Η ευχέρεια με την οποία ταξιδεύουμε στην εποχή μας έχει κάνει τον κόσμο μικρότερο. Αλλά η μεγάλη ανάπτυξη της ταξιδιογραφίας σήμερα τον διευρύνει σε βαθμό που θα ήταν αδιανόητος κατά το παρελθόν. Η ταξιδιογραφία αλλάζει τον τρόπο μας να βλέπουμε τον κόσμο, τον εαυτό μας και τον τόπο της καταγωγής μας. «Το Βήμα» παρουσιάζει, αρχίζοντας από αυτή την Κυριακή, πέντε από τους αντιπροσωπευτικότερους σύγχρονους συγγραφείς ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, με πρώτο τον Νίκο Καζαντζάκη, τον πρύτανη της ελληνικής ταξιδιογραφίας. Στις 31 Ιουλίου θα ακολουθήσει ο μετρ του ταξιδιωτικού ρεπορτάζ Ρίτσαρντ Καπισίνσκι, στις 7 Αυγούστου ο εστέτ Πολ Μοράν με τις λεπτότατες και ραφιναρισμένες αφηγήσεις του, αμέσως κατόπιν, στις 14 Αυγούστου, ο Μπρους Τσάτουιν, το «τρομερό παιδί» που ανήγαγε την ταξιδιογραφία σε επίπεδο υψηλής μυθοπλασίας, και τέλος στις 21 Αυγούστου η σειρά θα κλείσει με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, έναν από τους κορυφαίους του είδους, που βρήκε στη χώρα μας μια δεύτερη πατρίδα.
«Η διαφορά ανάμεσα στην ταξιδιογραφία και στη μυθοπλασία είναι η διαφορά ανάμεσα στην καταγραφή αυτού που βλέπει το μάτι και στην ανακάλυψη εκείνου που η φαντασία γνωρίζει». Τα παραπάνω έχουν ειπωθεί από τον διάσημο (και υπερτιμημένο) ταξιδιογράφο Πολ Θέροου. Τον διαψεύδουν όμως δύο συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων ανώτεροί του: ο Μπρους Τσάτουιν και ο Νίκος Καζαντζάκης. Δεν είναι συμπτωματικό που ο Θέροου αντιπαθεί τον «Καζαντζάκη με την κόκκινη μύτη», όπως γράφει απαξιωτικά. (Δεν πειράζει. Ούτε ο Χέμινγκγουεϊ του αρέσει. Προτιμά αντί γι’ αυτόν τον Κίπλινγκ!) Με τη διαφορά ότι τα ταξιδιωτικά του Καζαντζάκη, γραμμένα τον Μεσοπόλεμο, αν αφήσει κανείς κατά μέρος το γλωσσικό του ιδίωμα, μοιάζει σαν να έχουν γραφτεί σήμερα, ενώ τα βιβλία του Θέροου είναι «χρονολογημένα», τουτέστιν έχουν ημερομηνία λήξεως.
Πριν από πολλά χρόνια, συζητώντας με την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, της εξέφρασα τον θαυμασμό μου για τον Καζαντζάκη.
«Μα σας αρέσει αυτός ο συγγραφέας, παιδί μου;» με ρώτησε με μιαν αποστροφή στον τόνο της φωνής της.
«Μου αρέσουν πολύ τα ταξιδιωτικά του» απάντησα (μολονότι μου άρεσαν εξίσου και τα μυθιστορήματά του).
«Α, εκείνα μάλιστα. Εκεί είναι ένας λαμπρός δημοσιογράφος».
«Λαμπρός» δημοσιογράφος αλλά όχι συγγραφέας! Το μοντερνιστικό δόγμα ότι λογοτεχνία και δημοσιογραφία δεν συμβιβάζονται ήταν της μόδας στη δεκαετία του 1970. Στα χρόνια όμως που μεσολάβησαν από τότε η ταξιδιογραφία γνώρισε πρωτοφανή άνθηση διεθνώς, παρά το ότι δεν έμεινε γωνία του πλανήτη ανεξερεύνητη. Ενσωμάτωσε πλήθος δοκιμιακά στοιχεία και τεχνικές της μυθοπλασίας (αλλά και της ποίησης) και ανανέωσε τις μορφές της αφήγησης και του ρεπορτάζ.
Υφος και πάθος
Ολα τούτα τα βρίσκει κανείς στην ταξιδιογραφία του Καζαντζάκη που παραμένει πρωτοπόρος. Το Λονδίνο του είναι διαφορετικό από το σημερινό, η Αίγυπτος το ίδιο, όπως και η Κύπρος, η Πελοπόννησος, η Ισπανία. Κι όμως οι τόποι που περιγράφει είναι τόσο πραγματικοί όσο και οι σημερινοί και ο αναγνώστης τους ανακαλεί σχεδόν αμέσως μόλις επισκεφθεί τα μέρη από όπου πέρασε εκείνος ο παθιασμένος με τα όνειρα και τα ταξίδια Κρητικός.
