Δημήτρης Νόλλας
Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες (1974-2016)

Επίμετρο Τιτίκα Δημητρούλια
Εκδόσεις Ικαρος, 2016
σελ. 568,τιμή 17,90 ευρώ

Bιρτουόζος της μικρής αφηγηματικής φόρμας, του ολιγοσέλιδου διηγήματος, ο Δημήτρης Νόλλας συγκεντρώνει σε έναν τόμο τα διηγηματικά κείμενά του, αυτονομώντας τα από τα εκτενέστερα πεζά του, νουβέλες και μυθιστορήματα. Πρόκειται για τις πέντε συλλογές διηγημάτων του, χαρακτηριζόμενες έτσι από τον ίδιο (Το τρυφερό δέρμα, 1982· Ονειρεύομαι τους φίλους μου, 1990· Τα θολά τζάμια, 1996· Ο παλαιός εχθρός, 2004· Στον τόπο, 2012), συνοδευόμενες από τρία εντελώς πρόσφατα μεμονωμένα διηγήματα (Τα τελευταία). Στο διηγηματικό αυτό σύνολο προτάσσει τα «άτακτα», ιδιότροπα κείμενα της Πολυξένης (1974), καθώς κλείνουν στον πυρήνα τους και στην πειραματική τεχνοτροπία τους δομικά γνωρίσματα της μετέπειτα πεζογραφίας του: μια πρισματική, κερματισμένη αφηγηματικότητα, μια προφορική ελευθεριότητα, καταλυτική ειρωνεία στα όρια του σαρκασμού και μια δεσπόζουσα θεματική, πανταχού παρούσα εφεξής στα γραπτά του, την ξενότητα, την ξενιτιά, την αποξένωση (άλλωστε ο παιγνιώδης, πολύσημος τίτλος φωσφόριζε την έκκεντρη τάση του: όχι γυναικείο όνομα, αλλά πόλη ξένη, πολύ ξένη, πολλοί ξένοι, πολύ ξένοι κ.λπ.). Δείγμα μιας «προσωπικής βιασύνης» εκείνης της εποχής, μιας γενικευμένης αντισυμβατικής διάθεσης, τα πολυξενικά αφηγήματα δήλωναν το «γλωσσικό στρίμωγμα» των καιρών που, ωστόσο, όπως ομολογεί ο συγγραφέας, ήταν και θέμα ουσίας. Το δίδυμο φανέρωμα του 1974 (η νουβέλα Νεράιδα της Αθήνας και η Πολυξένη) συμπύκνωνε σε απροσδιόριστο ακόμη ειδολογικό πλαίσιο το λαχάνιασμα μιας εποχής και μιας γενιάς, την ανάγκη να αποσυμπιέσει την ένταση και τον πυρετό της φωνής τους.



