Ενα πρωινό του 1929 ο Τζόζεφ Κένεντι, πατέρας του δολοφονηθέντος προέδρου Τζον Φ. Κένεντι, άκουσε με έκπληξη τον λούστρο που του γυάλιζε τα παπούτσια να του δίνει μια «εμπιστευτική πληροφορία» για το χρηματιστήριο. Ο Κένεντι σκέφτηκε: «Αν ο λούστρος μου γνωρίζει περισσότερα από εμένα, κάτι δεν πάει καλά στη χρηματιστηριακή αγορά». Την ίδια ημέρα πούλησε όλες τις μετοχές του και έτσι απέφυγε τη χρεοκοπία στο περίφημο κραχ που ακολούθησε λίγο αργότερα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η νότια άκρη του Μανχάταν, εκεί όπου βρίσκεται η Γουόλ Στριτ, ήταν τόπος συγκέντρωσης μάλλον περιθωριακών τύπων που ρισκάριζαν τα χρήματά τους στην αγοραπωλησία μετοχών. Το κοινό, εκτός από μερικούς νεόπλουτους, αδιαφορούσε για τις μετοχές. Ενδεικτικό είναι ότι, όταν το 1896 ο Τσαρλς Ντόου εισήγαγε τον δείκτη Dow Jones, τα κύρια άρθρα των εφημερίδων αναφέρονταν στις τιμές του χρυσού και του ασημιού αγνοώντας τον δείκτη που συχνά μονοπωλεί τα σημερινά πρωτοσέλιδα. Στη δεκαετία του ’20 όμως πολλά αμερικανικά νοικοκυριά ανακάλυψαν το χρηματιστήριο, το οποίο τότε ακόμη λειτουργούσε στο πεζοδρόμιο.
Η δεκαετία είχε ξεκινήσει δυσοίωνα: μια βόμβα είχε εκραγεί μπροστά στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης σκοτώνοντας 30 άτομα. Ο υπεύθυνος για τη βομβιστική επίθεση δεν βρέθηκε ποτέ (οι εφημερίδες κατηγόρησαν τους μπολσεβίκους και τους αναρχικούς) αλλά έγινε αιτία για να μετακομίσει, την επόμενη χρονιά, το χρηματιστήριο στο κτίριο της Γουόλ Στριτ όπου στεγάζεται ως σήμερα. Το 1924 το βιβλίο Οι μετοχές ως μακροχρόνια επένδυση του νεοϋορκέζου τραπεζίτη Εντγκαρ Λόρεν Σμιθ ενίσχυσε το ενδιαφέρον του κοινού για τις μετοχές. Ως το 1929 περισσότερες από ένα εκατομμύριο αμερικανικές οικογένειες είχαν μετοχές. Το ζοφερό 1929
Το κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο του 1929, γνωστό ως Μεγάλο Κραχ, ακολούθησε την περίοδο ανόδου και ευφορίας που είχε ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας και είχε κορυφωθεί τον Αύγουστο του 1929. Οι τιμές των μετοχών έπεφταν από τον Σεπτέμβριο, αλλά η πτώση τους άρχισε να γίνεται απότομη στις 18 Οκτωβρίου. Πραγματικός πανικός κατέλαβε τους επενδυτές στις 24 Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία πωλήθηκαν περίπου 13 εκατ. μετοχές (αριθμός ρεκόρ για την εποχή). Υστερα από εκείνη τη «Μαύρη Πέμπτη», ακολούθησαν μια «Μαύρη Δευτέρα» και μια «Μαύρη Τρίτη», κατά την οποία κινήθηκαν 16 εκατ. μετοχές και το χρηματιστήριο κατέρρευσε. Τη «βουτιά» του δείκτη μιμήθηκαν αρκετοί κατεστραμμένοι επιχειρηματίες, οι οποίοι αυτοκτόνησαν πηδώντας από τα παράθυρα των ουρανοξυστών που στέγαζαν τα γραφεία τους.
Τους μήνες πριν από εκείνη την αποφράδα «Μαύρη Τρίτη» 29 Οκτωβρίου 1929 οι πιο δημοφιλείς προσωπικότητες στις ΗΠΑ ήταν οι τραπεζίτες, οι χρηματιστές και οι οικονομολόγοι που συντηρούσαν την ευφορία και καλλιεργούσαν την εντύπωση ότι το χρηματιστήριο θα βρισκόταν σε μόνιμη άνοδο. Οσοι προειδοποιούσαν για τους κινδύνους αποκαλούνταν «Κασσάνδρες» και ελάχιστοι τους έδιναν σημασία. Μετά το Μεγάλο Κραχ οι ρόλοι αντιστράφηκαν: οι «Κασσάνδρες» έγιναν προφήτες και πολλοί πλούσιοι έγιναν φτωχοί μέσα σε μία ημέρα.
