Η εκτεταμένη μελέτη του Βίλχελμ Μύλμαν με τον φιλόδοξο τίτλο Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και παγκόσμιος πολιτισμός είναι ένα σοφό και συνάμα τερπνό βιβλίο. Ο φόβος μου, όταν άρχιζα την ανάγνωσή του, πως θα βρισκόμουν αντιμέτωπος με μια σχολαστική μελέτη, του τύπου που μάλλον επιχωριάζει στη γερμανική φιλολογία, άρχισε να διασκεδάζεται από το δεύτερο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου, για να δώσει τη θέση του σε έναν αυξανόμενο ενθουσιασμό καθώς η ανάγνωση προχωρούσε από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Το βιβλίο του Μύλμαν δεν είναι ούτε ιστορία ούτε θεωρία της λογοτεχνίας. Είναι, αν μπορώ να το πω συνοπτικά, μια θεώρηση της λογοτεχνίας από κοινωνιολογική και ανθρωπολογική σκοπιά. Ακρως ευπρόσδεκτη, για τον γράφοντα τουλάχιστον, λόγω της κόπωσής του τόσο από τον ιστορικισμό όσο και από τον θεωρητικισμό που κυριάρχησαν στις προσεγγίσεις της λογοτεχνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ιδιαίτερα με την τελευταία προσέγγιση, η οποία, ξεκινώντας από μια δικαιολογημένη αντίδραση στις κοινωνιολογικές αναγνώσεις των λογοτεχνικών έργων, εκείνες που είχαν δεσπόσει στις φιλολογικές σπουδές στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις αρχές του 20ού, στράφηκε σταδιακά από τη μελέτη της λογοτεχνίας στην έρευνα της λογοτεχνικότητας, συρρικνώνοντας όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον της και εστιάζοντάς το τελικά σε ένα στενού φάσματος πεδίο τεχνικών και τεχνασμάτων. Παρά ταύτα, θα ήταν κανείς ασυγχώρητα αγνώμων αν δεν αναγνώριζε τη συμβολή της θεωρίας της λογοτεχνίας στην εκλέπτυνση εργαλείων χάρη στα οποία η κριτική ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και διεισδυτικότερη έγινε και ικανότερη στην αντιμετώπιση της ιδεολογικής παρανάγνωσης. Φαίνεται όμως πως ένας ορισμένος κύκλος έκλεισε ή πως το εκκρεμές είχε φθάσει στο άλλο άκρο. Ο κίνδυνος ενός άγονου βυζαντινισμού ήταν πλέον ορατός γι’ αυτό και δεν άργησαν οι αντιδράσεις, προερχόμενες συχνά από διακεκριμένους εκπροσώπους των ίδιων των νεοφορμαλιστικών σχολών κριτικής. Τα πιο αξιοπρόσεκτα παραδείγματα, που μου έρχονται πρόχειρα στον νου, είναι τα βιβλία των Edward W. Said, The World, the Text, and the critic (1983), Τσβετάν Τοντόροφ, Η κριτική της κριτικής (1984), Wayne C. Booth, The Company We Keep (1988), Ουμπέρτο Εκο, Τα όρια της ερμηνείας (1990).


Το βιβλίο του Μύλμαν (πρώτη έκδοση στα γερμανικά 1984) δεν προέρχεται από την περιοχή της θεωρίας της λογοτεχνίας. Ο Wilhelm Muhlmann, άγνωστος σχεδόν στην Ελλάδα, σπούδασε γενετική, ζωολογία, φιλοσοφία, ανθρωπολογία, εθνολογία και κοινωνιολογία σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας και δίδαξε κοινωνιολογία και εθνολογία στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Μάιντς και της Χαϊδελβέργης. Με αυτά τα δεδομένα, ο αναγνώστης, κατ’ αρχάς, δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί με το εύρος του πεδίου της λογοτεχνίας ­ της Ευρώπης, της Αμερικής, της Μέσης και Απω Ανατολής ­ που εποπτεύει ο χαλκέντερος μελετητής, όπως δεν μπορεί να μη θαυμάσει την οξυδέρκεια και την ευαισθησία με την οποία αναλύει και ερμηνεύει κορυφαία κείμενα ή λογοτεχνικά ρεύματα της ευρωπαϊκής παράδοσης, έστω και αν σε κάποια σημεία τυχαίνει να διαφωνεί με ορισμένες ερμηνευτικές προτάσεις ή αξιολογικές αποτιμήσεις του συγγραφέα.


