Ξενοφών Κοντιάδης
Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα
Εκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 240, τιμή 14 ευρώ
Κάποια βιβλία συναντούν τη συγκυρία, χωρίς, αναγκαστικά, να περιορίζονται στην επικαιρική και βραχυπρόθεσμη διάσταση της πολιτικής. Η μελέτη του καθηγητή Ξενοφώντος Κοντιάδη για τη Σοσιαλδημοκρατία αποκρίνεται σε μια τέτοια λογική: έρχεται σε μια στιγμή όπου γίνεται πολύς λόγος για τη Σοσιαλδημοκρατία στη χώρα μας αλλά θέλει να είναι κάτι περισσότερο από ένα κείμενο παρέμβασης στις συζητήσεις για τον νέο φορέα της Κεντροαριστεράς.
Γιατί όμως ένα πόνημα για τη Σοσιαλδημοκρατία; Ο συγγραφέας δεν προσεγγίζει το θέμα του εκ των έξω και ψυχρά. Μετέχει ο ίδιος πολιτικά και ψυχικά στην ιδέα της Σοσιαλδημοκρατίας και θέλει να τεκμηριώσει την ανάγκη για τη διακριτή, ηθικοπολιτική ύπαρξη αυτού του ρεύματος.
Οποιος φυσικά προσεγγίζει το ζήτημα σήμερα πρέπει να είναι προετοιμασμένος για δύσκολα ερωτήματα. Ποιο νόημα μπορεί να έχει στη δική μας εποχή μια δύναμη που διαμορφώθηκε στις περιόδους ακμής των ευρωπαϊκών κοινωνικών και εργατικών κινημάτων; Πώς ένας χώρος στενά συνυφασμένος με πρότυπα ορθολογισμού και μορφές συνείδησης της κλασικής μαζικής κοινωνίας μπορεί να επιβιώσει και να ανανεωθεί στις κοινωνίες της αποβιομηχάνισης και του πολιτισμικού υβριδισμού; Με ποια, εν τέλει, έννοια, ένας πολιτικός ορίζοντας συναρτημένος με την άνοδο των μισθωτών στρωμάτων και την επιβεβαίωση μιας ανθηρής μεσαίας τάξης μπορεί να ζωντανέψει σε μια ιστορική φάση όπου επικρατούν τα επισφαλή συμβόλαια ενώ όλες οι σταθερές ταυτότητας κλονίζονται;
Ηδη ο εικοστός αιώνας γνώρισε σημαντικές μετατοπίσεις και αλλαγές οπτικής μέσα στα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας. Μια θεμελιώδης αλλαγή ήταν η μετάβαση από την πρώιμη εργατική στη μεσοαστική σοσιαλδημοκρατική κουλτούρα. Σε άλλο επίπεδο, πρέπει να δούμε την αποσκίρτηση της Σοσιαλδημοκρατίας από τον μαρξισμό, δηλαδή από την οπτική της ταξικής πάλης και τον στόχο για ηγεμονική εκπροσώπηση των συμφερόντων μιας κοινωνικής τάξης. Τέλος, έχουμε τη μεγάλη τριβή των Σοσιαλδημοκρατών με τα προβλήματα διακυβέρνησης, με τις πολιτικές συμμαχίες και τους πραγματιστικούς συμβιβασμούς. Ολα αυτά τα φαινόμενα προηγούνται κατά πολύ της λεγόμενης στροφής προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό, δηλαδή των εκδοχών νέας σοσιαλδημοκρατίας που θα εμφανιστούν στη δεκαετία του 1990 σε μια σειρά χώρες ως απάντηση στην κρίση του εθνικού κεϋνσιανού συμβιβασμού και στην επίθεση από την πλευρά του νεοφιλελευθερισμού της Δεξιάς.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης αφηγείται πλευρές αυτής της πορείας και τους βασικούς σταθμούς της. Δεν το κάνει φυσικά με τον τρόπο του ιστορικού των ιδεών αλλά με φανερή τη διάθεση να αποσαφηνίσει την έννοια και να διακρίνει τη Σοσιαλδημοκρατία από άλλες ιδέες / πρακτικές της Αριστεράς.
