Ο Μιχάλης Μαδένης διεκδικεί δίκαια, από τότε που ήταν σπουδαστής, τον τίτλο του «ανθρωποποιού». Η ανθρώπινη μορφή, ειδικότερα το γυμνό, και μάλιστα το ανδρικό γυμνό, συγκεντρώνει σχεδόν το αποκλειστικό ενδιαφέρον του νέου ζωγράφου με ευάριθμες παρασπονδίες.
Ο ήρωας του Μιχάλη Μαδένη είναι μοναχικός, αιχμάλωτος μέσα στην ίδια τη σφύζουσα αρτιμέλειά του, όπως οι γυμνοί έφηβοι του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλα Σιξτίνα. Μόνο που εκείνοι συστρέφονται και αγωνιούν, αιχμάλωτοι μιας αγωνίας με ρίζα υπαρξιακή και θεολογική. Εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια για τέτοιες προεκτάσεις. Η ανθρωπότητα του Μιχάλη Μαδένη δεν παραπέμπει σε μεταφυσικά διλήμματα και υπαρξιακές αγωνίες. Είναι εκεί με σάρκα και οστά, μια ανθρωπότητα αρχετυπική, παντοδύναμη αλλά αδρανής, αθάνατη και ταυτόχρονα θνητή. Είναι η εικόνα μας και μαζί η εικόνα του άλλου. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι έχει γράψει πως ο ζωγράφος δεν απεικονίζει τίποτε άλλο από τον εαυτό του. Γνωρίζοντας τον Μιχάλη Μαδένη, αυτή την ήρεμη δύναμη, από τα φοιτητικά του χρόνια, δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τον λόγο του μεγάλου ζωγράφου και στοχαστή.
Ο γυμνός άνδρας που πρωταγωνιστεί στη ζωγραφική του Μαδένη βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του. Είναι συνήθως εύσωμος και η ανατομία του μαρτυρεί εκρηκτική ρώμη. Η αδράνεια της πόζας είναι μόνο φαινομενική. Μια δυνητική επανάσταση φορτίζει με ένταση τα γεροχτισμένα μέλη. Η ισχυρή βούληση και μόνο κρατάει αυτούς τους γίγαντες αιχμάλωτους στον καμβά ενώ μοιάζουν έτοιμοι να αποδράσουν στον πραγματικό χώρο διεκδικώντας τη μοίρα τους στη δράση και στο δράμα της ζωής.
Αλλωστε ο ζωγράφος τοποθετεί τους ήρωές του κοντά στη ζωγραφική επιφάνεια, στο κατώφλι που χωρίζει τον φανταστικό από τον πραγματικό χώρο, εντείνοντας έτσι την αλήθεια τους. Αποφεύγω να πω την ψευδαίσθηση του πραγματικού. Γιατί ψευδαίσθηση δεν υπάρχει. Πρόκειται για όντα ζωγραφικά. Δομημένα με πρώτη ύλη μια παστόζικη χειρονομιακή πινελιά από καθαρό χρώμα που χτίζει «γλυπτικά» αλλά όχι τονικά την έξοχη ανατομία της ηρωικής αυτής ανθρωπότητας. Το ισχυρό σχέδιο υποστηρίζεται από μια αξιοθαύμαστη γνώση των χωροπλαστικών αξιών του χρώματος. Η κάθε πινελιά επωμίζεται έναν σύνθετο ρόλο: «σμιλεύει» γλυπτικά τη φόρμα με το σοφό ζύγισμα ψυχρών, θερμών και ενδιάμεσων τόνων.
Ολα είναι στη θέση τους. Το σώμα, όπως αναδύεται θερμό μέσα από τον χρωστήρα του ζωγράφου, φέρει μαζί του ως εκτόπισμα και ως «δικαίωμα στη ζωή» τον ζωτικό του χώρο. Αλλωστε εκεί, σ’ αυτή τη συνάντηση της φόρμας με τον χώρο, κρινόταν πάντα η καλή παραστατική ζωγραφική. Καθαρά και ζωηρά χρώματα περιβάλλουν τα γυμνά σώματα κρατώντας τα κοντά στην επιφάνεια, αγκαλιάζοντάς τα έτσι ώστε να μην απειλούν τη ζωτική τους επικράτεια. Η συνάντηση της σάρκας με αυτά τα περιβάλλοντα πεδία χρώματος δεν είναι ποτέ αδρανής. Οι χρωματικές εντάσεις, οι προβαλλόμενες σκιές και τα παλλόμενα περιγράμματα συνδέουν οργανικά τη φιγούρα με το πλαίσιό της.
Ο Μιχάλης Μαδένης σπούδασε από τον δάσκαλό του, τον Παναγιώτη Τέτση, την τέχνη να μεταφράζει τους όγκους και να ερμηνεύει τα παιχνίδια της σκιάς και του φωτός με καθαρό χρώμα. Σε αυτή τη μαθητεία οφείλει τον τιμητικό τίτλο του κολορίστα. Αλλά ο Παναγιώτης Τέτσης είναι ζωγράφος της φύσης, ζωντανής και «νεκρής», είναι ουσιαστικά ο τελευταίος τοπιογράφος της παλιάς φρουράς. Περιστασιακά και μόνο ζωγραφίζει ανθρώπους και τους ερμηνεύει κι αυτούς με τον ίδιο τρόπο που ζωγραφίζει τα τοπία του. Τους μεταφράζει σε χρωματικά συμβάντα.
Ο μαθητής του αντίθετα είναι «ανθρωποποιός». Ενδιαφέρεται ζωτικά για την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, την ανθρώπινη ουσία, και μεταβάλλει το χρώμα σε σφριγηλή και πάσχουσα σάρκα, σε ζωή. Κατά τούτο και μόνο μας θυμίζει τον Λούσιαν Φρόυντ, τον οποίο, όπως είναι φυσικό, συναριθμεί με τους δασκάλους του.
Εκθεση με έργα του Μιχάλη Μαδένη εγκαινιάζεται την Τρίτη 13 Μαρτίου στην γκαλερί Νέες Μορφές (Βαλαωρίτου 9).
Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.