«Τη δεύτερη ημέρα,ένας από τους εργάτες που έσκαβε στο εσωτερικό κλίτος συνάντησε ένα κομμάτι μάρμαρο της Πάρου, το οποίο τράβηξε την προσοχή του, γιατί όλο το κτίσμα ήταν από πέτρα. Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για το κεφάλι ενός πολεμιστή με περικεφαλαία, καθ΄όλα τέλειο.Κειτόταν με το πρόσωπο προς τα επάνωκαι,καθώς τα χαρακτηριστικά αποκαλύπτονταν βαθμιαία,δεν μπορείτε να φανταστείτε τον βαθμό της έκστασης και της συγκίνησης που νιώθαμε. Ενα τελείως νέο κίνητρο έδινε συγκεκριμένη τροπή στη δουλειά μας.Δεν άργησε να ξεφυτρώσει και άλλο κεφάλι,ύστερα ένα πόδι και τελικώς ανακαλύψαμε κάτω από τα γκρεμισμένα τμήματα του ναού όχι λιγότερα από 16 αγάλματα και 13 κεφάλια, χέρια, πόδια κ.λπ.».

Ηταν Απρίλιος του 1811 όταν συνέβαιναν αυτά που περιγράφει ο βρετανός αρχιτέκτονας Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ στον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Μαζί με τον βαρόνο Χάλερ του Χάλερσταϊν, επίσης αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο στην υπηρεσία του βασιλιά της Βαυαρίας, έναν ακόμη βρετανό αρχιτέκτονα, τον Τζον Φόστερ, και τον ζωγράφο Γιάκομπ Λινκ είχαν ξεκινήσει από την Αθήνα για την Αίγινα προκειμένου να μελετήσουν τον ναό του Πανελληνίου Διός, όπως θεωρούσαν τότε το ιερό της Αφαίας.

Εραστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της κλασικής τέχνης αλλά και ανενδοίαστοι αρχαιοθήρες- όπως και πολλοί ακόμη, εκείνη την εποχή- θα άλλαζαν αμέσως σχέδια, μόλις τα γλυπτά των αετωμάτων του ναού θα έρχονταν στο φως. Θα τα έβγαζαν με σπουδή από το χώμα, θα τα φυγάδευαν, θα τα διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό της χώρας του και τέλος θα τα πουλούσαν σε δημοπρασία, για να καταλήξουν στο Μόναχο. Από την άλλη πλευρά, η είδηση της αποκάλυψης των γλυπτών, που είχε διαδοθεί γρήγορα σε όλη την Ευρώπη, έκανε ακόμη και τον Γκαίτε να σχολιάσει το εκπληκτικό εύρημα.

Εφέτος, 200 χρόνια ύστερα από εκείνη την άνοιξη, η Γλυπτοθήκη του Μονάχου στην οποία βρίσκονται τα περίφημα αρχαϊκά αγάλματα αποφάσισε την παρουσίασή τους. Αυτή τη φορά δίπλα στους «Αιγινήτες», όπως αποκαλούνται πλέον τα γλυπτά, θα εκτεθούν και εκμαγεία τους, συμπληρωμένα όμως όπου το πρωτότυπο έχει χαθεί, σε μια μεγάλη έκθεση που θα εγκαινιαστεί στις 13 Απριλίου. Η επέτειος της αποκάλυψής τους εορ τάζεται πανηγυρικά. Το θρίλερ που εκτυλίχθηκε το 1811 στην Αίγινα, στη συνέχεια στην Αθήνα, στη Μάλτα και στη Ζάκυνθο, είναι παρελθόν.

Προσθήκες και ερμηνείες
Η εφετινή έκθεση με τίτλο «Μάχες για την Τροία. Διακόσια χρόνια Αιγινήτες στο Μόναχο» είναι η τρίτη των γλυπτών της Αφαίας Αθηνάς στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όπου παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1830, όχι μόνα τους αλλά με προσθήκες. Τ α ακρωτηριασμένα αγάλματα έχουν συμπληρωθεί με μάρμαρο Καράρας από έναν μεγάλο δανό γλύπτη της εποχής, τον Μπέρτελ Τόρβαλντσεν. Επί έναν και πλέον αιώνα, ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η Γλυπτοθήκη έκλεισε, παρέμειναν έτσι. Το 1963, όταν άνοιξε εκ νέου, οι προσθήκες είχαν αφαιρεθεί.

Οπως είπε στο «Βήμα» ο αρχαιολόγος κ. Ρέιμοντ Βούντσε, ο οποίος έχει εργαστεί στην Αίγινα- «ονομάζομαι και Νεκτάριος» ανέφερε χαρακτηριστικά- η έκθεση βασίζεται στις διαφορετικές αντιλήψεις παρουσίασης των αρχαιοτήτων από τον 19ο στον 20ό αιώνα.

