Ο Γιαν Πάλατς περιλούστηκε με βενζίνη και αυτοπυρπολήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1969. Η Πράγα βρισκόταν στον 15ο μήνα της σοβιετικής κατοχής. Ηταν μια κίνηση απελπισίας που κανείς δεν περίμενε σ’ αυτή τη «χώρα των αδυνάμων», την πατρίδα του «Καλού στρατιώτη Σβέικ» που ανάγει την ιδιωτεία σε μορφή αντίστασης. Η πονηριά του Σβέικ που τόσο ευφυώς παρίστανε τον ηλίθιο έγινε παγκόσμιο σύμβολο στα λογοτεχνικά χρονικά μόνο ­ η πραγματικότητα, η καθημερινή ζωή ήταν εντελώς διαφορετική. Γιατί στην Τσεχοσλοβακία είχαν επέμβει τα σοβιετικά τανκς για να πνίξουν την Ανοιξη της Πράγας, την απεγνωσμένη προσπάθεια που έκανε ο υπαρκτός σοσιαλισμός να ζευγαρώσει με τη δημοκρατία.


Το απονενοημένο διάβημα του φοιτητή εκείνο το απόγευμα της Πέμπτης, πριν από 30 χρόνια, ήταν ακριβώς το αντίθετο του Σβέικ. Δεν ήταν κόλπο, δεν ήταν πονηριά, αλλά μια καθαρά ηρωική πράξη θυσίας. Σήμερα ο Γιαν Πάλατς είναι ο ήρωας που από καιρό έκλεψε τη φήμη του καλού στρατιώτη που είχε εμπνευσθεί ο Χάσεκ.


Ενας τραμβαγέρης υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του τραγικού περιστατικού. Την προσοχή του τράβηξε ένας νεαρός μπροστά στη σκάλα του Εθνικού Μουσείου στην πλατεία Βεντσεσλάο. Παραξενεύτηκε που τον είδε να βρέχει τα ρούχα του με το περιεχόμενο ενός άσπρου τενεκεδένιου κουτιού. Ωσπου να πάρει είδηση την κίνηση που έκανε ανάβοντας τον αναπτήρα που κρατούσε στο χέρι του, ο νεαρός τυλίχθηκε στις φλόγες βγάζοντας ένα ουρλιαχτό πόνου. Οι περαστικοί έμειναν ξεροί, σαν να μαρμάρωσε το πλήθος στην πιο μεγάλη πλατεία της πόλης, την πλατεία όπου περιφέρονταν από το καλοκαίρι τα σοβιετικά τανκς. Χιλιάδες βλέμματα πάγωσαν πάνω στον ανθρώπινο δαυλό.


Ο πρώτος που κινήθηκε ήταν ο γενναίος τραμβαγέρης, που από την αρχή είχε προσέξει τις παράξενες κινήσεις του νεαρού. Εβγαλε το αμπέχονό του και το πέταξε πάνω στο παιδί για να πνίξει τις φλόγες. Τη στιγμή εκείνη άκουσε τη φωνή του: «Το γράμμα… Σώσε το γράμμα» ούρλιαζε ο τραγικός αυτόχειρας. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι του έλεγε. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι ο Γιαν Πάλατς θυσιαζόταν «για να ξυπνήσει τη συνείδηση του λαού» που είχε περιπέσει σε μοιρολατρική απάθεια. Χρειαζόταν μια πράξη εντυπωσιακή για να ξαναγεννηθεί η ελπίδα. Ηταν μια πέτρα μέσα στο τέλμα αυτό το απονενοημένο διάβημα. Ο Γιαν Πάλατς δεν αυτοκτόνησε από κατάθλιψη. Είχε έναν σκοπό, η πράξη του ήταν επιθετική.


Ολόκληρη η Τσεχοσλοβακία, χώρα μικρή, είχε λυγίσει κάτω από το βάρος του σοβιετικού κολοσσού. Από τον Αύγουστο του 1968 πολλά πνευματικά τέκνα της την εγκατέλειψαν, ανάμεσα στους φυγάδες και ο Μίλαν Κούντερα. Κάθε αναχώρηση ήταν και μια πρόσθετη ήττα, μια παραδοχή της αναπόφευκτης μοίρας που οι ίδιοι οι Τσεχοσλοβάκοι δεν είχαν επιλέξει αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, έτσι που τους είχε αρπάξει από την αγκαλιά της Δύσης η πανίσχυρη Ρωσία αποξενώνοντάς τους από τις πολιτιστικές καταβολές τους.