Η πτώση συνεχίστηκε σταθερά για χρόνια και οι μετοχές έχασαν ως και το 90% της αξίας τους. Το κραχ του 1929 έχει μείνει τόσο βαθιά εντυπωμένο στη συλλογική μνήμη εν μέρει επειδή επέσπευσε τη Μεγάλη Υφεση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και έπληξε για μία δεκαετία όλες τις βιομηχανοποιημένες χώρες. Την καταστροφή των μεμονωμένων επενδυτών ακολούθησαν η πτώχευση τραπεζών και η μείωση της ζήτησης για αγαθά άρα και της παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ένιωσε για τα καλά τις επιπτώσεις από το κραχ: η ελληνική οικονομία επλήγη επειδή βασιζόταν στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, για τα οποία μειώθηκε η ζήτηση, και στα εμβάσματα των μεταναστών, τα οποία άρχισαν να στραγγίζουν.
Ωστόσο το κραχ του 1929 είχε, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, μια «θεραπευτική» επίπτωση: έμεινε με ξεχωριστό τρόπο στη μνήμη του κόσμου και έτσι τις επόμενες δεκαετίες οι αγορές τίτλων χαρακτηρίστηκαν από τάξη. Χρειάστηκαν όμως 25 χρόνια για να ξαναπάρουν οι μετοχές την αξία που είχαν πριν από το κραχ: μόνο το 1954 κατάφερε ο Dow Jones να φθάσει στα επίπεδα του φθινοπώρου του 1929 ενώ μετά τη «Μαύρη Δευτέρα» του 1987 χρειάστηκαν μόλις δύο χρόνια για να σκαρφαλώσει ξανά η τιμή πολλών μετοχών στα προ του κραχ επίπεδα. Η «φούσκα της Ν. Θάλασσας»
Οπως ο Τζόζεφ Κένεντι αποδείχθηκε εξαιρετικά διορατικός το 1929, έτσι και ο μεγάλος επιστήμων Ισαάκ Νεύτων προέβλεψε το 1720 ότι θα έσπαγε η «φούσκα» της Εταιρείας της Νότιας Θάλασσας (South Sea Company) και πούλησε εγκαίρως τις μετοχές του αποκομίζοντας το σημαντικό για την εποχή κέρδος των 7.000 στερλινών. Σύντομα όμως καταλήφθηκε από μια «παράλογη έξαψη», όπως την περιέγραψε, και επανατοποθέτησε τα χρήματά του στις ίδιες μετοχές. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει 20.000 στερλίνες όταν τελικώς η «φούσκα» έσκασε. Ετσι ο εφευρέτης του νόμου της βαρύτητας «ανακάλύψε» με τον χειρότερο τρόπο τους νόμους του χρηματιστηρίου.
Η Εταιρεία της Νότιας Θάλασσας ιδρύθηκε το 1711 για να επιδοθεί στο εμπόριο, κυρίως σκλάβων, με τη Λατινική Αμερική. Οι μετοχές της άρχισαν να γίνονται ανάρπαστες επειδή οι επενδυτές πίστευαν ότι η εταιρεία θα εξασφάλιζε το μονοπώλιο στο εμπόριο με τη Λατινική Αμερική. Τελικώς η συμφωνία που υπεγράφη με την Ισπανία, η οποία ήλεγχε τότε την ήπειρο, ήταν πολύ λιγότερο ευνοϊκή από τις προσδοκίες: η Μαδρίτη επέβαλε φόρο στο εμπόριο σκλάβων και επέτρεψε στην εταιρεία να στέλνει μόνο ένα πλοίο τον χρόνο στη Λατινική Αμερική. Η επιτυχία του πρώτου ταξιδιού, το 1717, ήταν μέτρια αλλά η εμπιστοσύνη προς την εταιρεία ενισχύθηκε όταν την ανέλαβε προσωπικά ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ της Βρετανίας.