Η αποσπασματική διατήρησή τους άλλωστε δεν στάθηκε εμπόδιο για την ερμηνεία των αγαλμάτων και μάλιστα από την πρώτη στιγμή της ανεύρεσής τους. Οι «ανασκαφείς» είχαν διακρίνει αμέσως ότι τα θέματα των δύο πολυπρόσωπων αετωμάτων του ναού ήταν οι εκστρατείες εναντίον της Τροίας κατά τις οποίες διέπρεψαν οι μυθικοί ήρωες της Αίγινας.

Στο ανατολικό, όπου η τέχνη παραπέμπει στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., απεικονιζόταν η παλαιότερη εκστρατεία στην οποία ο Ηρακλής είχε αντιμέτωπο τον βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, ενώ σε αυτήν είχε πάρει μέρος και ο Τελαμώνας, που ήταν γιος του Αιακού. Στο δυτικό αέτωμα εξάλλου, το οποίο απηχεί την αισθητική του 6ου αιώνα π.Χ., υπήρχε αναπαράσταση της δεύτερης εκστρατείας με αρχηγό τον Αγαμέμνονα και με τρεις απογόνους του Αιακού: τον Αίαντα, τον Τεύκρο και τον Αχιλλέα. Στο κέντρο και των δύο αετωμάτων εξάλλου στεκόταν η θεά Αθηνά.
Χώρος λατρείας ήδη από τη Μυκηναϊκή Εποχή ήταν η κορυφή του πευκόφυτου λόφου στο βορειοανατολικό τμήμα της Αίγινας, όπου αρχικά υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη θεότητα Αφαία. Ο πρώτος ναός, ο οποίος χτίστηκε περί το 570-560 π.Χ., καταστράφηκε από πυρκαγιά το 510 π.Χ. και στη θέση του οι Αιγινήτες έχτισαν νέο (500-490 π.Χ.), επίσης δωρικό και από πωρόλιθο.

Να σημειωθεί πάντως ότι οι Γερμανοί «επανήλθαν» στην Αίγινα το 1901, επισήμως αυτή τη φορά, με τον μεγάλο αρχαιολόγο Αντολφ Φούρτβεγκλερ, ο οποίος βρήκε ακόμη δύο κεφάλια από το ανατολικό αέτωμα, καθώς και πέντε κεφάλια από γλυπτά που βρίσκονταν στον βωμό του ναού (σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Στις ανασκαφές, τέλος, της περιόδου 1966-1978 εντοπίστηκαν από τον Ντίτερ Ολι μόνο θραύσματα των γλυπτών. Πιθανό τητα άλλων ευρημάτων δεν υπάρχει πλέον και, ως φαίνεται, κανένας άλλος θεός ή ήρωας δεν πρόκειται να έρθει στο φως στην Αφαία.

Ηρωες και δημοπρασία


Σε βάθος «όχι μεγαλύτερο από τρία πόδια από την επιφάνεια του εδάφους» βρέθηκαν τα γλυπτά, όπως γράφει σε επιστολή του προς τον πατέρα του ο Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ, κεντρικό πρόσωπο της ομάδας των «αρχαιοφίλων» που λεηλάτησαν τον ναό της Αφαίας- αλλά και του Απόλλωνα στις Βάσσες, λίγο αργότερα. «Το εύρημά μας προκάλεσε την προσοχή των χωρικών,οι οποίοι μας έστειλαν σήμερα μερικούς από τους προκρίτους τους. Εμείς όμως είχαμε καλέσει εγκαίρως μια βάρκα στο πλησιέστερο σημείο με την οποία αποστείλαμε τα ως τώρα ευρεθέντα κομμάτια στην Αθήνα» γράφει αλλού.

Ο ιστορικός Γιώργος Τόλιας, συγγραφέας του βιβλίου Ο πυρετός των μαρμάρων, όπου εξιστορεί την κορυφαία φάση της λεηλασίας των ελληνικών μνημείων λίγο προτού ξεσπάσει η Επανάσταση, λέει ότι «η ειλικρίνεια αυτών των ανθρώπων, αν και αγγίζει τα όρια της αλαζονείας, είναι αφοπλιστική, γιατί κανείς τους δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να συγκαλύψει ορισμένα γεγονότα ή να δικαιολογηθεί για τις πράξεις του. Αντίθετα, ομολογούν όλες τις μεθοδεύσεις τους, τις δωροδοκίες των τούρκων επισήμων, τις κρυφές φυγαδεύσεις των αρχαιοτήτων, τους οικονομικούς διακανονισμούς, τις καταστροφές για τις οποίες ήταν αμέσως ή εμμέσως υπεύθυνοι».

Ετσι και στην περίπτωση αυτή, και μετά την αρχική απάτη, η ομάδα έλαβε ελευθέρας για τις ανασκαφές στην Αφαία αντί 800 πιάστρων (περίπου 40 στερλίνες). Η επιστροφή στην Αθήνα έγινε στις 3 Μαΐου και εκεί μαζί με τις προσπάθειες συγκόλλησης των γλυπτών διαφάνηκαν και οι πρώτες διαφωνίες.