Το κέντρο βάρους του βιβλίου, πάντως, δεν βρίσκεται εκεί. Σχηματοποιώντας κατ’ ανάγκην, θα έλεγα ότι βασικοί του άξονες είναι: α) η προέλευση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας των νεότερων χρόνων, και β) η συνείδηση που αποκτά για τον εαυτό της καθώς μοιραία αναμετράται με τον παγκόσμιο πολιτισμό και ιδιαίτερα εκείνον της Ανατολής ­ και βέβαια οι επιδράσεις που δέχεται από την επαφή μαζί του. Η υστερομεσαιωνική λογοτεχνία της Νότιας Γαλλίας, όπως είναι γνωστό, αλλά και εκείνη της Σικελίας, όπως τονίζει ο Μύλμαν, φαίνεται πως υπήρξαν το λίκνο των ευρωπαϊκών λογοτεχνιών, που διαφοροποιούνται σταδιακά καθώς αναπτύσσονται παράλληλα με την ανάπτυξη των εθνικών γλωσσών και την αντίστοιχη συγκρότηση των εθνικών κρατών, χωρίς να αποβάλουν εντελώς τα στίγματα της καταγωγής τους. Κοινή αφετηρία εξάλλου φαίνεται πως λίγο αργότερα υπήρξε η ισπανική λογοτεχνία και εντελώς ιδιαίτερα το πικαρέσκο μυθιστόρημά της, στο οποίο ο γερμανός μελετητής αφιερώνει ένα από τα ωραιότερα κεφάλαια του τόσο σημαντικού βιβλίου του. Ενα άλλο κεφάλαιο, εξίσου θαυμαστό, είναι εκείνο που αφιερώνει στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, στο αριστούργημα αυτό της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, του οποίου η συγγένεια με το πικαρέσκο, αν δεν είναι προφανής, είναι οπωσδήποτε αισθητή. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να υπαινιχθεί πως το ισπανικό μυθιστόρημα, μήτρα του νεότερου ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, θα μπορούσε να διεκδικήσει ως απώτατο πρόγονό του την ομηρική Οδύσσεια. Οπως και αν έχει το πράγμα, από τη πραγμάτευση του Μύλμαν ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση πως ό,τι αποκαλούμε ευρωπαϊκή λογοτεχνία δεν είναι το μηχανικό άθροισμα των επιμέρους εθνικών λογοτεχνιών, αλλά ένα πολύκλαδο και πολύφυλλο δέντρο, του οποίου οι ρίζες βυθίζονται σε κοινές παραδόσεις και εμπειρίες, κοινά λίγο ως πολύ θρησκευτικά συναισθήματα και κοινά, παρά τις επιμέρους διαφορές, αξιακά συστήματα. Η «κουλτούρα της φτώχειας», επί παραδείγματι, φαίνεται να αποτελεί κοινό υπόστρωμα που εκ βάθους επηρεάζει μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από το απώτατο σημείο του Βορρά ως το νοτιότερο άκρο της ηπείρου.



Μολονότι πλήθος συγγραφέων και έργων παρελαύνει στις σελίδες της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του Μύλμαν, η μελέτη του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε συγγραφεοκεντρική ούτε κειμενοκεντρική. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται κατά κύριο λόγο σε αρχετυπικά πρότυπα ­ μολονότι η λέξη σπάνια απαντάται στο βιβλίο ­ και σε υπόγεια, πλην καθοριστικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά, πνευματικά και ιδεολογικά ρεύματα που διαπερνούν τις συνειδήσεις των ευρωπαϊκών λαών και των δημιουργών τους. Ο Δον Κιχώτης, ο Φάουστ, ο Δον Ζουάν, ο Εωσφόρος είναι μερικά παραδείγματα των πρώτων, ο γνωστικισμός, ο «διαμεσολαβημένος» βουδισμός και ο θρησκευτικός συγκρητισμός είναι ενδεικτικά παραδείγματα των δεύτερων. Εξίσου ενδιαφέρων είναι και ο επίμονος τονισμός των μοτίβων «κουλτούρα της φτώχειας», «ανεστραμμένος κόσμος», «αρνητικά επώνυμοι ήρωες» (ο picaro ή αγύρτης, ο τρελός, ο δαιμονισμένος, ο ληστής κ.ο.κ.) καθώς και οι εκφάνσεις τους σε διάφορες λογοτεχνίες της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι το γεγονός πως όταν αναφέρεται στη ρωσική λογοτεχνία, για παράδειγμα, ελάχιστα ασχολείται με τους πασίγνωστους γίγαντές της, τον Ντοστογέφσκι ή τον Τολστόι, ας πούμε, ενώ διατρίβει αρκετά περί το έργο λιγότερο γνωστών συγγραφέων όπως ο Γκοντσάροφ, ο Λεσκόφ, ο Μπούνιν. Ενδεικτικός είναι και ο τίτλος του σχετικού κεφαλαίου: ο ρωσικός κόσμος ­ και όχι η ρωσική λογοτεχνία. Είναι φανερό πως το ενδιαφέρον του το κατευθύνουν τα κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά του μελήματα.