Η αξία των μετοχών της συνέχισε να ανεβαίνει και η επιτυχία της γέννησε άλλες 100 εταιρείες, οι οποίες ήλπιζαν ότι θα επωφελούνταν από την ανοδική πορεία των τιμών. Πολλές από τις εταιρείες αυτές πουλούσαν «αέρα κοπανιστό» ήταν λ.χ. εταιρείες ασφάλισης αλόγων ή κατασκευής νοσοκομείων για την ανατροφή νόθων παιδιών. Το 1720 η κυβέρνηση ψήφισε τον «Νόμο της Φούσκας» προκειμένου να βάλει τέρμα σε αυτή την κατάσταση, όχι τόσο για να προστατεύσει τους αφελείς όσο για να εξασφαλίσει το κερδοσκοπικό μονοπώλιο της Εταιρείας της Νότιας Θάλασσας. Οι μετοχές της τελευταίας συνέχισαν να ανεβαίνουν: από τις 128 στερλίνες τον Ιανουάριο του 1720 ξεπέρασαν τις 1.000 στερλίνες τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.
Το τέλος δεν άργησε να έρθει. Αρχισε όταν τα ανώτατα στελέχη της εταιρείας πούλησαν τις μετοχές τους για να εκταμιεύσουν τα κέρδη τους και κορυφώθηκε στο τέλος του 1720, όταν οι μετοχές άξιζαν μόλις 124 στερλίνες. Οι αγανακτισμένοι επενδυτές έκαναν δημόσιες συγκεντρώσεις και ζητούσαν την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων της Εταιρείας της Νότιας Θάλασσας. Αλλά όπως παρατήρησε πολύ εύστοχα έναν αιώνα αργότερα ο Τσαρλς Μακ Κέι, συγγραφέας του βιβλίου Ασυνήθιστες λαϊκές πλάνες και η τρέλα των μαζών, «κανείς δεν φαντάστηκε ότι το ίδιο το έθνος ήταν τόσο ένοχο όσο η εταιρεία. Κανείς δεν κατηγόρησε την ευπιστία και τη φιλαργυρία του λαού, την ταπεινωτική λατρεία του κέρδους». Το κόλπο του «Μισισιπή»
Οι βρετανοί επενδυτές της Εταιρείας της Νότιας Θάλασσας είχαν παρασυρθεί από τον πυρετό του κέρδους παραβλέποντας το ουσιαστικότερο στοιχείο: ότι η εταιρεία δεν εξασφάλισε το πολυπόθητο μονοπώλιο στο εμπόριο με τη Λατινική Αμερική. Και ας είχε προηγηθεί, λίγους μήνες νωρίτερα, η ίδια σχεδόν ιστορία στην άλλη πλευρά της Μάγχης. Το 1716 ο Σκωτσέζος Τζον Λο εξασφάλισε από το παλάτι της Γαλλίας την έγκριση να ιδρύσει μια τράπεζα και να εκδίδει τραπεζογραμμάτια. Το μόνο που έλειπε ήταν μια πηγή εσόδων σε σκληρό νόμισμα η οποία θα στήριζε την έκδοση των τραπεζογραμματίων.
Η πηγή βρέθηκε: ήταν η εταιρεία Mississippi, που αργότερα μετονομάστηκε σε Compagnie des Indes. Η εταιρεία αυτή υποτίθεται ότι θα αποκτούσε τα αποθέματα χρυσού που υπήρχαν στην αμερικανική Πολιτεία της Λουιζιάνας. Αποδείξεις για την ύπαρξη χρυσού δεν υπήρχαν (ούτε έχει βρεθεί χρυσός ως σήμερα στη Λουιζιάνα), αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα για τους φρενιασμένους επενδυτές εκείνης της εποχής. Οταν η εταιρεία εξέδωσε μετοχές, η ανταπόκριση ήταν τεράστια. Σκηνές αλλοφροσύνης διαδραματίζονταν στον δρόμο του Παρισιού όπου βρισκόταν το χρηματιστήριο και λέγεται ότι γυναίκες πουλούσαν ακόμη και το κορμί τους για να αποκτήσουν χρήματα για την αγορά μετοχών. Κανείς δεν φαινόταν να απασχολείται με το γεγονός ότι τα τραπεζογραμμάτια που εξέδιδε η τράπεζα στην οποία ανήκε η εταιρεία δεν υποστηρίζονταν από χρυσό αντίστοιχης αξίας. Τον Ιανουάριο του 1720 οι μετοχές της εταιρείας άξιζαν 36 φορές περισσότερο από την αρχική αξία τους, παρ’ ότι ούτε κόκκος χρυσού δεν είχε βρεθεί στη Λουιζιάνα.