Οι Βρετανοί ήθελαν να καταλήξουν τα ευρήματα στο Βρετανικό Μουσείο και οι Γερμανοί στη Γερμανία. Επιπλέον τα αρχαία κινδύνευαν, αφού η πολιτική αστάθεια των ημερών δεν εξασφάλιζε ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Και εκεί που ο κίνδυνος διάσπασης της συλλογής ήταν ορατός, οι τέσσερις αποφάσισαν την ίδρυση μιας εταιρείας που θα διέθετε τα αρχαία σε ανοιχτή δημοπρασία.

Η φυγάδευση
Νέα περιπέτεια για τα μάρμαρα ξεκίνησε καθώς φορτώθηκαν σε άλογα και μουλάρια για να φυγαδευθούν νύχτα από τη χώρα, για τον φόβο των Τούρκων.

Αρχικά μεταφέρθηκαν συσκευασμένα σε καλάθια στο Πόρτο Γερμενό- υπάρχει μάλιστα και ένα σκίτσο του Χάλερ που δείχνει την πομπή συνοδευόμενη από ένοπλους ιππείς- και από εκεί με πλοίο στη Ζάκυνθο, όπου θα γινόταν η δημοπρασία την 1η Νοεμβρίου 1812, σύμφωνα με την αναγγελία που δημοσιεύθηκε σε αγγλικές και άλλες εφημερίδες. Τιμή πώλησης 70.000 φιορίνια. Ούτε εκεί όμως αισθάνθηκαν ασφάλεια οι συνιδιοκτήτες για τη συλλογή, δεδομένης της πιθανότητας μιας γαλλικής επιδρομής.

Ετσι, τα αγάλματα πήραν τον δρόμο για τη Μάλτα. Αλλά η δημοπρασία έγινε όντως στη Ζάκυνθο, με τον απεσταλμένο του διαδόχου της Βαυαρίας Λουδοβίκου, Οτο Βάγκνερ, να πλειοδοτεί αλλά και να λέει ότι αναγκάστηκε να αγοράσει «γουρούνι στο σακί». Την ίδια ώρα που ο πράκτορας του Βρετανικού Μουσείου από τη Μάλτα, όπου είχε μεταβεί, θα διαμαρτυρόταν για τη μεθόδευση που τον άφησε έξω από το παιχνίδι. Γι΄ αυτό άλλωστε η βρετανική κυβέρνηση θα αρνιόταν επί δύο χρόνια να επιτρέψει την έκδοση των γλυπτών από τη Μάλτα. Και οι Ελληνες; Ο «Λόγιος Ερμής» δημοσιεύει τα εξής: «Τα αγάλματα ταύτα μετακομισθέντα εις Ζάκυνθον πωλούνται εκεί διά δέκα χιλιάδας φλωρίων. Μακάριοι και τρισμακάριοι οι Ζακύνθιοι, αν έδιδαν αυτήν την ποσότητα και ηγόραζαν αυτά, και να στολίσωσι δι΄ αυτών την πόλη των, ίνα μη άλλως απομακρυνθέντα στερηθεί η Ελλάς των τοιούτων αξιολόγων λειψάνων της αρχαιότητος».

Αν υπάρχει μία μεγάλη απόδειξη για τη χρωματική διακόσμηση των αρχαίων γλυπτών και των αρχιτεκτονικών στοιχείων των οικοδομημάτων,αυτή προέρχεται από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Σε μερικά μέρη του θριγκού,στα γλυπτά των αετωμάτων και στα ακρωτήρια της στέγης,τα οποία ήταν από παριανό μάρμαρο,το χρώμα διασώζεται ως σήμερα παρέχοντας σπουδαίες πληροφορίες για τη μορφή που είχαν τα μνημεία στην Αρχαιότητα.Κόκκινο για την απόδοση των λοφίων και των κρανών που φορούν οι πολεμιστές των αετωμάτων, κόκκινο και για το αίμα που ρέει από τις πληγές, γαλάζιο στα κράνη και στο τύμπανο του αετώματος πίσω από τις μορφές. Και επιπλέον, διακόσμηση όλων των επιφανειών με σχέδια που αποδίδουν τις ενδυμασίες των πολεμιστών και άλλα χαρακτηριστικά.

Από το 1982 ασχολείται το Πανεπιστήμιο του Μονάχου με την έρευνα για τον επιχρωματισμό των αρχαίων γλυπτών αναπτύσσοντας νέες μεθόδους ανίχνευσης του χρώματος οι οποίες είχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Το 2007 μάλιστα αυτοί οι «πολύχρωμοι θεοί», εκμαγεία αρχαίων αγαλμάτων,μεταξύ των οποίων και οι «Αιγινήτες» της Αφαίας,παρουσιάστηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο από τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.

ΠΟΥ & ΠΟΤΕ:

«Μάχες για την Τροία. Διακόσια χρόνια Αιγινήτες», Γλυπτοθήκη του Μονάχου, εγκαίνια στις 13 Απριλίου
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