Χόρτασε τον έρωτα και την κοσμική ζωή αλλά δεν πρόλαβε να δει τα έργα της να μοσχοπουλιούνται στις δημοπρασίες και τους κριτικούς να γράφουν εγκώμια για τη ζωγραφική της. Ο κόσμος ανακάλυψε αργά όπως συμβαίνει πάντα το ταλέντο της Ταμάρα ντε Λεμπίτσκα
Εν ζωή γνώρισε τη δόξα και το χρήμα αλλά όχι την καλλιτεχνική αναγνώριση. Αυτή ήρθε μετά θάνατον. Η Ταμάρα ντε Λεμπίτσκα έζησε έντονα ως την τελευταία στιγμή, όταν παρά τα 80 της χρόνια δεν έπαυε να αποζητά τον έρωτα και τις κοσμικές συναναστροφές. Την ανακάλυψαν ξανά προσφάτως στις δημοπρασίες έργων τέχνης οι αστέρες του Χόλιγουντ και άρχισαν να συλλέγουν μανιακώς τους πίνακές της, ανεβάζοντας τη ζωγραφική αξία τους στα ύψη. Τα γυμνά της, που μέχρι πρότινος είχαν απορριφθεί από τους τεχνοκριτικούς ως σοφτ πορνό, συγκαταλέγονται τώρα στα πλέον περιζήτητα έργα της ζωγραφικής του 20ού αιώνα και η δημιουργός τους καταλαμβάνει τη θέση που της αξίζει στο πάνθεον των σημαντικότερων ζωγράφων της εποχής, πλάι στον Νταλί και στον Λεζέρ.
Γεννήθηκε στη Ρωσία ή στην Πολωνία μεταξύ 1894 και 1902. Γόνος πλούσιας οικογένειας με μητριαρχική παράδοση, μεγάλωσε στον ροζ, γυάλινο κόσμο της μεγαλοαστικής τάξης και παντρεύτηκε έναν γοητευτικό Ρώσο της καλής κοινωνίας, τον Ταντέους Λέμπικι. Το ζευγάρι ξέφυγε από τους οργισμένους μπολσεβίκους και μετανάστευσε στο Παρίσι μαζί με όλη την έκπτωτη αριστοκρατία τής πάλαι ποτέ τσαρικής Ρωσίας.
Ζωγραφική τη μέρα, φλερτ το βράδυ
Αφραγκη, με τον γάμο της να πνέει τα λοίσθια και έναν σύζυγο να τη χτυπάει, αποφάσισε να δουλέψει. Πού όμως; Η μόνη αξιοπρεπής εργασία για κοπέλες της τάξης της εκείνη την εποχή ήταν το μόντελινγκ σε οίκους μόδας. Η χυμώδης Ντε Λεμπίτσκα ήταν όμως ακατάλληλη για τα λεπτεπίλεπτα πρότυπα της Σανέλ. Ακολουθώντας την προτροπή της αδελφής της να αξιοποιήσει το ταλέντο της στη ζωγραφική, αποφάσισε να πάει σε μια κρατική Σχολή Καλών Τεχνών. Είχε βρει τον εαυτό της. Περνούσε ατέλειωτες ώρες στο Λούβρο μελετώντας τη χρήση του φωτός στους πίνακες των ολλανδών ζωγράφων και τη ζωντάνια του χρώματος στους ιταλούς. Μελετούσε τους κυβιστές, τους μοντερνιστές και τον Πικάσο, για να συνθέσει στο τέλος ένα δικό της στυλ που αντλούσε έμπνευση από όλα, δίχως να αντικατοπτρίζει όμως φανερές επιρροές από κανέναν. Αφήνοντας στο περιθώριο τον πρώην μεγάλο της έρωτα και σύζυγό της, έδωσε τον καλύτερο εαυτό της στην τέχνη και στην μποέμικη ζωή. Ζωγράφιζε λαίμαργα την ημέρα, φλερτάριζε και γύριζε στα μπαρ τις νύχτες. Εβρισκε όμορφες γυναίκες και άντρες στον δρόμο και στα παρισινά καφέ και τους πρότεινε να της ποζάρουν. Η φιλήδονη και εντυπωσιακή στην εμφάνιση ζωγράφος δεν έμενε ωστόσο εκεί: της άρεσε να κατακτά τα μοντέλα της και να κοιμάται μαζί τους. Στο ξέφρενο Παρίσι του Μεσοπολέμου η εκκεντρική Ρωσίδα ταίριαξε απόλυτα. Τέτοια ήταν η υπερένταση και η ανυπομονησία της να κατακτήσει την Πόλη του Φωτός, που χρειαζόταν τη βοήθεια ηρεμιστικών για να κοιμάται τα βράδια. Λάτρευε τα κοσμικά πάρτι, το θέατρο, την όπερα και τα καμπαρέ. Συμμετείχε στα περιβόητα όργια των παρισινών καλλιτεχνικών κύκλων. Το παιχνίδι της σαγήνης ήταν για εκείνη τόσο ελκυστικό όσο και η τέχνη της. Παράλληλα δούλευε πυρετωδώς.