Δεν συνιστά βεβαίως πρωτοτυπία το ότι ο Καζαντζάκης αναζητεί στο Τολέδο λ.χ. τα πατήματα του Γκρέκο ή στην Αγγλία τον κόσμο του Σαίξπηρ, τον οποίο μάλιστα αναπαριστά σαν να πρόκειται για σκηνικό ιστορικού μυθιστορήματος. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η απίστευτη δύναμή του να οικειοποιείται τον τόπο, τον χρόνο, την παράδοση και την Ιστορία. Αλλά κι αυτό δεν του είναι αρκετό. Μέσα από τους τόπους που επισκέπτεται δημιουργεί τον προσωπικό του μύθο: με τις εξάρσεις, τις υπερβολές και συχνά τις αντιφάσεις του. Δηλαδή, τα ταξιδιωτικά του κείμενα διαθέτουν ό,τι και τα μυθιστορήματά του: ύφος και πάθος. Και τη ματιά του πεζογράφου πρώτης γραμμής που απομονώνει μια εικόνα ή ένα περιστατικό και του προσθέτει τηλεσκοπικό βάθος.
Το ταξίδι, μια ιστορία
Οποιος διαβάσει την Ισπανία του Καζαντζάκη δεν θα εντυπωσιαστεί μόνο από τις περιγραφές του εμφυλίου πολέμου. Και είναι καταπληκτικό που δεν θα τον ενοχλήσει πολύ η περιγραφή της πολιορκίας του Αλκαζάρ από τους Δημοκρατικούς και η αντίσταση των έγκλειστων Φαλαγγιτών. Θα θυμάται για χρόνια τη συνάντηση και τη συζήτησή του με τον Ουναμούνο αλλά και κάποιες ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες, όπως μια γάτα που περιφέρεται στους δρόμους της Σαλαμάνκα.
Ο ταξιδιογράφος περιέχει τον μυθιστοριογράφο Καζαντζάκη. Αυτό που έλεγε σχεδόν 50 χρόνια αργότερα ο Τσάτουιν πως στόχος κάθε ταξιδιού του ήταν να γυρίσει πίσω με μια ιστορία είναι αυτονόητο για τον Καζαντζάκη, μόνο που έχεις την εντύπωση συχνά πως την ιστορία τη γνωρίζει εκ των προτέρων. Και είναι εξαιρετικά πονηρός συγγραφέας. Πολλές φορές βάζει στο στόμα άλλων απόψεις δικές του και είναι πιθανόν κάποιους από τους ανώνυμους που περνούν από τις αφηγήσεις του να μην τους συνάντησε ποτέ.
Κινητήρια δύναμη: το ρεπορτάζ
Η κινητήρια δύναμη των αφηγήσεων που αναπτύσσει ο Καζαντζάκης είναι το ρεπορτάζ, το οποίο μεταβάλλεται σε μη μυθοπλαστική πρόζα που μόνο μεταπολεμικά θα αποκτούσε τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης Νέας Δημοσιογραφίας καθιερώνοντας ένα νέο λογοτεχνικό είδος. Αλλά η πληθωρική γραφή του Καζαντζάκη είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Ο έντονος αισθησιασμός που τη διακρίνει τη διαφοροποιεί ριζικά από τα ως τότε αντίστοιχα κείμενα. Ο αφηγητής εδώ όχι μόνο παρατηρεί, σκέφτεται και μετουσιώνει την εμπειρία, όχι μόνο κινείται χρησιμοποιώντας την τεχνική του παράλληλου μοντάζ –από το παρελθόν στο παρόν και αντιστρόφως -, αλλά και αισθάνεται ή τουλάχιστον προσπαθεί να αισθανθεί και να συλλάβει αυτό που λέμε «ψυχή του τόπου». Για τούτο κι επιδιώκει οι αισθήσεις και όχι ο νους να έχουν την πρωτοκαθεδρία στα κείμενά του. Παρά ταύτα, η παρουσία του διανοουμένου είναι καταλυτική, για όποιον τον διαβάζει προσεκτικά.