Για τον ίδιο δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι η Σοσιαλδημοκρατία είναι ή πρέπει να θεωρείται Αριστερά. Στο σημείο αυτό ασκεί κριτική στην επιχειρηματολογία που βλέπει τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική ευαισθησία μέσα σε έναν ευρύτερο ορίζοντα προοδευτικής μεταρρύθμισης, σε αυτό που ονομάζουμε προοδευτικό Κέντρο. Την ίδια στιγμή επανέρχεται τακτικά στη ρητή διάκριση ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά και σε άλλες εκδοχές Αριστεράς που αντλούν από ριζοσπαστικές, λαϊκιστικές ιδέες και συνθήματα. Η πρόσφατη ελληνική εμπειρία φαίνεται να προσφέρει στον συγγραφέα πολλά παραδείγματα προς αποφυγήν –κυρίως ως προς τα θέματα διοίκησης και θεσμών, την πολιτική κουλτούρα του λαϊκίστικου ριζοσπαστισμού και τον τύπο κοινωνικού κράτους που συνδέεται με την επιδοματική και πελατειακή διαχείριση των ασθενέστερων στρωμάτων.
Ο Κοντιάδης χειρίζεται κάθε κεφάλαιο εισάγοντας ουσιαστικά τη διπλή οριοθέτηση. Υποστηρίζει ότι η Σοσιαλδημοκρατία καλείται να γίνει κάτι διαφορετικό τόσο από μια «δημοσιοϋπαλληλική» Κεντροαριστερά του παθητικού κρατισμού όσο και από έναν μεταμοντέρνο φιλελεύθερο μεταρρυθμισμό.
Από μια άποψη το κέντρο βάρους του βιβλίου είναι μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας. Κυρίως ανάμεσα στα αιτήματα ανανέωσης και στα δεδομένα μιας κληρονομιάς που για τον συγγραφέα παραμένει πάντοτε υπό διεκδίκηση. Είναι προφανές πως ο ίδιος δεν θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει σοσιαλδημοκρατικός, ακόμα και αν ιδιοποιηθεί επιλεκτικά στοιχεία από τις σοσιαλδημοκρατικές εμπειρίες. Ως βασικό εμπόδιο στέκεται μια πολιτική και θεσμική κουλτούρα που ελκύεται από συνοπτικά μοντέλα αντιθέσεων (λαός / ολιγαρχίες, λαός / κατεστημένο κ.λπ.).
Από την άλλη όμως, ο συγγραφέας φροντίζει να υπενθυμίζει τις στρατηγικές αποστάσεις ανάμεσα στη Σοσιαλδημοκρατία (έτσι όπως την ανασυνθέτει ο ίδιος) και στον «συντηρητικό νεοφιλελευθερισμό». Τα σημεία αυτά είναι πολλά στο κείμενο και δείχνουν ότι κατά τον συγγραφέα ούτε η αντίθεση λαϊκισμού / μεταρρυθμισμού θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια νέα προοδευτική πολιτική.
Οι αναφορές στην ιδέα της κοινωνικής Ευρώπης, στη δίκαιη παγκοσμιοποίηση και σε άλλα θέματα διεθνούς πολιτικής οικονομίας συμπληρώνουν νομίζω το κεντρικό πολιτικό επιχείρημα του Κοντιάδη. Η αίσθησή μου είναι πάντως ότι από τον συγγραφέα δεν τονίζονται όσο πρέπει η διάσταση των κρίσεων της παγκοσμιοποίησης και οι «ανασφάλειες ταυτότητας» που εμφανίζονται στην Ευρώπη διαιρώντας εντονότερα τα λαϊκά και μεσαία στρώματα. Οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σχεδόν παντού δεν σχετίζονται μόνο με μια κρίση εκπροσώπησης συμφερόντων αλλά και με την αδυναμία τους να απαντήσουν σε αιτήματα ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής που πάνε πέρα από την κοινωνικοοικονομική ατζέντα. Ο μετεωρισμός ανάμεσα σε μια σοσιαλδημοκρατία των νέων κοινωνικών δικαιωμάτων και σε μια σοσιαλδημοκρατία των πολιτισμικών και μειονοτικών δικαιωμάτων δεν ρυθμίζεται τόσο εύκολα όσο αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας.
Εχουμε, συμπερασματικά, ένα βιβλίο που καταθέτει με αναλυτική διαύγεια μια ορισμένη ιδέα για τη σημερινή Σοσιαλδημοκρατία και τον προσανατολισμό της. Κάτι περισσότερο: πίσω από την έγνοια του συγγραφέα για τη Σοσιαλδημοκρατία και την αυτονομία της διακρίνει κανείς μια ευρύτερη αγωνία για την ίδια την πολιτική πράξη στην εποχή των συγχύσεων και της βαθιάς ιδεολογικής κόπωσης. Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο δοκίμιο επαναφέρει τη συζήτηση στα καίρια και στα ουσιώδη, και αυτό πιστεύω ότι είναι το πιο αξιόπιστο κριτήριο για να ισχυριστούμε πως έχουμε μια γόνιμη συμβολή στην πολιτική σκέψη του καιρού μας.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