Την ώρα που ο άντρας και η μικρή κόρη της κοιμούνταν στο σπίτι εκείνη έψαχνε ερωτικές εμπειρίες στα σκοτεινά κλαμπ του Σηκουάνα και στα κρεβάτια των αστικών οίκων. Ηταν και η ίδια μια φιγούρα που δεν περνούσε απαρατήρητη: με τη μακριά πίπα της από ελεφαντοστό και τα μεγάλα ζεστά μάτια της καθήλωνε τους συνομιλητές της και μετά τους αποπλανούσε. Ηταν ένα «κακό κορίτσι».
Τις σεξουαλικές συνευρέσεις της συνόδευε συνήθως η κοκαΐνη. Είχε ήδη γίνει η πολυσυζητημένη περσόνα του Παρισιού της δεκαετίας του ’20 και αυτό ήταν ίσως που στιγμάτισε το έργο της ως μη σημαντικό. Τα κουτσομπολιά και τα σκάνδαλα της γκλάμορους ζωής της δημιούργησαν στον κόσμο την εντύπωση ότι η Ντε Λεμπίτσκα ήταν πολύ «ελαφριά» για να την πάρει κανείς στα σοβαρά.
Εκείνη από την πλευρά της ένιωθε πάντα περήφανη που δοκίμασε τα πάντα, όπως έλεγε, υπονοώντας ότι ως καλλιτέχνις όφειλε να το κάνει. Απολάμβανε τις χάρες και των δύο φύλων, αν και η βιογράφος της θεωρεί ότι η αυτή τάση της αντανακλούσε μάλλον μια ναρκισσιστική ασεξουαλικότητα. «Ηταν υπερβολικά φιλάρεσκη και αυτό συμβάδιζε με το σεξουαλικό της ένστικτο. Στην πραγματικότητα δεν την αφορούσε η ανθρώπινη επαφή και η ερωτική αίσθηση, αλλά το να ερωτοτροπεί με τον εαυτό της».
Προκλητική και παθιασμένη
Ηταν προκλητική και γοητευτική και συνάμα γενναιόδωρη και παθιασμένη. Επέλεγε με προσοχή τα μοντέλα της. Πήγαινε στα μπαρ και έγδυνε τις γυναίκες για να διαπιστώσει αν της έκαναν, αφού τις εξέταζε σχολαστικά από την κορυφή ως τα νύχια με το μονόκλ της. Λέγεται ότι κάποτε είχε γδύσει μια φίλη της μέσα σε ένα γνωστό κλαμπ ομοφυλοφίλων και, αφού την περιεργάστηκε με τα μάτια, έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της κοπέλας και φώναξε: «Είναι πολύ υγρό για να μπορέσει ο ζωγράφος να συγκεντρωθεί!».
Οι πίνακές της ήταν επιτηδευμένοι: γλυπτά πρόσωπα με λαμπερά κραγιόν στα χείλη, έντονα χρώματα στα νύχια και φροντισμένα μαλλιά. Ηταν γυναίκες ερωτικές και όμορφες, γυναίκες που προσέφεραν την υπέρτατη ευχαρίστηση. Κάποτε επισκέφθηκε το κλαμπ όπου εμφανιζόταν η Τζοζεφίν Μπέικερ. «Εκανε τους θεατές της να λιώνουν από πόθο για το κορμί της. Εμοιαζε ήδη με τις φιγούρες στους πίνακές μου, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μην της ζητήσω να μου ποζάρει».
