εαυτό του να παρακολουθείται και να παρακολουθεί. Από το 1980 ως σήμερα το βίντεο γίνεται το κατ’ εξοχήν μέσο καταγραφής μιας – συχνά σοκαριστικής για το κοινό – ενδοσκόπησης του καλλιτέχνη, η οποία όμως συνοδεύεται από τη συναισθηματική αποστασιοποίηση που χαρακτηρίζει ευρέως τον μεταμοντερνισμό.