Η αντοχή των απλών υλικών



Σκοτάδι και φως. Μολύβι και χαρτί. Με απλά, πρωτογενή υλικά, που συνθέτουν εικόνες απόλυτης οικονομίας, τα έργα του ζωγράφου Νίκου Μπάικα αναδύθηκαν από το σκοτάδι στο φως και επιβλήθηκαν στον χώρο. Η Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο της Κρήτης, κτίριο με τη δική του ταυτότητα, παραχώρησε την πρωτοκαθεδρία στα έργα του καλλιτέχνη για να γίνει το κέλυφος που τα φιλοξένησε. Το μεσαίο κλίτος της έμεινε σκοτεινό και κενό για να αναπτυχθούν τα έργα στα δύο πλάγια αλλά κυρίως στο υπερυψωμένο κέντρο και οι μεγάλες ασπρόμαυρες εικόνες ­ συνθέσεις απόλυτης οικονομίας, φαινομενικά απλές και άχρονες, στην πραγματικότητα όμως βαθιά φιλοσοφικές και αισθητικές, καθώς δεν αναπαριστούν τίποτε, μόνο μεταφέρουν τη σκέψη του καλλιτέχνη ­ τράβηξαν σαν μαγνήτης τα βλέμματα. Από την Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου, οπότε έγιναν τα εγκαίνια, ως τις 14 Νοεμβρίου, όσο θα διαρκέσει η έκθεση, τα έργα, που προέρχονται αποκλειστικά από τη συλλογή Ζαχαρία Πορταλάκη, πρωτοβουλία του οποίου ήταν η διοργάνωση, θα βρίσκονται εκεί καλώντας το κοινό σε επικοινωνία.


Μπορεί το σκοτάδι να είναι εκτυφλωτικό; Μπορεί το μαύρο να εκπέμπει φως; Ο Νίκος Μπάικας έχει προ πολλού απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, όταν για πρώτη φορά έσκυψε με το μολύβι του πάνω σε ένα λευκό χαρτί για να καλύψει εξαντλητικά την επιφάνειά του. Και η πυκνότητα της μολυβιάς έφερε την ένταση του σχεδίου. Και η ένταση έφερε τη λάμψη. Το χαρτί μετατράπηκε σε αστραφτερό μέταλλο και η εικόνα «βγήκε» από το λευκό της πλαίσιο αποκτώντας τη δική της οντότητα. Σε μια εποχή έκρηξης των πλαστικών αναζητήσεων ο Νίκος Μπάικας χαράσσοντας τον προσωπικό του δρόμο «επιστρέφει» στην απλότητα αναζητώντας μέσω αυτής την ουσία.


Γεννημένος το 1948, με σπουδές για ένα διάστημα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και εν συνεχεία στη Φλωρεντία, ο Νίκος Μπάικας οδηγήθηκε γρήγορα σε μια προσωπική εικαστική γλώσσα που θέλει να συνδυάζει τον λόγο με την εικόνα. Αρχισε να ασχολείται με την περφόρμανς και τη φωτογραφία αλλά και με τη συγγραφή μικρών κειμένων για να παρουσιάσει για πρώτη φορά τα σχέδιά του το 1977 με τη μορφή «σημειώσεων» πάνω σε χαρτί γραφομηχανής. Από την εποχή εκείνη ως σήμερα πολλά βέβαια έχουν αλλάξει. Η ανάγκη όμως της επιστροφής στα πρωταρχικά ζωγραφικά στοιχεία, αναζητώντας μια απάντηση στο ερώτημα, αν μπορούμε ακόμη να ζωγραφίσουμε και τι μπορεί να σημαίνει ακόμη σήμερα η εικονογραφία, παρέμεινε.


«Η ζωγραφική δεν είναι μόνο μια τέχνη πολύ παλιά αλλά και ένα πολύ παλιό επάγγελμα» έχει πει άλλωστε ο ίδιος. «Αυτό μπορεί να φανεί από το πλήθος των απαγορεύσεων στις οποίες υποχρεώνει η ίδια την ύπαρξή της. Οταν συχνά κατανοώ τη ζωγραφική ως ένα κοσμολογικό τέχνασμα, φθάνω πάντα στο τέλος της».


Μορφές παρουσιάζονται συχνά στα έργα του και δεν είναι μόνο άνθρωποι, είναι και ζώα, ούτως ή άλλως πάντως πρόκειται για μορφές-παραδείγματα και όχι για τα κλειδιά ενός εικονογραφικού κώδικα. Στόχος τους άλλωστε δεν είναι παρά η κίνηση του ενδιαφέροντος του θεατή σε περαιτέρω επίπεδα ανάγνωσης του έργου. Σε έναν πίνακα ο άνθρωπος κρέμεται ανάποδα με το κεφάλι στο νερό, σε έναν άλλον ο σκύλος βρίσκεται δεμένος στην άκρη του γκρεμού με το σκοινί του σε ένα δένδρο πιο χαμηλά. Το αναπόφευκτο έτσι είναι ορατό, όπως και η κινητοποίηση του θεατή.


«Η πτώση, η ανύψωση, η πτήση ως έννοιες στην απεικόνιση έχουν κάτι κοινό: τη συνεχή απόσταση από την επιφάνεια της γης» λέει ο Νίκος Μπάικας ανατρέχοντας στον Αναξιμένη που πίστευε ότι «η γη κολυμπάει στον αέρα». «Αυτό λοιπόν το πέρασμα της θέσης της γης από το νερό στον αέρα και ύστερα σε μία κίνηση κολυμβητή στον αέρα δεν μπορεί να είναι η εξέλιξη μιας σκέψης επάνω στον κόσμο αλλά η εξέλιξη ενός οργανισμού» προσθέτει. Για να συμπληρώσει: «Πολλές φορές όταν κοιτάζω έναν πίνακα σκέπτομαι πως το κάτω όριό του, δηλαδή η μία από τις τέσσερις πλευρές του, προσδιορίζει τη στάθμη του νερού, τη στάθμη μιας θάλασσας. Ετσι η λειτουργία της όρασης ταυτίζεται με τη λειτουργία της αναπνοής».


Ο ίδιος έστησε και την έκθεσή του στο Ηράκλειο δουλεύοντας επί μία εβδομάδα στους χώρους της παλιάς ενετικής εκκλησίας. Με εκθέσεις μεταξύ άλλων στο ενεργητικό του στη Βοστώνη, στο Σικάγο, στη Γενεύη, στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στα Documenta Κάσελ, στην Αμβέρσα και στη Ζυρίχη και με έργα του σε αρκετά ξένα μουσεία, δηλώνει παρ’ όλα αυτά: «Αν το μουσείο πρέπει να είναι ο χώρος των νεκρών δημιουργών, τότε θα πρέπει να είναι και ο χώρος όπου η πίστη του ζώντος καλλιτέχνη θα δοκιμάζεται τυραννικά αφού δεν μπορεί να αντισταθεί στην ύπαρξη της ρητορικής φόρμας που λέγεται μετωνυμία και που θα πρέπει να τη δεχθεί ως μορφή θυσίας».


Η έκθεση με τα έργα του Νίκου Μπάικα φιλοξενείται στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο και θα διαρκέσει ως τις 14 Νοεμβρίου.