Τον καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, λίγους μήνες πριν από το σπάσιμο της «φούσκας της Νότιας Θάλασσας» στη γειτονική Βρετανία, ήρθε το αναπόφευκτο τέλος στη Γαλλία. Λέγεται ότι όλα ξεκίνησαν όταν ο πρίγκιπας Ντε Κοντί αποφάσισε να στείλει τα τραπεζογραμμάτιά του στην τράπεζα για να τα εξαργυρώσει σε χρυσό. Πολλοί θέλησαν να τον μιμηθούν, θεωρώντας ότι ήταν προτιμότερο να κρατούν στα χέρια τους χρυσό παρά χαρτιά. Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών, η τράπεζα μοίρασε φτυάρια σε ζητιάνους για να περιφέρονται στους δρόμους του Παρισιού παριστάνοντας ότι αναχωρούσαν για τη Λουιζιάνα για την εξόρυξη χρυσού. Οταν ο κόσμος αντιλήφθηκε ότι οι χρυσοθήρες αυτοί παρέμειναν ζητιάνοι στο Παρίσι, ένα αγανακτισμένο πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από τα γραφεία της τράπεζας. Δεκαπέντε άτομα έχασαν τη ζωή τους στις συμπλοκές που ξέσπασαν τον Ιούλιο του 1720, ώσπου βγήκε μια ανακοίνωση ότι όχι μόνο οι μετοχές αλλά ούτε και τα τραπεζογραμμάτια μπορούσαν να ανταλλαγούν με χρυσό. Ανθρωποι που πίστευαν ότι είχαν γίνει εκατομμυριούχοι βρέθηκαν ξαφνικά πάμφτωχοι. Την ίδια τύχη είχε και ο Λο, που πέθανε αδέκαρος στη Βενετία. Τουλιπομανία
Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί δεν είχαν πάρει κανένα μάθημα από το πάθημα των Ολλανδών έναν αιώνα νωρίτερα, όταν η τιμή του βολβού της τουλίπας ανέβηκε στα ύψη, για να καταρρεύσει παρασύροντας μαζί της πολλές περιουσίες. Οι τουλίπες εισήχθησαν στην Ευρώπη από την Τουρκία γύρω στο 1550 και σύντομα αναδείχθηκαν σε δημοφιλές, αν και ακριβό, λουλούδι. Η ζήτηση για τουλίπες διαφόρων χρωμάτων ξεπέρασε την προσφορά και οι τιμές των βολβών σπάνιων ποικιλιών εκτινάχθηκαν στα ύψη.
Ως το 1610 ένας και μοναδικός βολβός κάποιας νέας ποικιλίας τουλίπας (υπάρχουν 160 ποικιλίες) ήταν αρκετός για να προικίσει μια νύφη. Βολβοί λέγεται ότι ανταλλάχθηκαν με άμαξες, ακόμη και με μια ολόκληρη ανθηρή ζυθοποιία. Η μανία κορυφώθηκε στην Ολλανδία το διάστημα 1633-1637. Ως τότε το χρηματιστήριο του Αμστερνταμ, που είχε ιδρυθεί στις αρχές του αιώνα και ήταν το πρώτο στην Ευρώπη, συγκέντρωνε σοβαρούς επενδυτές. Δεν άργησε όμως να γίνει ο χώρος στον οποίο σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη έκρηξη κερδοσκοπίας στην ιστορία. Πριν από το 1633 το εμπόριο τουλίπας ήταν ένας τομέας για καλλιεργητές και ειδικούς, αλλά η σταθερή αύξηση των τιμών των βολβών παρακίνησε πολλές οικογένειες της μεσαίας και της εργατικής τάξης να κερδοσκοπήσουν στην αγορά αυτή.
Σπίτια, κτήματα και επιχειρήσεις πουλήθηκαν ή υποθηκεύτηκαν προκειμένου οι ιδιοκτήτες τους να εξοικονομήσουν χρήματα για να αγοράσουν βολβούς οι οποίοι μπορούσαν εύκολα να καλλιεργηθούν και να προσφέρουν ακόμη περισσότερους πολύτιμους βολβούς. Οι βολβοί αγοράζονταν και πωλούνταν αμέσως σε ακριβότερη τιμή, ξανά και ξανά, χωρίς καν να έχουν ξεμυτίσει από το χώμα. Το χρηματιστήριο του Αμστερνταμ δημιούργησε ειδικούς χώρους για την αγοραπωλησία τουλίπας και σύντομα το μιμήθηκαν και άλλες ολλανδικές πόλεις. Ολοι συμμετείχαν στην τουλιπομανία: καλλιτέχνες, αγρότες, ευγενείς, υπηρέτες και καπνοδοχοκαθαριστές. Το 1636 ένας βολβός τουλίπας κόστιζε ως και 4.600 φιορίνια, ενώ ένα πρόβατο μόλις 10 φιορίνια.