Τα ταξιδιωτικά κείμενα του Καζαντζάκη είναι αυτό που θα λέγαμε «μισθοφορικά», δηλαδή γράφτηκαν σε μια εποχή κατά την οποία αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα και αναγκαζόταν να μεταφράζει με την ταχύτητα του φωτός και να γράφει άρθρα για εγκυκλοπαίδειες ή για σχολικά βιβλία. Είναι τα κείμενα των ανταποκρίσεων που είχε αναλάβει για λογαριασμό περιοδικών και εφημερίδων όπως το Νέον Αστυ, ο Ελεύθερος Λόγος, η Καθημερινή, η Πρωία, η Ακρόπολις κ.ά. Θα περίμενε κανείς να είναι συμβατά με το πνεύμα και το γράμμα των παραπάνω εντύπων –και ως έναν βαθμό είναι. Ομως ο πληθωρικός του λόγος, η εποπτική του ματιά, η τεράστια, για την εποχή, παιδεία που διέθετε και διαχέεται στα κείμενά του υπερβαίνουν το συμβατικό ρεπορτάζ του καιρού του και τα καθιστούν δημοσιογραφία υψηλού επιπέδου και λογοτεχνία πρώτης γραμμής.
Ο Καζαντζάκης δεν υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία που έγραψε ταξιδιωτικά κείμενα. Αλλά χωρίς αμφιβολία είναι εκείνος που κατέστησε την ταξιδιογραφία λογοτεχνικό είδος αξιώσεων. Τα ταξιδιωτικά βιβλία του μπορεί στην εποχή τους να φάνταζαν εντυπωσιακά υβρίδια, όμως, όπως έχει εξελιχθεί το είδος, σήμερα τέτοιοι χαρακτηρισμοί δεν έχουν καμιά σημασία.
Ο Καζαντζάκης επιπλέον διεύρυνε το πεδίο σε τέτοιον βαθμό ώστε ακόμη και οι συνεντεύξεις που πήρε να αποτελούν συστατικά μέρη της ταξιδιογραφίας του. Και τι συνεντεύξεις! Με τον Φράνκο, με τον ιδρυτή της Ισπανικής Φάλαγγας Πρίμο ντε Ριβέρα, με τον Μουσολίνι.
Περιπλανώμενος κατά συνείδηση
Για το πόσο γόνιμη υπήρξε η ταξιδιωτική εμπειρία στο καθαυτό μυθοπλαστικό έργο του αρκούν δύο παραδείγματα: το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και κυρίως το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Αναφορά στον Γκρέκο, το οποίο κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του. Και ενώ στο εξωτερικό έγινε διάσημος με τα μυθιστορήματά του (αλλά στις ΗΠΑ κυρίως με την Οδύσσεια στην απίστευτη μετάφραση του Φράιερ), στην Ελλάδα έγινε πολύ γνωστός στην αρχή με τα ταξιδιωτικά του. Κι όχι μόνο γι’ αυτά που αναφέρονται σε άλλες χώρες αλλά κι εκείνα που αφορούν την Ελλάδα. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, ακόμη και σήμερα, περιγραφή των Μυκηνών και του γύρω τοπίου εφάμιλλη της δικής του. Αισθάνεσαι ότι στην άνοδό του προς το ανάκτορο σε παίρνει μαζί του καθώς ακολουθεί τα πατήματα του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας.
Ο Καζαντζάκης υπήρξε περιπλανώμενος κατ’ ανάγκην, κυρίως όμως κατά συνείδηση. Θεωρούσε τον εαυτό του σύγχρονο Οδυσσέα –και ως έναν βαθμό ήταν. Η περιπλάνηση συνιστά τον τρόπο του να διαπλατύνει τον πνευματικό του ορίζοντα ενισχύοντας την αυτογνωσία του –και άρα ό,τι γνώριζε από τα βιβλία να το επιβεβαιώσει στους τόπους που επισκεπτόταν.
Ανατολίτης και Δυτικός
Οταν δημιουργείς πεδίο τέτοιας έκτασης, οι αντιφάσεις είναι αναπόφευκτες. Πώς συνδυάζονται ο Βούδας, ο Χριστός, ο Οδυσσέας και ο Λένιν, τους οποίους θεωρούσε σταθμούς της πνευματικής του πορείας, όπως λέει στην Αναφορά στον Γκρέκο; Μια τόσο ιδιότυπη θεολογία, φορτισμένη μάλιστα με τέτοιο κοσμικό βάρος –και τόσο αντιφατική -, υπερβαίνει τα πλαίσια της λογοτεχνίας. Ο Καζαντζάκης ασκούσε κριτική στη Δύση ως Ανατολίτης και εν τούτοις ήταν Δυτικός μέχρι μυελού οστέων. Δήλωνε θαυμαστής του Βούδα, κι όμως το φάσμα του Νίτσε που τον θάμπωσε στα νιάτα του δεν έπαψε να τον παρακολουθεί ως το τέλος της ζωής του. Και παρ’ όλα τα ξεστρατίσματά του, κατάφερε να δημιουργήσει ένα έργο συνεκτικό που το θαυμάζουν από την Κορέα και το Βιετνάμ ως την Ευρώπη και την Αμερική.