Αλλά όσο πλησιάζουμε στην εποχή μας όλο και περισσότερο η ευρωπαϊκή λογοτεχνία ξεπερνά την εσωστρέφειά της, όλο και πιο πολύ διευρύνει τους ορίζοντές της και προσοικειώνεται εμπειρίες ξένων λογοτεχνιών και εντελώς ιδιαίτερα εκείνων της Ανατολής. Αλλωστε είναι η εποχή της πύκνωσης των εμπορικών ανταλλαγών, οι απαρχές των αποικιοκρατικών εξορμήσεων, η χαραυγή της παγκόσμιας αγοράς. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, ο Goethe θα θέσει το κρίσιμο ζήτημα: «Διαπιστώνω όλο και περισσότερο», λέει στον Eckermann το 1827, «ότι η ποίηση είναι κοινό κτήμα της ανθρωπότητας και ότι εκπορεύεται από τόσες και τόσες εκατοντάδες ανθρώπων σε όλους τους καιρούς και τους τόπους… Αλλά φυσικά, όταν εμείς οι Γερμανοί δεν καταδεχόμαστε να ρίξουμε μια ματιά πέρα από τον στενό κύκλο του δικού μας περιβάλλοντος, είναι λογικό να καταλήγουμε τόσο εύκολα σε τούτη τη σχολαστική υπεροψία. Γι’ αυτό και εγώ περιδιαβάζω μ’ ευχαρίστηση σε ξένα έθνη και συμβουλεύω τον καθένα να κάνει από τη μεριά του το ίδιο. Ο όρος εθνική λογοτεχνία δεν λέει τώρα πολλά πράγματα, πορευόμαστε προς την εποχή της παγκόσμιας λογοτεχνίας και όλοι πρέπει να συνεργήσουν ώστε η έλευσή της να επιταχυνθεί».


Ωστόσο η πορεία προς την παγκοσμιοποίηση της λογοτεχνίας ούτε απρόσκοπτη υπήρξε ούτε αναμφίλογη. Οι αντίρροπες τάσεις ουδέποτε απουσίασαν από τα ευρωπαϊκά Γράμματα. Ο συγγραφέας έχει πλήρη επίγνωση του φαινομένου και το υπογραμμίζει εμφατικά στο τελευταίο, επιλογικό κεφάλαιο του βιβλίου του που φέρει τον τίτλο «Ο πάτριος κόσμος ως αντίβαρο». Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, εξάλλου, ο Παν. Κονδύλης (υποθέτω), που διευθύνει τη λαμπρή σειρά «Ο νεώτερος ευρωπαϊκός πολιτισμός», γράφει: «Ως πολιτισμικός δείκτης η λογοτεχνία φαίνεται έτσι να κινείται μέσα σε δύο αντιθετικά ζεύγη, αντλώντας από την κίνηση αυτή τον παλμό της: κυμαίνεται ανάμεσα στο εθνικό και στο οικουμενικό και συνάμα ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο. Δεν είναι έτσι παράξενο ότι τάσεις για εξύμνηση της μικρής ιδιαίτερης πατρίδας ως ζεστής γνώριμης εστίας διαμορφώνονται ακριβώς σε εποχές οικουμενικών διευρύνσεων και πνευματικών περιπλανήσεων».


Στον αναγνώστη του βιβλίου γίνεται φανερό πως η περιπλάνηση του συγγραφέα στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια λογοτεχνία δεν είναι τόσο ελεύθερη όσο εκ πρώτης όψεως μπορεί να δείχνει. Ακολουθεί ένα καλά προετοιμασμένο και συστηματικά επεξεργασμένο σχέδιο. Σχέδιο και σύστημα, ωστόσο, τοποθετημένα στο βάθος της έκθεσης του Μύλμαν ούτε την πηδαλιουχούν ούτε την πιέζουν να στριμώξει το υλικό της σε προκατασκευασμένους όρους. Η αφήγηση είναι άνετη, σχεδόν χαλαρή, δοκιμιακού τόνου και προσωπικού ύφους ­ στους αντίποδες του σύγχρονου θεωρητικού λόγου με την ακατανίκητη ροπή του προς ένα επιστημονικοφανές και σπουδαιοφανές jargon και μια στρυφνή και δύσπεπτη ορολογία. Γι’ αυτό χαρακτήρισα τερπνή την ανάγνωση του σοφού αυτού βιβλίου. Στην τέρψη του αναγνώστη συμβάλλει και η πολύ καλή μετάφραση του Κώστα Κουτσουρέλη καθώς και η εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση της «Νεφέλης».


Ο κ. Σπύρος Τσακνιάς είναι κριτικός λογοτεχνίας.