Το αναπόφευκτο κραχ σημειώθηκε τον Φεβρουάριο του 1637, όταν εκφράστηκαν οι πρώτες αμφιβολίες για το αν η τιμή των βολβών θα συνέχιζε να αυξάνεται. Σχεδόν εν μια νυκτί η τιμή τους κατέρρευσε, γιατί ξαφνικά όλοι ήθελαν να πουλήσουν και κανείς να αγοράσει. Πολλές ολλανδικές οικογένειες καταστράφηκαν και η οικονομία της χώρας εισήλθε σε περίοδο ύφεσης. Η «Μαύρη Δευτέρα»
Το καλοκαίρι του 1987 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν όρισε τον Αλαν Γκρίνσπαν διοικητή της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ. Μόλις δύο μήνες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έπεσε 23% και η 29η Οκτωβρίου 1987 έμεινε στην Ιστορία ως «Μαύρη Δευτέρα». Περιουσίες εξαφανίστηκαν και επαναλήφθηκαν οι σκηνές που σημειώνονται έξω από κάθε χαμένο χρηματιστήριο, μη εξαιρουμένης της Σοφοκλέους: ορισμένοι επενδυτές επιτέθηκαν στους χρηματιστές τους κατηγορώντας τους για τη ζημιά που υπέστησαν.
Η υστερία που εξαπλώθηκε σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου (ο βρετανικός δείκτης FTSE έχασε 25% σε 48 ώρες) καλλιεργήθηκε και από τα δημοσιεύματα σοβαρών εφημερίδων, οι οποίες αμέσως μετά τη «Μαύρη Δευτέρα» άρχισαν να δημοσιεύουν γραφήματα με τις ομοιότητες μεταξύ των κραχ του 1929 και του 1987, ενώ επιφανείς οικονομολόγοι επιδίδονταν σε παρόμοιους παραλληλισμούς. Πολλοί προέβλεπαν ότι θα ακολουθούσε μεγάλη ύφεση, όπως το 1929. Διαψεύστηκαν.
Η διαφορά μεταξύ της «Μαύρης Δευτέρας» και του Μεγάλου Κραχ ήταν ότι στη δεκαετία του ’80 η αμερικανική οικονομία αναπτυσσόταν ενώ στη δεκαετία του ’20 συρρικνωνόταν. Οπως το τοποθέτησε πολύ γλαφυρά ένας από τους χρηματιστές της Γουόλ Στριτ, οι φόβοι του ότι θα ακολουθούσε περίοδος ύφεσης μετά τη «Μαύρη Δευτέρα» καθησυχάστηκαν όταν πετώντας επάνω από το Κλίβελαντ είδε τις υψικαμίνους των εργοστασίων να καπνίζουν. Η βεβαιότητά του ότι δεν θα ακολουθούσε ύφεση ενισχύθηκε όταν άνοιξε μια τοπική εφημερίδα του Κλίβελαντ και είδε ότι περιείχε 14 σελίδες με αγγελίες για ζήτηση εργατικών χεριών. Μόλις δύο χρόνια χρειάστηκαν για να καλύψουν οι περισσότεροι επενδυτές τις ζημιές τους. Στην πραγματικότητα η «Μαύρη Δευτέρα» είχε προβολή δυσανάλογη με τον πόνο που προκάλεσε.
Οι αιτίες του κραχ ήταν πολλές, αλλά η κυριότερη ήταν ότι η αγορά δεν είχε «διορθωθεί» επί έναν χρόνο και είχε διορθωθεί ελάχιστα τα προηγούμενα έξι χρόνια. Πριν από τη «Μαύρη Δευτέρα» πολλοί επενδυτές ανέμεναν από τις μετοχές τους μόνιμη απόδοση της τάξεως του 15%-20%. Το κραχ τούς δίδαξε «χρηματιστηριακό ρεαλισμό» και τους έκανε σοφότερους ώσπου να ξεχαστεί το μάθημα και να έρθει μια νέα γενιά άπειρων επενδυτών.