Τα δράματα και τα πάθη
Ηδη από το Τρυφερό δέρμα η διηγηματική ανάσα του Νόλλα βρίσκει τον ρυθμό της: μικροελευθερίες και μικροαντιστάσεις κρυμμένες σε συνηθισμένους ανθρώπους τεχνάζονται τρόπους για να διαπλεύσουν τον παραλογισμό μιας απομαγευμένης καθημερινότητας γυρεύοντας τις ελάχιστες, αδιόρατες ρωγμές από όπου θα μπορέσουν να σώσουν μιαν αμήχανη αντιπειθαρχία. Εχει αρχίσει να στήνεται και να λειτουργεί εφεξής η κατεδαφιστική επιχείρηση των κάθε λογής συμβάσεων: η ιστορική τοιχογραφία διαβάζεται από την ανάποδη όψη της, με όλους τους κόμπους και τις άτεχνες ραφές της, τα μπαλώματα και τα ξηλωμένα ρέλια της· μια διαβρωτική χλεύη υπονομεύει κάθε απόπειρα εποποίησης ή εξωραϊσμού του παλαιότερου ή πρόσφατου παρελθόντος (και πολύ περισσότερο του τοξικού παρόντος)· τα δράματα και τα πάθη αποκλιμακώνονται και οδηγούνται σε απρόσμενες εκβάσεις –άλλωστε, το κοφτό, απότομο φινάλε των ιστοριών γίνεται ένα σήμα κατατεθέν της διηγηματικής ποιητικής του διακρινόμενης για τα μινιμαλιστικά αφηγηματικά της μέσα, μια σοφά ελεγχόμενη οικονομία του λόγου που παίζει με τους λειψούς μύθους, τους θαμπούς υπαινιγμούς, τις θρυμματισμένες εικόνες, δίχως ωστόσο να αντιστρατεύεται τη γειωμένη τριβή με την πραγματικότητα και τον υπόκωφο διάλογο με την Ιστορία.
Η πτύχωση των ιστοριών
Σταδιακά, από συλλογή σε συλλογή, η εμμονή και η μαεστρία του Νόλλα στη διηγηματική μονοκοντυλιά, στα μικρά καθημερινά στιγμιότυπα που αιχμαλωτίζουν στην πύκνωσή τους μείζονα ζητήματα (μετανάστευση, εξορία, προσφυγιά, ανεστιότητα, μοναξιά, νοσταλγία) χάραξαν αναγνωρίσιμο ύφος και σχήμα, οικείο περίγραμμα παρά την εκάστοτε ανοικείωση που μεταφέρουν στον αναγνώστη: οι αντιήρωες που επωμίζονται τις ιστορίες του, μοναχικοί, λαθρόβιοι, περιπλανώμενοι, παγιδευμένοι, μετέωροι, παράταιροι, ανθρώπινα ναυάγια, ενοχικοί, ανερμάτιστοι και στυφοί τύποι, αλλά και απροσδόκητα τρυφεροί, ευάλωτοι και αλληλέγγυοι δημιουργούν μια κοινότητα χαρακτήρων, ένα ιδιότυπο σόι με προγόνους και επιγόνους.
Το κέρδος μιας συγκεντρωτικής έκδοσης είναι ότι μπορείς να δεις το προοπτικό βάθος και την αναπλαισίωση των εντασσόμενων κειμένων: τις πρώτες συντεταγμένες του διηγήματος, το πρώτο του στίγμα αναφοράς στο έντυπο όπου αρχικά δημοσιεύεται (και γνωρίζουμε σήμερα πόσο σημαίνοντα είναι τα παρακειμενικά αυτά στοιχεία)· κατόπιν, το γενικό πλαίσιο της συλλογής στην οποία εντάσσονται τα διηγήματα, περασμένα, θαρρείς, σε κοινή κλωστή (π.χ. οι ανδροκρατούμενες ιστορίες του βιβλίου Ονειρεύομαι τους φίλους μου –ιστορίες χωρίς γυναίκες)· και, τέλος, στο ευρύτερο πλαίσιο, την εσωτερική συνάφεια των διηγημάτων και των συλλογών, πώς διαλέγονται μεταξύ τους στο ενιαίο κειμενικό σύνολο, στον ανά χείρας τόμο, λόγου χάρη. Και εδώ έχει τη θέση της η εύστοχη επισήμανση της Τιτίκας Δημητρούλια, στην οποία οφείλεται το κατατοπιστικό επίμετρο, ότι η λεϊβνίτειας (Leibniz) προέλευσης θεωρία του Ντελέζ (Deleuze) περί πτύχωσης αναδεικνύει τη δομή των συγκεκριμένων διηγημάτων. Οι ιστορίες του Νόλλα δομούνται με αναδιπλώσεις και εκδιπλώσεις και μέσα από αυτές τις πτυχώσεις διαγράφεται, καλύπτεται και αποκαλύπτεται ένα χνάρι, φέρνοντας από το βάθος στην επιφάνεια εικόνες, μνήμες, συνειρμούς που ξαναποντίζονται στον πάτο μιας επόμενης αφήγησης, για να επανεμφανιστούν κάπου αλλού, απελευθερώνοντας νέες λάμψεις και χρώματα.




Ενας διηγηματικός χάρτης
Η πτύχωση περιβάλλει και συνέχει, συνενώνει, προβάλλει τη συνέχεια της φαινομενικής ρήξης ή ασυνέχειας, φωτίζει την κοινή υφή, ξεδιπλώνεται όπως το «ξετύλιγμα» στον Σολωμό και αποκαλύπτει τη ρευστότητα των ταυτοτήτων, την αέναη εναλλαγή θέσεων, όπου το ξένο γίνεται οικείο και το οικείο μετέωρο και αλλότριο, η εντοπιότητα μεταλλάσσεται σε αλλοτοπία, ο εαυτός γίνεται άλλος κ.ο.κ. Τα πτυχωμένα διηγήματα του Νόλλα, κλειστά και διπλωμένα, σφιχτοδεμένα το καθένα στην κοιτίδα του αλλά συνάμα και ανοιχτά το ένα στο άλλο, σε κοινό ορίζοντα και ελεύθερη επικοινωνία, σε ένα παιχνίδι εγκιβωτισμών και μετατοπίσεων, «γράφουν και ξαναγράφουν το ίδιο», όπως το διατύπωσε ο ίδιος. «Ολα μου τα βιβλία συνθέτουν μιαν αλυσίδα που ανεβοκατεβάζει τον κουβά με το νερό που με ξεδιψάει. Κάθε βιβλίο είναι ένας κρίκος αυτής της αλυσίδας».
Ενα ανοιχτό, λοιπόν, εν προόδω εγχείρημα, αυτός ο πολύπτυχος διηγηματικός χάρτης, καθώς ξεδιπλώνεται τώρα σε όλη του την έκταση δίνει την ευκαιρία στον προσεκτικό αναγνώστη να εντοπίσει συμμετρίες και αντισυμμετρίες, κρυφά περάσματα και συναιρέσεις, επιτυπώσεις, συγγένειες και αναλογίες, τακτικές και άτακτες κινήσεις που μπορεί να έμειναν αφανείς στην πρώτη, απλαισίωτη ανάγνωση. «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες», αλλά ακούγονται από ένα οικείο ηχείο και αναμεταδίδουν όνειρα και εφιάλτες, λαχτάρες και πόνους, μνήμες και ελπίδες κοινές και αναγνωρίσιμες. Μακάρι να μείνει ανοιχτή η ακρόαση.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