Εκείνο τον καιρό ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου απέκτησε έναν ακόμη θαυμαστή: τον διάσημο ποιητή, στρατιωτικό και λάτρη των γυναικών Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο. Αρχισε να την πολιορκεί ακούραστα στέλνοντας ακόμη και ερωτικά τηλεγραφήματα στο σπίτι της, πράγμα που εξόργισε τον άντρα της. Το κλίμα ήταν ήδη οξυμένο ανάμεσά τους εξαιτίας και άλλων «ατασθαλιών» της Ντε Λεμπίτσκα. Η ζωγράφος δεν έπαψε να επιδιώκει την τελειότητα στη δουλειά της, αποζητώντας όμως πάντοτε αυτή την πιστοποίηση μέσα από το σεξ. Αυτό την τροφοδοτούσε. Ποτέ εξάλλου δεν ταύτισε το σεξ με την αγάπη. Απόδειξη το ότι δεν έκανε τον κόπο να κρύψει τις απιστίες της από τον σύζυγό της και το ότι συνετρίβη ψυχολογικά όταν εκείνος ερωτεύτηκε εν τέλει κάποια άλλη και την εγκατέλειψε.
Τρεις φορές ταξίδεψε στην Πολωνία για να τον παρακαλέσει να γυρίσει πίσω. Δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμη και τη μόλις 10 ετών τότε κόρη της για τον μεταπείσει. Οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες και η Ντε Λεμπίτσκα έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Αποφάσισε τότε να διαχωρίσει και τυπικά τον έρωτα από το σεξ μια για πάντα. Διαφορετικά της ήταν πολύ δύσκολο και επικίνδυνο να αντεπεξέλθει.
Η ζωή της δίπλα στον βαρόνο
Εν τω μεταξύ ένας άλλος, πιο ορατός, κίνδυνος πλησίαζε. Η άνοδος του Χίτλερ και η ναζιστική Γερμανία έκαναν το Παρίσι ανασφαλές. Η Ντε Λεμπίτσκα εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή και δέχθηκε την πρόταση γάμου ενός μεγάλου θαυμαστή της και συλλέκτη, του βαρόνου Ραούλ Κάφνερ. Ο βαρόνος ήταν πραγματικός γνώστης της τέχνης, με αλάνθαστο γούστο και με μια προσωπική συλλογή που περιείχε πολλά κλασικά αριστουργήματα. Η ζωγράφος ένιωσε ότι τα έργα της θα ήταν ασφαλή κοντά του. Το ίδιο ένιωθε και για τον εαυτό της, και τον ακολούθησε στην Αμερική. Αρχικά έμειναν στην Αβάνα και το 1940 εγκαταστάθηκαν στο Χόλιγουντ. Διάσημες προσωπικότητες του Χόλιγουντ, όπως ο Ντάγκλας Φέρμπανκς, ο Τζαρλς Μπόιερ και ο Τάιρον Πάουερ, ήταν οι στενοί τους φίλοι. Η πάντα φιλήδονη Ταμάρα ένιωθε να απειλείται από τη νέα και όμορφη κόρη της. «Να λες σε όλους ότι είμαστε αδελφές» της έλεγε.
Διατηρούσε πάντα μια σχέση αγάπης – μίσους με την κόρη της. Τη λάτρευε αλλά ποτέ δεν της το έδειχνε και προτιμούσε να την αγνοεί επιδεικτικά. Η ύπαρξη της Κιζέτ, ειδικά όσο η νεαρή κοπέλα μεγάλωνε, υπενθύμιζε συνεχώς στη μητέρα της ότι γερνάει. Παρά τους ομηρικούς καβγάδες, «αγαπιόμασταν πολύ», λέει σήμερα η Κιζέτ. «Δεν τη ζήλευα ποτέ, αν και πάντα ερχόμουν δεύτερη στη ζωή της. Είχε άλλο πρόσωπο για τον υπόλοιπο κόσμο και ένα άλλο, διαφορετικό, για την οικογένειά της. Δημοσίως ήταν πάντα γοητευτική, επιτυχημένη, όμορφη. Στον ιδιωτικό της βίο ήταν δύσκολη. Νομίζω ότι τελικά λυπόταν που δεν της έμοιαζα. Δεν είχα ποτέ τη φιλοδοξία να γίνω η καλύτερη, μου έφτανε ένας καλός σύζυγος και οι δύο κόρες μου. Εκείνης δεν θα της έφταναν ποτέ».