Ανάμεσα στους χαμένους του 1987 ήταν και ο διάσημος χρηματιστής Τζορτζ Σόρος, ο οποίος είχε προβλέψει ότι επίκειτο κραχ αλλά το είχε τοποθετήσει στο Τόκιο (του οποίου το χρηματιστήριο επηρεάστηκε τελικώς λιγότερο από τα υπόλοιπα). Στους «κερδισμένους» αντιθέτως ανήκει ο κ. Γκρίνσπαν, του οποίου η φήμη ενισχύθηκε λόγω της επιτυχημένης παρέμβασής του για να αποσοβηθεί η κρίση. Οι τίγρεις της ΝΑ Ασίας
Η οικονομική κρίση της Νοτιοανατολικής Ασίας άρχισε τον Ιούλιο του 1997 με την υποτίμηση του μπατ, του νομίσματος της Ταϊλάνδης. Μετά την Ταϊλάνδη, οι λεγόμενες «ασιατικές τίγρεις», δηλαδή οι χώρες των οποίων οι οικονομίες ήταν ως τότε εξαιρετικά δυναμικές, άρχισαν να υποκύπτουν η μία μετά την άλλη. Μέσα σε έναν χρόνο τίποτε δεν είχε μείνει ίδιο στη Νοτιοανατολική Ασία. Στην Ινδονησία, που είχε εκπλήξει τους πάντες καταφέρνοντας να μειώσει δραστικά τη φτώχεια, το ποσοστό των φτωχών ανέβηκε από 11% σε 40%. Η Νότια Κορέα, το υπερήφανο νέο μέλος του κλαμπ των πλουσίων, μπήκε στην ουρά για δάνεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Εναν χρόνο μετά την κρίση τα νομίσματα των περισσότερων «τίγρεων» είχαν χάσει από 30% ως 70% της αξίας τους. Σήμερα οι ουρανοξύστες που έχουν μείνει μισοκτισμένοι σε πόλεις ανά την Ασία αποτελούν μια οδυνηρή υπενθύμιση της κρίσης του 1997.
Αλλά η οικονομική κρίση είχε ορισμένες θετικές επιπτώσεις: αποτέλεσε τον καταλύτη για να απαιτήσουν οι λαοί της περιοχής την εισαγωγή δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και την πάταξη της διαφθοράς. Η Ταϊλάνδη, η πρώτη από τις «τίγρεις» που ανέβηκε και η πρώτη που κατέρρευσε, ήταν και η πρώτη που εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στο διεφθαρμένο και νεποτιστικό σύστημά της. «Η κρίση μάς άνοιξε τα μάτια» δηλώνουν οι Ταϊλανδοί αν και το μάθημα ήταν σκληρό: πολλές από τις 4.000 αυτοκτονίες που καταγράφηκαν στην Ταϊλάνδη το 1997 είχαν αιτία την κρίση. «Δεν είχαμε ιδέα για κοινωνικά δίχτυα ασφαλείας, τραπεζικές μεταρρυθμίσεις, πραγματική δημοκρατία. Το μόνο που κάναμε ήταν να αγοράζουμε και να δανειζόμαστε. Οι νεόπλουτοι αγόραζαν ακριβά αυτοκίνητα, 40 ζευγάρια παπούτσια, τα πάντα. Οταν η «φούσκα» έσκασε, ο κόσμος έμαθε να απαιτεί τα δικαιώματά του».
Πολλές ελίτ που κυβερνούσαν αυταρχικά τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας αναγκάστηκαν να παραδώσουν την εξουσία. Πιο γνωστό είναι το παράδειγμα της Ινδονησίας, όπου ο πρόεδρος Σουχάρτο, ο οποίος κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή επί 30 χρόνια, ανατράπηκε από τις λαϊκές εξεγέρσεις. Ο Σουχάρτο είχε τον απόλυτο έλεγχο του στρατού και όλων των μοχλών της εξουσίας αλλά δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τον αναπάντεχο εχθρό που παρουσιάστηκε, την αγορά.
Σήμερα οι οικονομίες των περισσότερων «τίγρεων» δεν έχουν ακόμη ανακάμψει από την κρίση του 1997. Η κρίση όμως που ξεκίνησε από τα ασιατικά χρηματιστήρια δεν έγινε ποτέ παγκόσμια. Αν και κάποια στιγμή πολλοί φοβήθηκαν ότι θα εξαπλωνόταν σε όλα τα χρηματιστήρια, από τη Νέα Υόρκη και τη Φραγκφούρτη ως τη Λατινική Αμερική, οι φόβοι τους δεν επαληθεύτηκαν. Τα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο υπέστησαν ένα μικρό σοκ, αλλά η κρίση περιορίστηκε τελικώς στην Ασία.