Το γράμμα που φοβήθηκε ο Πάλατς μη τυχόν και χαθεί βρέθηκε μέσα στον σάκο με τα υπόλοιπα χαρτιά του, που τον είχε αφήσει παράμερα για να μην καεί μαζί του. Το διάβασαν στο νοσοκομείο Λεγκέροβα, 500 μέτρα μακριά από την πλατεία Βεντσεσλάο, όπου τον μετέφεραν για να τον σώσουν χωρίς τελικά να τα καταφέρουν. Ηταν γραμμένο σε φύλλο μαθητικού τετραδίου: «Επειδή οι λαοί μας βρίσκονται στα πρόθυρα της απελπισίας αποφασίσαμε να διαμαρτυρηθούμε για να ξυπνήσουμε τη λαϊκή συνείδηση. Η ομάδα μας αποτελείται από εθελοντές πρόθυμους να πυρποληθούν για τον κοινό σκοπό. Επειδή μου έτυχε να τραβήξω τον αριθμό 1, έγραψα εγώ την πρώτη επιστολή και έγινα ο πρώτος ανθρώπινος δαυλός. Απαιτούμε την κατάργηση της λογοκρισίας και την απαγόρευση της «Zpravy» (σ.σ.: η εφημερίδα των σοβιετικών δυνάμεων κατοχής). Αν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματά μας εντός πέντε ημερών, στις 21 Ιανουαρίου 1969, κι αν ο λαός μας δεν παράσχει επαρκή υποστήριξη στα αιτήματά μας με κήρυξη γενικής απεργίας, θα ανάψει ο δεύτερος δαυλός». Υπογραφή: «Ο δαυλός Νο. 1».


Το πρωί της Πέμπτης 16 Ιανουαρίου, προτού βγει στην πλατεία Βεντσεσλάο με το τενεκεδάκι της βενζίνης ο Γιαν είχε γράψει την επιστολή ξαπλωμένος στο κρεβάτι του στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με πέντε συμφοιτητές του. Εκανε τέσσερα αντίγραφα. Πέθανε 73 ώρες αργότερα στο νοσοκομείο από βαριά εγκαύματα τρίτου βαθμού. Οι φίλοι του, οι καθηγητές του, οι γονείς του τον περιέγραψαν ως νέο επιμελή με αίσθηση του χιούμορ και αρκετή δόση ειρωνείας. Οι σοβιετικές αρχές και οι προσκείμενοι σε αυτές επεχείρησαν να τον παρουσιάσουν ως ψυχοπαθή και πιθανότατα τοξικομανή.


Την ημέρα της κηδείας 600 άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους παρά τα βαριά μαύρα σύννεφα που κάθε τόσο άνοιγαν τους κρουνούς του ουρανού. Αρκετοί αυτεξόριστοι επέστρεψαν από το εξωτερικό για να τιμήσουν τον νεκρό. Τυπικά πρωθυπουργός ήταν ακόμη ο Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ (ο εμπνευστής της Ανοιξης), κρεβατωμένος την ημέρα εκείνη λόγω γρίπης, που αντικαταστάθηκε τον επόμενο Απρίλιο από τον «σκληρότερο» Γκούσταβ Χούζακ, ο οποίος ανέλαβε το δύσκολο έργο της «ομαλοποίησης». Εκείνες τις ώρες οι σοβιετικοί δυνάστες φάνηκαν διαλλακτικοί, δεν επενέβησαν στην τελετή. Η σορός εξετέθη επί δύο ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα στο Πανεπιστήμιο Κάρλο, από όπου παρήλασε μέγα πλήθος ανθρώπων που έφθαναν από κάθε γωνιά της χώρας. Η νεκρώσιμη πομπή πέρασε ανενόχλητη από τους δρόμους της πόλης, κάτω από μαύρα κρέπια που σκέπαζαν τα παράθυρα όλων των σπιτιών.


Ηταν η 25η Ιανουαρίου. Τον επικήδειο εξεφώνησε μπροστά στο φέρετρο ο πρύτανης της Φιλοσοφικής Σχολής: «Η Τσεχοσλοβακία θα μπορεί να θεωρείται δημοκρατική χώρα μόνον όταν δεν θα χρειάζονται τέτοιου είδους θυσίες…». Στην πρόσοψη του αμφιθεάτρου είχε αναρτηθεί τεράστιο πανό με την περίφημη φράση του Μπρεχτ: «Δυστυχισμένος ο λαός που δεν έχει ήρωες, κι ακόμη πιο δυστυχισμένος αυτός που χρειάζεται ήρωες».


Το παράδειγμα του Γιαν Πάλατς το ακολούθησαν και άλλοι. Τουλάχιστον επτά αυτοπυρπολήθηκαν στην Τσεχοσλοβακία. Ηταν όμως τόσο αποτελεσματική η λογοκρισία που οι ειδήσεις πνίγηκαν εν τη γενέσει τους.