Αν και δύσκολη, η Ντε Λεμπίτσκα ήταν αξιαγάπητη. Ο βαρόνος τής αφιερώθηκε και εκείνη του έδειχνε την εκτίμησή της. Του φερόταν ευγενικά, πιθανόν επειδή είχε εκτιμήσει πραγματικά το γεγονός ότι ο άντρας αυτός είχε αγοράσει όλους τους πίνακές της και τους είχε κρεμάσει στους τοίχους του σπιτιού τους, δίπλα στα μεγάλα έργα τέχνης της συλλογής του. Οταν εκείνος πέθανε, το 1961, της στοίχισε υπερβολικά. Ο βαρόνος ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο ένιωσε αληθινά οικεία.
Από το 1950 και μετά η Ντε Λεμπίτσκα είχε πάει στο Μανχάταν αναζητώντας και πάλι τη δημιουργική ατμόσφαιρα της χρυσής εποχής της στο Παρίσι. Οταν χήρεψε δεν έπαψε να ζωγραφίζει και να δίνει πάρτι και δεξιώσεις. Οι πίνακές της εξακολουθούσαν όμως να μένουν απούλητοι και εκείνη λαχταρούσε να κερδίσει την αναγνώριση των Αμερικανών. Αμέσως μετά τον θάνατο του βαρόνου, έκανε μια έκθεση στην γκαλερί του Ιόλα στη Νέα Υόρκη, που όμως δεν πήγε και τόσο καλά. Οι κριτικοί αδιαφορούσαν για τη ζωγραφική της και ο Τύπος ενδιαφερόταν μόνο για την προσωπική της ζωή και τις κοσμικές εμφανίσεις της.
Ταξίδι στο Παρίσι για… σεξ
Συνέχισε να βρίσκει παρηγοριά στην αγκαλιά όμορφων, νεαρών εραστών και για να τους ευχαριστήσει τους χάριζε πολύτιμους πίνακες από την οικογενειακή συλλογή. Συνέχισε να ντύνεται με εντυπωσιακά καπέλα και ζωηρόχρωμα φορέματα και να οργανώνει πάρτι, παρά το εμφύσημα που την ταλαιπωρούσε. Λίγο πριν από τον θάνατό της, το 1980, ικέτευε τη φίλη της Ελίζαμπεθ Γκίμπελ να τη συνοδέψει στο Παρίσι. Της το αρνήθηκε. Αργότερα εξομολογήθηκε στη βιογράφο της Ντε Λεμπίτσκα τον λόγο: «Ντρεπόμουν, γιατί ήξερα ότι πήγαινε για το σεξ. Και ξέρω ότι αυτό έκανε εκεί».
Ηταν γυναίκα, πάνω απ’ όλα, ως την τελευταία της στιγμή. Ακόμη και στο κρεβάτι του νοσοκομείου, λένε, προσπάθησε να φλερτάρει με έναν νοσοκόμο. Η βιογράφος της ωστόσο δεν το πιστεύει. Οχι επειδή η Ταμάρα ντε Λεμπίτσκα δεν είχε πια την επιθυμία, αλλά επειδή ο εν λόγω νεαρός δεν ήταν αρκετά ωραίος.
Σήμερα θα έλαμπε από χαρά αν ήξερε ότι η Σάρον Στόουν, μια γυναίκα-σύμβολο του σεξ, θέλει να ερμηνεύσει τον ρόλο της ζωγράφου στην ταινία που θα γυριστεί με θέμα την πολυτάραχη ζωή της. Θα χαιρόταν ακόμη περισσότερο αν μάθαινε ότι θεωρείται πλέον μια μεγάλη εκπρόσωπος της ζωγραφικής του 20ού αιώνα. Στο τέλος πήρε αυτό που ήθελε, όπως έκανε πάντα.
Η βιογραφία της Ταμάρα ντε Λεμπίτσκα από τη Λώρα Κλάριτζ, με τίτλο «Α Life of Deco and Decadence», κυκλοφορεί στη Βρετανία από τις εκδόσεις Bloomsbury.