Στην εποχή όπου ο Καζαντζάκης έγραφε τα ταξιδιωτικά του, για το είδος δεν είχαν διατυπωθεί οι γενικοί κανόνες που ισχύουν σήμερα, όπως: να έχεις λόγο που ταξιδεύεις. Να είσαι ανοιχτός στην εμπειρία και να μη δεσμεύεσαι από προαποφασισμένες ιδέες. Στον αναγνώστη σου δεν θα μεταφέρεις απλώς εκείνο που εσύ βλέπεις και παρατηρείς αλλά θα πρέπει να τον κάνεις να βλέπει με τα δικά σου μάτια. Να γνωρίζεις πως κάθε ταξιδιογράφος είναι 100% υποκειμενικός. Να επιδιώκεις να πεις κάτι που δεν έχει ως τώρα ειπωθεί ή σωστότερα κάτι που δεν ειπώθηκε με τον δικό σου τρόπο ώστε να μοιάζει νέο. Η γνώση είναι απαραίτητη αλλά δεν πρέπει να τη θεωρείς θέσφατο –κι άρα να είσαι ανοιχτός στην εμπειρία. Θα παρατηρείς συνεχώς. Ετσι μόνο θα δεις αυτό που άλλοι δεν βλέπουν, γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν παρατηρούν τα ίδια πράγματα και δεν διακρίνουν τις ίδιες ιδιότητες. Το περιβάλλον είναι σημαντικό, όμως χωρίς τους ανθρώπους χάνει τη σημασία του. Αλλά και τους ανθρώπους δεν μπορείς να τους καταλάβεις αν δεν γνωρίζεις την ιστορία του τόπου. Να μην είσαι, επομένως, σχετικιστής αλλά και να μην παίρνεις τίποτε τοις μετρητοίς.
Το nada και το τίποτα
Ολα αυτά και πλήθος άλλα διακρίνουν την ταξιδιογραφία του Καζαντζάκη, ακόμη και στις σελίδες που ενδέχεται να μη μας αρέσουν. Είναι παράδειγμα οικειοποίησης στον ύψιστο βαθμό που κατά συνέπεια οδηγεί στην αυτογνωσία, δηλαδή σε μια μορφή πνευματικής και υπαρξιακής ελευθερίας. Είναι πασίγνωστη η φράση που θέλησε να χαραχθεί στον τάφο του: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι λεύτερος». Αλλά θα το θεωρούσα υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι το «τίποτα» αυτό αποτελεί μεταφορά του ισπανικού «nada» από τον Γκόγια. Ωστόσο συνιστά απήχησή του κατά έναν τρόπο, αν μάλιστα σκεφθούμε τις εξαιρετικές αναφορές του στην Ισπανία. Και αρκεί μόνο να συγκρίνει κανείς τις σελίδες που έγραψαν για την Ισπανία ο Κώστας Ουράνης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που επισκέφθηκαν τη χώρα την ίδια περίπου χρονική περίοδο με τον Καζαντζάκη, για να αντιληφθεί την ανωτερότητα του Κρητικού.
Ο Καζαντζάκης θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή και «έργο» της ζωής του την
Οδύσσεια, που ελάχιστοι έχουν διαβάσει ολόκληρη. Μάλιστα, τα πεζογραφικά του βιβλία τα θεωρούσε «πάρεργα», περιφερειακά στο μεγάλο του ποιητικό έργο, με το οποίο φιλοδοξούσε να συνεχίσει την ομηρική
Οδύσσεια. Αλλά στις κατά παραγγελία ταξιδιωτικές του σελίδες βρίσκονται οι πηγές των έργων για τα οποία θαυμάζεται σήμερα παγκοσμίως: τα μυθιστορήματά του. Τα ταξιδιωτικά του βιβλία είναι λαμπερά προοίμια του κατοπινών του μυθιστορημάτων αλλά και αυτόνομα έργα ταυτοχρόνως. Υπήρξε μάγος του ρεπορτάζ, όπως κι ένας άλλος συγγραφέας, μεταγενέστερος, πολύ διαφορετικός και –για άλλους λόγους –εξίσου σημαντικός: ο Πολωνός Ρίτσαρντ Καπισίνσκι, επίγονος του Ηρόδοτου. Για τον Καπισίνσκι όμως την επόμενη Κυριακή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